Ο τομέας της Παιδείας, ανέκαθεν, αποτελούσε σημείο αναφοράς και συζήτησης για όλους τους φορείς και τα οργανωμένα σύνολα του τόπου.
Λογικό, αφού όπως είπε και ο Αδαμάντιος Κοραής: «Πολιτεία, η οποία δεν έχει βάση την παιδεία, είναι οικοδομή πάνω στην άμμο». Ένα από τα θέματα τα οποία έχουναπασχολήσει εδώ και δεκαετίες την κοινωνία, είναι ο τρόπος πρόσληψης των εκπαιδευτικών. Εδώ και δύο περίπου χρόνια, γίνονται έντονες προσπάθειες εκ μέρους της υφιστάμενης κυβέρνησης για αλλαγή του συστήματος. Μάλιστα, στο νέο σχέδιο πρόσληψης εκπαιδευτικών, αναφέρεται πως η Παγκόσμια Τράπεζα εντοπίζει πως δεν υπάρχουν κριτήρια που να διασφαλίζουν τον διορισμό των καλύτερων και λαμπρότερων εκπαιδευτικών[1]. Επιπρόσθετα, στην ίδια την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank, 2014[2]), αναγνωρίζεται το μέγεθος των καταλόγων ως αποτρεπτικός παράγοντας προσέκλυσης περισσότερων και καλύτερων φοιτητών στα πανεπιστήμια. Το Νέο Σχέδιο, παρουσιάζεται ως η σωτηρία, το μέσο μέσω του οποίου θα πετύχουμε τον πολυπόθητο στόχο: Να διδάσκουν στα σχολεία μας οι καλύτεροι εκπαιδευτικοί. Με ποιο τρόπο όμως, θα βελτιώσει πραγματικά την ποιότητα των εκπαιδευτικών η προτεινόμενη μεταρρύθμιση;
Το σκεπτικό της κυβέρνησης είναι πως αλλάζοντας τον τρόπο πρόσληψης: α. Θα εισέρχονται στο εκπαιδευτικό σύστημα μόνο οι καλύτεροι και β. Θα αναζωογονηθούν τα πανεπιστήμια και θα βελτιωθεί το επίπεδο των αποφοίτων. Πλανάται πλάνην οικτράν. Οι εξετάσεις σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τον καλύτερο εκπαιδευτικό. Μπορούν να εντοπίσουν τον εκπαιδευτικό που αποστηθίζει καλύτερα αναλυτικά προγράμματα, κανόνες και θεωρίες. Από την άλλη, με την εφαρμογή του συγκεκριμένου τρόπου πρόσληψης εκπαιδευτικών, όντως θα αναζωογονηθούν τα πανεπιστήμια (τα πρώτα χρόνια), αυξάνοντας δραματικά τον αριθμό των εγγεγραμμένων στους καταλόγους. Όμως, μετά από διάφορους υπολογισμούς, με βάση τις αφυπηρετήσεις των επόμενων 15 χρόνων και τον μέσο όρο νέων εγγεγραμμένων στους καταλόγους ανά έτος, το ποσοστό εργοδότησης νέων εκπαιδευτικών ανά ειδικότητα (με βάση τις εξετάσεις και το νέο σύστημα που θα εφαρμοστεί) έχει ως εξής:
Ειδικότητα |
2018 |
2020 |
2022 |
2024 |
2026 |
2028 |
2030 |
Δάσκαλοι |
0,25% |
0,37% |
0,65% |
0,68% |
1,27% |
2,48% |
2,77% |
Νηπιαγωγοί |
0,42% |
0,41% |
0,55% |
0,70% |
0,67% |
0,27% |
0,51% |
Φιλόλογοι |
0,23% |
0,94% |
0,59% |
0,91% |
0,93% |
0,74% |
0,54% |
Οικονομολόγοι |
0,44% |
0,86% |
0,40% |
0,33% |
0,04% |
0,04% |
0,01% |
Βιολόγοι |
0,23% |
0,47% |
0,30% |
0,59% |
0,78% |
0,90% |
0,67% |
Όπως φαίνεται από τον πιο πάνω πίνακα, οι πιθανότητες διορισμού των υποψηφίων, θα είναι απειροελάχιστες στους πλείστους κλάδους, χωρίς καν να λαμβάνουμε υπόψη μας την μαζική κάθοδο Ελλαδιτών. Το ερώτημα που οφείλει να απαντήσει το Υπουργείο Παιδείας είναι: Οι άριστοι μαθητές μας, θα επιλέξουν να σπουδάσουν για τέσσερα χρόνια, να αποκτήσουν μεταπτυχιακό τίτλο σε άλλα δύο χρόνια, να παρακολουθήσουν φροντιστήρια για να μεγιστοποιήσουν τον βαθμό τους στην εξέταση, να εργαστούν για σειρά ετών σε ιδιωτικά σχολεία (αν φανούν τυχεροί και βρουν μια θέση) για απόκτηση προϋπηρεσίας, για να έχουν κάτω από 3% πιθανότητες διορισμού, και αυτό κάθε δύο χρόνια; Πιστεύω η απάντηση είναι εμφανής. Επομένως, η αλλαγή του τρόπου πρόσληψης εκπαιδευτικών, όχι μόνο δε θα βελτιώσει την ποιότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού, αλλά μακροπρόθεσμα θα δημιουργήσει ένα ατέλειωτο τερατούργημα, το οποίο θα περιέχει χιλιάδες μέτριους υποψηφίους, από τους οποίους θα περηφανευόμαστε πως (δήθεν) επιλέγουμε τους καλύτερους!
Ποιες όμως οι επιλογές μας; Τι μπορούμε να κάνουμε; Η προτεραιότητα της κυβέρνησης θα έπρεπε να είναι η σμίκρυνση των καταλόγων, και κατ’ επέκταση μείωση της ανεργίας. Για να μειωθούν οι κατάλογοι, θα πρέπει να γίνει ρύθμιση και έλεγχος από το κράτος, του αριθμού των φοιτητών που γίνονται δεκτοί στα πανεπιστήμια. Όπως αναφέρεται στην έκθεση Ευρυδίκη (2013)[3], σχεδόν όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες έχουν λάβει μέτρα παρακολούθησης της ισορροπίας στην προσφορά και στη ζήτηση εκπαιδευτικών, με στόχο να προεξοφλούν και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες πρόσληψης εκπαιδευτικών. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τους KcKinsey & Company (2007)[4], τα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα του κόσμου (Φινλανδία, Νότιος Κορέα, Σιγκαπούρη κ.ά), επιτυγχάνουν να προσλαμβάνουν τους καλύτερους εκπαιδευτικούς, με τον έλεγχο ή τον περιορισμό των θέσεων που προσφέρονται στα πανεπιστήμια, έτσι ώστε η προσφορά να ανταποκρίνεται στη ζήτηση. Έτσι, παρέχοντας περιορισμένες θέσεις και με αυστηρά κριτήρια, μόνο οι καλύτεροι μαθητές γίνονται δεκτοί στα πανεπιστήμια.
Αυτή τη στιγμή εξελίσσεται ένα οργιώδες παρασκήνιο, για το οποίο έχουν δαπανηθεί εκατοντάδες εργατοώρες και δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Οι εμπλεκόμενοι φορείς καλούνται να αποφασίσουν κατά πόσο θα αποδεχτούν την πρόταση που υπάρχει στο τραπέζι για αλλαγή του τρόπου πρόσληψης των εκπαιδευτικών. Το Υπουργείο Παιδείας οφείλει να προχωρήσει σε εμπεριστατωμένη μελέτη για τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα που θα έχει η προτεινόμενη αλλαγή του τρόπου πρόσληψης εκπαιδευτικών ως προς τον αριθμό και την ποιότητα των εισακτέων στα πανεπιστήμια, την άφιξη κοινοτικών εκπαιδευτικών για εργασία, τις μελλοντικές επιπτώσεις της αλλαγής στην έκταση των νέων καταλόγων που θα δημιουργηθούν και στους δείκτες της ανεργίας. Μόνο τότε θα μπορέσει η κοινωνία να αντιληφθεί τις σκληρές πραγματικότητες του τρόπου πρόσληψης εκπαιδευτικών. Στόχος της αλλαγής πρέπει να είναι η μακροπρόθεσμη βελτίωση του εκπαιδευτικού προσωπικού, η βιωσιμότητα των αλλαγών σε βάθος χρόνου, και όχι απλά αυθόρμητες και ατεκμηρίωτες «καινοτομίες», για την αποκόμιση εντυπώσεων και την εξυπηρέτηση συμφερόντων.
[1]ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (2014). Νέο Σύστημα Διορισμών στην Εκπαίδευση – ΝΣΔE.
[2]World Bank. (2014). Teacher policies in the Republic of Cyprus. WashingtonD.C.: WorldBank.
[3] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, EACEA, Eurydice, 2013. Αριθμοί Κλειδιά για Εκπαιδευτικούς και Διευθυντές
Σχολείων στην Ευρώπη. Έκδοση 2013. Έκθεση Ευρυδίκη. Λουξεμβούργο: Γραφείο Δημοσιεύσεων
της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
[4] McKinsey & Company (2007). How the world’s best-performing school systems come out on top.
Γράφει: Λεωνίδας Χατζηλοΐζου