Η Κύπρος θεωρείται οικονομία υπηρεσιών τα τελευταία χρόνια και συχνά πυκνά ακούμε για την βιομηχανία που δεν έχουμε και για τις διάφορες υπηρεσίες υψηλής ποιότητας που προσφέρουν οι εργαζόμενοι στο νησί μας. Ποια η διαφορά όμως των υπηρεσιών με τα παραδοσιακά εργοστάσια;
Είναι σημαντικό να εξηγηθεί η προέλευση αυτών των λέξεων-χαρακτηριστικών της οικονομίας της Κύπρου, για να καταλάβουμε καλύτερα πως διαμορφώνεται το οικονομικό πεδίο στη χώρα μας. Ο λόγος για τη αποφυγή της συγκεκριμένης λέξης (βιομηχανία) φαίνεται να προέρχεται από την κρίση του φορντικού μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης και χωρίς την ικανότητα να συσσωρεύσει περισσότερο τους εργαζόμενους δημιουργήθηκαν από το πουθενά λέξεις όπως η ευέλικτη εργασία και οι υπηρεσίες, για να τονίσουν την δήθεν ελαφρότητα και την ανθρώπινη πλευρά του ύστερου καπιταλισμού, η αναδιάρθρωση του φορντισμού ήταν επίσης μια απάντηση στην ταξική πάλη της εποχής. Εκείνη την περίοδο φαίνεται να εμφανίζονται διάφοροι στοχαστές και ακαδημαϊκοί να μιλούν για μετά-βιομηχανική κοινωνία, μια κοινωνία η οποία βασίζεται όλο και περισσότερο στην παραγωγή ιδεών παρά υλικών αντικειμένων. Οι δε μηχανές έχουν αντικαταστήσει τους ανθρώπους στην παραγωγή υλικών αντικειμένων, σε μια εποχή όπου οι υπηρεσίες και οι τηλεπικοινωνίες παίζουν περισσότερο ρόλο στην παραγωγή αντί των υλικών αγαθών. Με μια ματιά γύρω μας όμως αυτό μπορεί να αμφισβητηθεί έντονα: αυτοκίνητα, ηλεκτρονικά, ρούχα, παπούτσια και άλλα αντικείμενα καθημερινής χρήσης όχι μόνο δεν έχουν αντικατασταθεί από τις μηχανές αλλά η αγορά εργασίας στα συγκεκριμένα επαγγέλματα έχει ποσοτικά αυξηθεί. Επίσης έχει αυξηθεί και η ανεργία, η οποία τείνει να κρατά τα εισοδήματα χαμηλά για τους εργαζόμενους. Ο τεχνολογικός φετιχισμός λοιπόν περί άυλης η πνευματικής εργασίας φαίνεται πως δεν δικαιώνεται.
Θέλω όμως να θίξω ακόμη ένα θέμα πέραν της υπόστασης των προϊόντων. Οι υπηρεσίες συχνά παρουσιάζονται σαν δουλειές οι οποίες δεν είναι τόσο κοπιαστικές ή εκμεταλλευτικές όσο οι βιομηχανικές, συχνά περιλαμβάνοντας και άλλα ειδή εργασίας εκτός από την εργασία με τα υλικά και πνευματική εργασία.
Ας δούμε ένα παραδείγμα, για το οποίο έγινε σχετική έρευνα:
Σε ένα εξαιρετικό κείμενο το οποίο δυστυχώς δεν μπορώ να παραθέσω αυτούσιο, ο υποψήφιος διδάκτωρ πολιτικών επιστημών στο Παν. Κύπρου Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου, ο οποίος έχει δουλέψει για τις ανάγκες της συγκεκριμένης έρευνας σε συγκεκριμένη βιομηχανία fastfood στην Κύπρο γράφει:
«μέλη της αστικής διανόησης επεσήμαναν ακρίβως το αντίθετο ήδη από το ’70 με πληθώρα επιστημονικών άρθρων π.χ. στο HarvardBusinessReview (αυτήν την κομμουνιστική φυλλάδα). (Ενδεικτικοί τίτλοι: ”The industrialization of service”, ”Production-line approach to service” του T. Levitt).»
«συνδυάζει με επαναστατικό τρόπο στοιχεία φορντισμού με στοιχεία του λεγόμενου ”τογιοτισμού”, ενός μοντέλου οργάνωσης της παραγωγής πρωτοεφαρμοσμένο στην Toyota που υπερβαίνει τον φορντισμό με κύρια στοιχεία: α) την διατήρηση μεν του mass–production αλλά μετατρέποντας το σε mass–customization και β) το JIT (JustInTime), Οι Bowen/Youngdahl όχι μόνο τονίζουν την τρομερή αλλαγή που έφερε η εφαρμογή αυτού του βιομηχανικότατου μοντέλου στο TacoBell ξεπερνώντας σε αποδοτικότητα και παραγωγικότητα τα φορντικά McDonald’s, αλλά προτείνουν ένθερμα τέτοια βιομηχανοποίηση να εφαρμοστεί σε όλες τις υπηρεσίες (τα άλλα δύο παραδείγματα της θέσης τους περί εκβιομηχάνισης είναι μια αεροπορική εταιρεία και ένα νοσοκομείο!)».
Στο «μετα-βιομηχανικό εργοστάσιο»:
”Καρδιά” είναι δύο μίνι γραμμες παραγωγής με τέσσερα διαφορετικά πόστα. Σε περιόδους αιχμής ο εργάτης μπορεί να στέκεται δουλεύοντας μανιωδώς σε ένα σημείο για ώρες χωρίς περιθώριο ανάπαυλας ούτε για να σκουπίσει τον ιδρώτα του. Και αυτό όχι γιατί απαγορεύεται αλλά γιατί λόγω της μεγάλης ταχύτητας παραγωγής η παραμικρή καθυστέρηση ενός δευτερολέπτου (sic) είναι ικανή να βαρυφορτώσει την γραμμή καθυστερώντας τις παραγγελίες. Οι οθόνες πάνω από τα κεφάλια βγάζουν ένα ”averagepreparationtime” για κάθε παραγγελία ο οποίος πρέπει να μένει κατω από το ένα λεπτό! Η διαδικασία είναι πλήρως εξορθολογικοποιημένη σε σημείο που η ποσοτήτα ενός υλικού, π.χ. μαρουλλιού, που ο συναρμολογητής τοποθετεί σε ένα συγκεκριμένο προιον έιναι καθορισμένη κατά γραμμάρια (π.χ. 26γρ). Οι κινήσεις των χεριών στην γραμμή παραγωγής (π.χ. που πρέπει την ταδε στιγμή να πάει το δεξί χέρι για να εξοικονομήσει και το τελευταίο δευτερόλεπτο) είναι και αυτές καθορισμένες: ο τεΰλορισμός δεν πέθανε. Οι κάμερες ελέγχουν και τιμωρούν την κάθε κίνηση (π.χ. αν πάρεις να φας μια πατάτα). Αν ληφθεί υπόψην ότι οι εργάτες δουλέυουν από 7 μέχρι και 14 ώρες την ημέρα τότε γίνεται κάπως αντιληπτό το επίπεδο της εξάντλησης.»*
Μετά από τέτοια στοιχεία είναι αμφίβολο λοιπόν κατά πόσο ο όρος υπηρεσίες δεν συμπεριλαμβάνει και βιομηχανία. Αυτό που φαίνεται να διαφεύγει όμως είναι η βιομηχανοποίηση αυτής της πνευματικής εργασίας, για παράδειγμα το ομογενοποιημένο παράδειγμα καλωσορίσματος σε διάφορες υπεραγορές, η τηλεφωνικά κέντρα κ.ο.κ. Επίσης, οι λέξεις ”ευέλικτη εργασία”, παραπέμποντας σαφώς σε στερεότυπα ατομικιστικής καταναλωτικής κουλτούρας των τελευταίων 40 χρόνων, εστιάζει στην περιπέτεια και την «ελευθερία» του ατόμου να εργάζεται με μη σταθερά ωράρια και μη σταθερές εργασιακές σχέσεις. Το άτομο εγκαλείται να προβαίνει σε κινήσεις οι οποίες θα του αποφέρουν το μέγιστο προσωπικό όφελος και απόλαυση, βλέποντας τον εαυτό του ως επιχειρηματικό υποκείμενο. Σαφώς αυτή ήταν μια συνειδητή κίνηση του κεφαλαίου με το δόγμα Ρηγκαν και Θάτσερ στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αλλά η έκπληξη σημειώνεται στην εγκόλπωση και οικειοποίηση αυτής της λογικής από μέρους της αριστεράς και των νέων επαγγελματιών κυρίως της μεσαίας τάξης, εν ακολουθία της απογοήτευσης που είχε να κάνει με την ήττα της αριστεράς τόσο στην ανεπτυγμένη Δύση στα τέλη της δεκαετίας του 70 αλλά και το ακόμη μεγαλύτερο πλήγμα της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στις πρώην Σοσιαλιστικές χώρες.
Η μεγάλη διαφορά που διαπιστώνεται στον ύστερο ή μεταμοντέρνο καπιταλισμό αν θέλετε, συνήθως στις ανεπτυγμένες και Δυτικές χώρες, είναι η απουσία μεγάλης συγκεντροποίησης εργατών σε συγκεκριμένο μέρος. Φυσικά αυτή η αποσυγκεντρωποίηση είναι μερική· Τα εργοστάσια π.χ της Αμαζον στην Γερμανία, αυτοκινητοβιομηχανίες κτλ, δείχνουν πως αν και υπάρχει βεβαίως μεγάλη μείωση σε σχέση με παλιά αλλά η παντελής απουσία είναι μάλλον ιδεολογία. Αυτό ασφαλώς δεν είναι αλήθεια και σε μια σειρά από αναπτυσσόμενες χώρες όπως στην Κίνα, Τουρκία, Μπανγκλαντές με τα τεράστια εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρονικών, αυτοκινήτων και ρούχων αντίστοιχα· παρόλα αυτά η νέα χώρο-δόμηση είναι χαρακτηριστικό στις ανεπτυγμένες χώρες συμπεριλαμβανομένου και της Κύπρου. Με λίγα λόγια ο καπιταλισμός έχει καταφέρει να σπάσει το παραδοσιακό του χώρο σε πολλά ετερόκλητα στοιχεία συνήθως, και έχει γίνει καλύτερος στην εκμετάλλευση της εργασίας αφού η αντίσταση στις πιέσεις των εργοδοτών για μειώσεις μισθών και δικαιωμάτων, αν υπάρχει, είναι μεμονωμένη και μάλλον ακίνδυνη. Ένα παράδειγμα μπορεί να είναι συγκεκριμένη ξενοδοχειακή εταιρία η οποία έχει στην κατοχή της διάφορα ξενοδοχεία στην ίδια πόλη, πολλές φορές ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους, αλλά οι εργαζόμενοι δεν έχουν την αίσθηση πως εργάζονται για την ίδια μεγάλη επιχείρηση και άρα να οργανωθούν για την αγωνιστική προάσπιση των συμφερόντων τους, αλλά ταυτίζονται περισσότερο με την μεσαία διοίκηση, την οποία και βλέπουν. Είναι περίπτωση, διαιρεί και βασίλευε. Οι διαταγές έρχονται από «πάνω» άρα δεν υπάρχει και τρόπος αντίστασης σε επικείμενη επίθεση του κεφαλαίου στους όρους εργασίας. Η διαφορά αυτής της σχηματικής αλλαγής των χώρων και υποδομών εργασίας, θολώνουν τις προηγούμενες γραμμές μεταξύ εργαζομένων με την μεσαία διοίκηση (δεν είναι τυχαίο που οι middle managers είναι επίσης σε επισφαλής θέση, συχνά αποκομίζοντας πολύ λίγο περισσότερο μισθό από τους υποτίθεται χαμηλότερους υπαλλήλους), με την αστική ιδεολογία να διεισδύει καλύτερα αφοπλίζοντας τους εργαζομένους, έκτος από οργανωτικά και σε ιδεολογικό επίπεδο.
- Τηλεφωνικές υπηρεσίες, καθηγητές/τριες σε φροντιστήρια, υπάλληλοι σε υπεραγορές και πωλητές/τριες, ξενοδοχειακά, οδηγοί λεωφορείων (μεταφορές), υπάλληλοι υπηρεσιών πληροφορικής, υπάλληλοι σε μουσεία, μπάρμαν/μπαργουμαν (χώροι διασκέδασης) και άλλα πολλά επαγγέλματα καταγραμμένα στις υπηρεσίες είναι σαφώς κωδικοποιημένα σαν βιομηχανικά προϊόντα. Κανείς από τα παραπάνω επαγγέλματα δεν έχει την ελευθερία να κάνει ότι θέλει φυσικά, ούτε έχει λόγο στον τρόπο λειτουργίας του επαγγέλματός τους, αφού είναι δομημένα με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζουν όσο το δυνατόν υψηλότερο ποσοστό κέρδους στον εργοδότη. Εν τέλει, η ουσία του θέματος είναι ότι όλα τα παραπάνω επαγγέλματα είναι ανάγκες που έγιναν εμπορευματοποιημένα προιόντα για τους κατέχοντες και όχι δικαιώματα για την κάλυψη των βασικών και άλλων αναγκών της κοινωνίας, κάτι που φαίνεται σιγά σιγά να διαβρώνει και δύο άλλους τομείς, αυτόν της Υγείας και της Παιδείας.
- Το σημαντικό της οικονομίας υπηρεσιών λοιπόν δεν είναι η δόμηση του χώρου ή η υπόσταση της εργασίας (σωματική ή πνευματική) ή του αντικειμένου της (υλικό ή άυλο) αλλά η ιδιότητά τους σαν εμπορεύματα και η υπαγωγή στις αντικειμενικούς νόμους του οικονομικού συστήματος (καπιταλισμού), δηλαδή στη λογική να βγάζουν κέρδος για τον εργοδότη, και υπαγωγή του εργοδότη να δρα σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς, άρα του κέρδους.
Τι κερδίζει ο καπιταλισμός από αυτές τις λέξεις, και αυτούς τους σχηματισμούς? Στην προσπάθειά του για να κρατήσει και να μεγιστοποιήσει τα ποσοστά κερδών για έξοδο από την κρίση την οποία έχει περιέλθει, προβαίνει σε τέτοιες κινήσεις για σοκ και στην συνέχεια φυσικοποίηση του κατακερματισμού του εργατικού κινήματος καθώς και την υιοθέτηση της αστικής καπιταλιστικής ιδεολογίας από τους ίδιους τους εργαζόμενους, στρέφοντας τα πυρά μεταξύ τους αντί της συλλογικής δράσης. Οι όροι εργασίας που επιβάλλονται στις υπηρεσίες, θα πυροδοτούσαν σειρά εξεγέρσεων και αντιπαραθέσεων σε μια παραδοσιακά δομημένη επιχείρηση. Με άλλα λόγια, η δόμηση της βιομηχανίας των υπηρεσιών έχει καταφέρει να εκμεταλλεύεται καλύτερα την εργασία.
Στην Κύπρο πολλές υπηρεσίες έχουν ξένο εργατικό προσωπικό το οποίο είναι ακόμη ποιο ανίσχυρο, αφού τα συμβόλαιά τους πολλές φορές απαγορεύουν τον συνδικαλισμό, η στην περίπτωση των οικιακών εργατριών την «διάδοση πληροφοριών» εναντίων του εργοδότη, ότι και αν σημαίνει αυτό. Η αδυναμία συγκρότησης μιας δύναμης οποία θα υπερασπίζεται τα δικαιώματα των μεταναστών εργαζομένων, έχει στην ουσία οδηγήσει στην μονομερής αποκοπή δικαιωμάτων και στους Κύπριους εργαζόμενους. Η μη αναγνώριση αυτής της βασικής αρχής, ότι δηλαδή όταν ένα κομμάτι του εργατικού δυναμικού στην χώρα δεν έχει δικαιώματα τότε σε περιόδους κρίσεων θα τα χάσει και το υπόλοιπο, έχει οδηγήσει και σε ρατσιστικές νοοτροπίες, μια λογική που ας μην ξεχνάμε δεν έχει προωθηθεί μόνο μέσα από ακροδεξιούς πολιτικούς αλλά και από τα πλείστα ΜΜΕ.
Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι οι υπηρεσίες είναι εξίσου το ίδιο αν όχι πιο βαριές δουλειές όσο οι παραδοσιακές (πχ παραγωγής φαρμάκων), και ότι δεν παίζει ρόλο η υπόσταση του παραγόμενου προϊόντος αλλά οι σχέσεις στα μέσα παραγωγής, δηλαδή ποιος έχει την ιδιοκτησία και διαχείριση της παραγωγής, η εμπορευματοποίηση τους. Οι υπηρεσίες στην ουσία, μοιάζουν συνεχώς όλο και περισσότερο με μεταμοντέρνα εργοστάσια.
*Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου 2013 «Βιομηχανικό προλεταριάτο στην Κύπρο: Η βιομηχανία Fast Food» μπορείτε να το βρείτε ολόκληρο εδώ
Γράφει: Λέανδρος Σαββίδης