Άκουσα την είδηση στο πρωινό ραδιόφωνο.
Ότι τα βρήκαν οι επιτροπές στη διάνοιξη του οδοφράγματος της Δερύνειας. Και είπα να πάρω τον father τηλέφωνο να μου εξηγήσει. Ποιος δρόμος είναι αυτός που πάει από τη Δερύνεια στην Αμμόχωστο; Γνώριζα ότι περνάει από το πατρικό μου, κι είπα να καταλάβω κι εγώ λίγο τι γίνεται.
Δεν χρειάστηκε να πως κάτι παραπάνω. Και ξαφνικά τον άκουγα από το τηλέφωνο να περπατάει το δρόμο μέτρο προς μέτρο. Που έχει στρίψιμο. Που έχει στροφή. Που είναι η δεξαμένη. Που ο Άγιος Μέμνωνας. Που η εκκλησία. Που είναι το σπίτι. Ξανά. Στα πόσα μέτρα. Που οδηγεί. Που είναι το αλτ. Πως ο δρόμος εφάπτεται του κήπου. Τι κάγκελα έχει το σπίτι. Πως ανεβαίνει κάποιος πάνω. Και που μπαίνεις. Λέξη προς λέξη. Μέτρο προς μέτρο. 41 χρόνια μετά. Στα 71 του. Περπάτησε νοητά το δρόμο μέτρο προς μέτρο. Κι εγώ ρε φίλε δεν θυμάμαι τι έφαγα χθες. 41 χρόνια. Θυμάται και το τελευταίο καντούνι.
Παράνοια
Θέλουν λέει οι άλλοι λύση. Αλλά το ένα τους βρωμάει. Το άλλο τους ξινίζει. Όταν ο Ακκιντζί τα λέει καλά, μας κοροϊδεύει. Όταν τα μασάει και λίγο είναι χειρότερος από τον Έρογλου. Αλλά κι αυτός ο Έρογλου να μην απολογηθεί που δεν εκλέγηκε; Έλεος δηλαδή. Έστω ένα συγγνώμη.
Θέλουν λέει λύση αλλά τους ενοχλούν οι συναντήσεις. Και οι επαφές. Και κάθε νέο οδόφραγμα που ανοίγει. Θέλουν αποχώρηση όλου του κατοχικού στρατού χθες. Αλλά βάζουν τέτοιες θέσεις έτσι ώστε αν υιοθετηθούν ως στρατηγική θα μας μείνει ο στρατός για πάντα. Την ίδια ώρα είναι λέει ο άλλος «κοκκαλάκι» η αποχώρηση του κατοχικού στρατού.
Παράνοια κανονική.
Πίσω από κάθε ΜΟΕ βλέπουν αναγνώριση. Ανησυχούν μπροστά σε κάθε θετική εξέλιξη. Και παρακαλούν να στραβώσει το κλίμα. Μίρλα. Γκρίνια. Ξινίλα. Ο άλλος φωνάζει γιατί πάει να μας κλέψει το ευρώ ο Ακκιντζί! Και βλέπει αναγνώριση γιατί περπάτησε λέει στο κόκκινο χαλί του Chateau Status. Να καταγγείλουμε τον Φωκίωνα στα διεθνή φόρα καλέ μου. Να του κάνουμε κι ένα διάβημα. Κι άκου. Την επόμενη φορά που θα πάει στο Chateau o Ακκιντζί, να τον στείλουμε από τη χωράφα στο πλάι. Μην ενοχλείσαι που μπήκε από την κύρια είσοδο.
Δεν θέλουν εγγυήσεις. Fair enough. Κανείς δεν θέλει. Αλλά με τις θέσεις που βάζουν, θα μείνουμε ως είμαστε. Μισοί, μοιρασμένοι και με τις εγγυήσεις του 60. Τις μονομερείς δηλαδή. Πουλούν αντιστάσεις. Και πατριωτισμούς. Να φύγουν λέει οι έποικοι. Αλλά μπροστά σε κάθε παράθυρο ελπίδας για λύση μέσα από την οποία θα φεύγουν έποικοι, μας λένε ότι έχουμε χρόνο. Έτσι για να αυξάνονται και να πληθύνονται οι έποικοι.
Να πάνε όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους. Δεκτόν. Να πάνε. Μα για να πάνε πρέπει να ζούνε. Για να μας πούνε κι εμάς ποιο δρόμο να πάρουμε. Ποιο καντούνι. Διότι το δρόμο προς τη Δευτέρα, τη Λεμεσό, την Παναγιά, μια χαρά τον ξέρετε εσείς. Είμαστε κι εμείς, που δεν ξέρουμε πώς να πάμε στο πατρικό μας.
Υστερόγραφο
Λίγο μετά με πήρε αυτός. O father. Όταν θα ανοίξει μου λέει, το δρόμο θα τον περπατήσουμε. Δεν χρειαζόμαστε αμάξι. Όλοι μαζί. Δεν είναι μακριά. 300 μέτρα μόνο. Θα τον περπατήσουμε. Σαν τάμα μου ακούστηκε. Και κάπου εκεί άκουσα και την ελπίδα.
Θα τον περπατήσουμε. Υπόσχομαι. Και θα το παλέψουμε. Για να περπατήσουμε το δρόμο μια και καλή.
Γράφει: Λεόντιος Φιλοθέου
Follow: @leontios_