Με την πρόσφατη απόφαση της για ποινικοποίηση της άρνησης της γενοκτονίας των Αρμενίων, αλλά και την αλλαγή της νομοθεσίας ώστε να επιτρέπει την ποινικοποίηση της άρνησης και άλλων περιπτώσεων όπου θεωρεί ότι έχουν διαπραχθεί εγκλήματα πολέμου, η Βουλή των Αντιπροσώπων ποινικοποιεί ουσιαστικά τις ιστορικές ερμηνείες και καταργεί το βασικό ρόλο της Ιστορίας ως επιστήμης, που είναι η συνεχής ερμηνεία του παρελθόντος.
Σε ένα πιο γενικό επίπεδο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι με την απόφαση αυτή καταργείται η ίδια ελευθερία του λόγου. Αυτό άλλωστε ήταν και το αιτιολογικό της απόρριψης από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γαλλίας ανάλογου νόμου που ψηφίστηκε από το γαλλικό κοινοβούλιο το 2012.
Κάποιοι μπορεί φυσικά να ισχυριστούν ότι η έννοια της ελευθερίας του λόγου δεν μπορεί να τυγχάνει κατάχρησης και να αναφερθούν σε παραδείγματα «λόγου μίσους» (hate speech). Ακόμα όμως και αν δεχτούμε αυτή τη θέση, η περίπτωση της άρνησης ή υποβάθμισης μιας συγκεκριμένης ερμηνείας (σε αυτή την περίπτωση συγκεκριμένων εγκλημάτων πολέμου) είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Ενώ στην περίπτωση του «λόγου μίσους» αυτό που ποινικοποιείται είναι η οποιαδήποτε μορφή έκφρασης που υποκινεί τη βία ή δυσμενή διάκριση εναντίων κάποιας ομάδας , στην περίπτωση της ποινικοποίησης της άρνησης ή της υποβάθμισης εγκλημάτων πολέμου αυτό που θεωρείται ποινικά κολάσιμο είναι διατύπωση ερμηνείας η οποία είναι διαφορετική από αυτή που υιοθετεί μια ομάδα ανθρώπων (σε αυτή την περίπτωση η Βουλή των Αντιπροσώπων).
Για να καταλάβουμε πώς η πιο πάνω απόφαση αποτελεί ουσιαστικά κατάργηση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης , θα πρέπει να τη δούμε πέρα από την προσωπική μας άποψη για το θέμα της γενοκτονίας των Αρμενίων. Η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από την πλειονότητα των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο (συμπεριλαμβανομένου και του υποφαινόμενου) δεν νομιμοποιεί την άρνηση του δικαιώματος για έκφραση οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της άποψης είναι η περίπτωση του Τούρκου νομπελίστα Ορχάν Παμούκ ο οποίος, αν και διώχθηκε στην ίδια τη χώρα του όταν δήλωσε ότι «ένα εκατομμύριο Αρμένιοι και 30000 Κούρδοι σκοτώθηκαν σε αυτή τη χώρα και κανείς δεν τολμά να το πει», διαφώνησε με την απόφαση της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης να ποινικοποιήσει την άρνηση της γενοκτονίας των Αρμενίων.
Πέρα από το θέμα του περιορισμού της ελευθερίας του λόγου, η πιο πάνω απόφαση αποτελεί μια ανιστορική προσέγγιση της ίδιας της ιστορικής γνώσης. Η νέα νομοθεσία αλλά και η δήλωση του προέδρου της βουλής περί «αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας μέσω ομόφωνων αποφάσεων της βουλής» υποδηλούν μια παρωχημένη αντίληψη της ιστορικής γνώσης σύμφωνα με την οποία υπάρχει πάντα μια ορθή εκδοχή του παρελθόντος που πρέπει να γίνεται αποδεχτή από όλους. Με άλλα λόγια μέσα από τη νέα νομοθεσία καταργείται η ίδια η έννοια της ιστορικής γνώσης ως ερμηνείας που αποτελεί αναπαράσταση (και όχι αντίγραφο) του παρελθόντος και ως τέτοια δεν μπορεί να είναι ποτέ τελική και αδιαπραγμάτευτη.
Επιπλέον, το ότι η «αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας» θα αποτελεί προϊόν πολιτικής απόφασης δεν αποτελεί απλά ανιστορική προσέγγιση αλλά κατάργηση των ιδίων των ορίων της λογικής και υποταγή της επιστήμης της Ιστορίας σε πολιτικές σκοπιμότητες. Το τελευταίο είναι εύκολα κατανοητό αν αναλογιστούμε το γιατί δεν υπάρχει περίπτωση, στο εγγύς μέλλον τουλάχιστον, το κοινοβούλιό μας να ποινικοποιήσει την άρνηση ή υποβάθμιση εγκλημάτων πολέμου όπως οι μαζικοί βιασμοί κατά τη διάρκεια της κατοχής της Γερμανίας για τους οποίους κατηγορούνται τα συμμαχικά στρατεύματα, οι σφαγές Παλαιστινίων στην Γάζα για τις οποίες κατηγορείται ο ισραηλινός στρατός ή τα εγκλήματα πολέμου για τα οποία κατηγορούνται οι ΗΠΑ στον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας».
Γράφει: Λούκας Περικλέους