Η συζήτηση που προέκυψε με την απόφαση της Βουλής για συμπερίληψη του ενωτικού δημοψηφίσματος του 1950 στις επετείους για τις οποίες, σύμφωνα με τους κανονισμούς που ψηφίστηκαν πριν μερικές μέρες, «γίνεται ανάγνωση μηνυμάτων ή φυλλαδίων και ολιγόλεπτη συζήτηση στην τάξη» έρχεται να προστεθεί σε παρόμοιες συζητήσεις που είχαμε στο παρελθόν για θέματα όπως η συμπερίληψη του κρησφύγετου του Γρίβα στους προτεινόμενους χώρους επισκέψεων των σχολείων, το περιεχόμενο των μηνυμάτων των υπουργών παιδείας για τις διάφορες επετείους κ.α..
Σε όλες τις περιπτώσεις τα επιχειρήματα που ακούγονται από τις αντίπαλες παρατάξεις επικαλούνται την ανάγκη για διδασκαλία της «αλήθειας για το παρελθόν», των «γεγονότων όπως έγιναν», της «πραγματικής Ιστορίας» την οποία πρέπει οι μαθητές και οι μαθήτριες να μάθουν και να θυμούνται.
Η πιο πάνω συζήτηση βασίζεται σε δύο παραδοχές οι οποίες αποτελούν ξεπερασμένες αντιλήψεις στην επιστήμη της Ιστορίας αλλά και την Ιστορική Παιδεία. Η πρώτη είναι η ιδέα της ύπαρξης μιας μοναδικής ορθής αφήγησης για το παρελθόν την οποία η εκπαίδευση θα πρέπει να μεταβιβάσει στους πολίτες του μέλλοντος. Το πρόβλημα με αυτή την παραδοχή είναι ότι, ακόμα και αν δεν λάβουμε υπόψη τις κυρίαρχες αντιλήψεις σήμερα στην επιστήμη της Ιστορίας περί του αντιθέτου και δεχτούμε την ύπαρξη μιας ιστορικής αλήθειας, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να συμφωνήσουμε ποια από τις διαφορετικές εκδοχές του παρελθόντος είναι η «ορθή». Αυτό που επιβάλλεται ως επίσημη «αλήθεια» στη σχολική Ιστορία είναι η κυρίαρχη αφήγηση που επικρατεί σε μια κοινωνία και η οποία καθορίζεται περισσότερο με πολιτικά ιδεολογικά κριτήρια και λιγότερο με επιστημονικά. Το γεγονός ότι ο καθορισμός της σχολικής αφήγησης γίνεται με αυτά τα κριτήρια έχει ως αποτέλεσμα οι συζητήσεις για αλλαγές σε αυτή να καθοδηγούνται από ανάλογα κίνητρα. Έτσι στη συζήτηση σε σχέση με το ενωτικό δημοψήφισμα, τα πολιτικά κόμματα που είτε εξακολουθούν να θεωρούν ως εφικτό στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα είτε θεωρούν την Κυπριακή Δημοκρατία ελληνικό κράτος ισχυρίζονται ότι το συγκεκριμένο γεγονός θα πρέπει με κάποιο τρόπο να εορτάζεται στα σχολεία. Το κόμμα που εγκατέλειψε εδώ και δεκαετίες της ιδέα της Ένωσης και αναγνωρίζει στην τουρκοκυπριακή κοινότητα το δικαίωμα ουσιαστικής συμμετοχής στη διακυβέρνηση του τόπου θεωρεί ότι αυτή είναι ξεπερασμένη και ότι η αναβίωση της μέσω του εορτασμού της επετείου του ενωτικού δημοψηφίσματος είναι επιζήμια. Τέλος, το κυβερνών κόμμα προσπαθώντας να ανταποκριθεί στην ανομοιογένεια αντιλήψεων ανάμεσα στους ψηφοφόρους του κράτησε μια ποντιοπιλατική στάση (επέλεξε να μην πάρει θέση αν και γνώριζε ότι αυτό θα ευνοούσε μια από τις δύο απόψεις).
Η δεύτερη παραδοχή πάνω στην οποία βασίζονται οι συζητήσεις για τους εορτασμούς επετείων είναι ότι αυτοί συμβάλλουν στην καλλιέργεια ιστορικής γνώσης. Αυτή είναι επίσης μια προβληματική ιδέα αφού η προαποφασισμένη απόδοση τιμών και καλλιέργεια θαυμασμού απέναντι σε συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα και η δαιμονοποίηση και απαξίωση άλλων δεν είναι προσεγγίσεις συμβατές με την κριτική μελέτη του παρελθόντος πάνω στην οποία βασίζονται οι σύγχρονες οικοδομιστικές προσεγγίσεις τις διδασκαλίας της Ιστορίας οι οποίες επιδιώκουν την ανάπτυξη ιστορικού γραμματισμού. Τα διάφορα ήδη εορτασμών είτε πρόκειται για μεγαλοπρεπείς παρελάσεις και τελετές είτε για «ανακοινώσεις και ολιγόλεπτες συζητήσεις στην τάξη» δεν συμβάλλουν με κανένα τρόπο στην ανάπτυξη κριτικής ιστορικής σκέψης ούτε και ισχυρής ιστορικής γνώσης. Αντίθετα συμβάλλουν στη διατήρηση μύθων και επιφανειακών ερμηνειών που φυλακίζουν τα παιδιά μας σε αυτό που ο R. G. Collingwood αποκαλεί «ψευδαίσθηση του τετελεσμένου». Την ιδέα ότι η ιστορική γνώση που τους παρουσιάζεται μέσα από την εκπαίδευση είναι τελική, συμφωνημένη και υπεράνω αμφισβήτησης. Αυτή η ιδέα συμβάλλει με τη σειρά της στην ανάπτυξη μιας «πάσχουσας επιστημολογίας» η οποία καθιστά τα άτομα ευάλωτα στη δημαγωγία, την παραπληροφόρηση και ακραίες αντιλήψεις που βασίζονται σε πολλές περιπτώσεις σε περιγραφές και ερμηνείες του παρελθόντος οι οποίες στερούνται τεκμηρίωσης και εγκυρότητας.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω είναι δύσκολο να φανταστούμε κάποιο άλλο λόγο ύπαρξης των εορτασμών επετείων πέραν της κοινωνικής μηχανικής. Πέραν δηλαδή της προσπάθειας για καλλιέργεια πολιτών οι οποίοι/ες θα ασπάζονται συγκεκριμένες κοινωνικές αξίες και αντιλήψεις για τον κόσμο. Στην περίπτωση του δικού μας εκπαιδευτικού συστήματος αυτή συζήτηση συχνά έχει να κάνει με την ταυτότητα που θα πρέπει να καλλιεργεί το εκπαιδευτικό σύστημα. Ανάλογα με το πώς οι ίδιες αυτοπροσδιορίζονται, διάφορες ομάδες απαιτούν από το εκπαιδευτικό σύστημα να καλλιεργεί πολίτες που θα υιοθετούν συγκεκριμένες ταυτότητες. Οι εορτασμοί επετείων που η κάθε ομάδα ευνοεί ή απορρίπτει συνδέονται ουσιαστικά με την προώθηση αυτών των ταυτοτήτων. Ο εορτασμός του ενωτικού δημοψηφίσματος συμβάλλει στην καλλιέργεια μιας ελληνικής εθνικής ταυτότητας ενώ η αντίδραση σε αυτό τον εορτασμό έχει να κάνει, στις περισσότερες περιπτώσεις, με την άποψη ότι σήμερα η εκπαίδευσή μας θα πρέπει να καλλιεργεί μια κυπριακή πολιτειακή ταυτότητα κοινή για Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους.
Εάν δεχτούμε ότι οι εορτασμοί επετείων δικαιολογούνται μόνο στη βάση του αιτήματος για μια εκπαίδευση που καλλιεργεί συγκεκριμένες αξίες και ταυτότητες προκύπτουν τρία σημαντικά ερωτήματα. Το πρώτο έχει να κάνει με το πώς θα επιλέξουμε τις αξίες και ταυτότητες που θα καλλιεργούνται σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υπάρχει ομοφωνία στο ποιες πρέπει να είναι αυτές; Η επιβολή μέσα από νομοθετήματα και κανονισμούς που προκύπτουν από την εκτελεστική ή νομοθετική εξουσία δεν μπορεί να αποτελεί ικανοποιητική απάντηση. Το δεύτερο ερώτημα έχει να κάνει με το πώς μπορούμε να προβλέψουμε και να συμφωνήσουμε τις αξίες και τις ταυτότητες που θα είναι λειτουργικές στο μελλοντικό κόσμο στον οποίο θα κληθούν να ζήσουν τα παιδιά μας; Τέλος, πώς μέσα από εορτασμούς επετείων, που προϋποθέτουν κοινή προκαθορισμένη ερμηνεία συγκεκριμένων γεγονότων στο παρελθόν, μπορούμε να επιτύχουμε το στόχο της καλλιέργειας κριτικά σκεπτόμενων ανθρώπων που αντιλαμβάνονται την πολυπλοκότητα τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος και του μέλλοντος; Εάν δεν μπορούμε να απαντήσουμε αυτά τα ερωτήματα, τότε ίσως οι εορτασμοί επετείων να μην έχουν θέση στα σχολεία. Ίσως επίσης να πρέπει επιτέλους να σταματήσουμε να συζητούμε για το αν θα πρέπει η εκπαίδευσή μας μέσα από τη διδασκαλία της Ιστορίας να κατασκευάζει Έλληνες και Ελληνίδες ή Κύπριους και Κυπρίες. Ίσως να είναι πια καιρός να θέσουμε ως πρωταρχικό στόχο την καλλιέργεια ιστορικά εγγράμματων πολιτών που θα είναι σε θέση να συνεισφέρουν ουσιαστικά και δημιουργικά στην κοινωνία που θα επιλέξουν να ζήσουν ως ενήλικες.
Γράφει: Λούκας Περικλέους