Δεν είναι όλοι οι πολιτικοί διεφθαρμένοι, αυτό μπορεί να το αναγνωρίσει οποιοσδήποτε. Ούτε είναι όλοι το ίδιο, τα κόμματα έχουν διαφορετικές αφετηρίες, πολιτικές ιδεολογίες και θέσεις και σίγουρα δεν εκφράζουν όλοι τους πάντες.
Η συνεχής επίκληση στην διαφθορά επικαλύπτει ακριβώς αυτή την πραγματικότητα, ότι δεν είμαστε όλοι στην ίδια κοινωνική τάξη και δεν έχουν όλες οι κοινωνικές τάξεις τον ίδιο σκοπό, εκ των πραγμάτων. Δεν σημαίνει φυσικά ότι δεν υπάρχει διαφθορά, ή ότι δεν πρέπει να τιμωρείται, αλλά σπαταλώντας όλο το χρόνο μας στη διαφθορά, χάνουμε την ουσία.
Όλα ξεκινούν από μια αναγνώριση ενός υπαρκτού σοβαρότατου προβλήματος που ταλανίζει την κοινωνία μας. Έχουμε επενδύσει στη σκέψη ότι οι θεσμοί μας αλλάζουν με την παρουσία συγκεκριμένων ανθρώπων σε συγκεκριμένα πόστα και καρέκλες, αλλά ουδέποτε έχουμε σαν Κυπριακή πολιτική κοινότητα εξασφαλίσει μια κριτική γωνιά για το αν τελικά το πρόβλημα είναι η καρέκλα καθεαυτή {δηλαδή ο θεσμός}, η σημασία και ο ρόλος της, με αποτέλεσμα η διαφθορά να έρχεται σαν φυσικό επακόλουθο παρά το αντίθετο. Όταν για παράδειγμα χτίζουμε μια ολόκληρη κοινωνία πάνω στην αξία της ατομικής ιδιοκτησίας, δεν γίνεται να μην περιμένουμε ότι τα ιδιωτικά συμφέροντα θα καθίστανται πάνω από τις συλλογικές ανάγκες της κοινωνίας: Αποτέλεσμα, ναι κάποιοι θα κλέψουν αφού το σύστημα το επιτρέπει και πολλές φορές το ενθαρρύνει όταν το κόστος είναι λιγότερο από το όφελος.
Κάθε φορά που το πολιτικό σκηνικό είναι σε τρικυμία όλοι θυμούνται την διαφθορά με ευκολία, κανένας τα θεμέλια των θεσμικών πλαισίων. Η διαφθορά δεν θέλει και πολύ σκέψη, η λογική της εκφράζεται πολύ απλοϊκά: αλλάζουμε δυο, τρία ή και δέκα άτομα και μετά θα δούμε αποτελέσματα. Είμαι σίγουρος ότι αυτά που γράφονται σήμερα για τη διαφθορά γράφτηκαν και πριν εκατό χρόνια, αλλά και πάλι δώσαμε σημασία στα πρόσωπα αντί στην ουσία. Για αυτό το λόγο διαφαίνεται μια σχιζοφρενική συμπεριφορά της πολιτικής κοινότητας της Κύπρου*:
Δεν θέλει την πολιτική διότι απογοητεύτηκε, άρα επικροτεί την μη ανάμειξη στα πολιτικά δρώμενα, και παράλληλα δεν θέλει να υπακούει στους θεσμούς με πρόσχημα ότι δεν λαμβάνεται υπόψη. Δεν γουστάρουν την πολιτική, αλλά θέλουν να ζουν σε μια δημοκρατία, με ασφάλεια.
Ζητάει αντιθέτως μια “καλή ηγεσία που θα εισακούσει τα προβλήματα του λαού”. Δεν είναι τυχαίο που οι καμπάνιες των υποψηφίων προέδρων πέρυσι είχαν ως επί το πλείστον μια επίκληση στην αυθεντία, στον σωτήρα, αυτόν που θα καθίσει στην καρέκλα και θα μπορέσει να λύσει όλα μας τα προβλήματα. Δεν είναι τυχαίο επίσης, ότι η ανάγνωση της ιστορίας για την μεγάλη πλειοψηφία της κυπριακής κοινωνίας, δεν μπορεί να απελευθερωθεί από την προσωπολατρία και την ηθικολογία. Υπάρχει μεγάλη αδυναμία, η ιστορία και η πολιτική-κοινωνική κατάσταση να αναγνωσθεί με μαζικούς όρους, με βάση τους ταξικούς ανταγωνισμούς που επικρατούν στην κοινωνία και το πως αναπτύσσονται {δεν νομίζω να υπάρχει σώφρων άνθρωπος που να αμφισβητεί ότι υπάρχουν διαφορετικές τάξεις στην κοινωνία που ζούμε.}
Έχω την εντύπωση ότι η σχιζοφρένεια του κυπριακού κοινωνικού υποκειμένου, έγκειται στο γεγονός ότι βλέπει ότι οι πολιτικές της Ε.Ε και της κυβέρνησης σαν απλά λάθος ή σωστές επιλογές. Πολλοί στο πίσω του μυαλού τους τρέφουν μια μεσσιανική πίστη πως στο τέλος όλα θα πάνε καλά. Όλοι φωνάζουνε ότι δεν πρέπει να επανεξετάσουμε το πλαίσιο, αλλά ότι έγιναν κακές επιλογές. Διαφθορά, ντε. Και όταν αλλάξουμε τα πρόσωπα και η πολιτική μείνει η ίδια απλά θα απογοητευτούμε ξανά, όπως και κάθε φορά.
Ένας λαός σε άγνοια και χωρίς θέληση να συμμετέχει ενεργά (και όχι με μια ψήφο όποτε του φωνάξουν), στην αλλαγή της κατάστασης της οποίας βρίσκεται, μπορεί πολύ εύκολα να χειραγωγηθεί. Πολλές φορές δείχνει πως γουστάρει να εξαπατάται, ψάχνει τρόπους υποταγής, επειδή έτσι έμαθε. Και σαν φυσικό επακόλουθο, μπορεί να κατηγορεί ελεύθερα άλλους έχοντας ο ίδιος λυτρωθεί από την ευθύνη που τον βαραίνει για συμμετοχή στους μαζικούς αγώνες για μια καλύτερη κοινωνία.
Τι σημαίνει να δίνουμε βάρος στη διαφθορά; Σημαίνει θεωρούμε ότι η ιστορία γράφεται από τους λίγους και όχι τους πολλούς, από ατομικά καπρίτσια της κυρίαρχης τάξης και όχι από τους λαούς. Σημαίνει πως δεν γνωρίζουμε πως λειτουργούν βασικοί θεσμοί της κοινωνίας μας, όπως οι οργανωμένα πολιτικά σύνολα, κοινώς τα κόμματα. Σημαίνει πως κάνουμε αυτό που λέμε ότι προσπαθούμε να αποφύγουμε, ασχολούμαστε με το σύμπτωμα και όχι τα αίτια.
Δεν είναι αυτή η εμμονή ανάγνωσης της ιστορίας και της πραγματικότητας μέσα από το πρίσμα της προσωπολατρίας αντί της συνειδητής μαζικής πολιτικής, της ηθικολογίας και της προκατάληψης που ωθεί ένα πολύ μεγάλο μέρος της κυπριακής κοινωνίας να “αγανακτεί” με τα πρόσωπα; Ακριβώς διότι δεν έχει συνείδηση της αντικειμενικής κίνησης της πολιτικής με βάση την υλική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια ίσως είναι καιρός να σκεφτούμε ότι η διαφθορά και τα πρόσωπα δεν είναι το πρόβλημα αλλά να δούμε βαθύτερα την πολιτική εξέλιξη με βάση το τι προκρίνει το κοινωνικό-οικονομικό σύστημα στο οποίο βασίζουμε την οργάνωση της κοινωνίας μας;
ΥΓ: Άκουσα πριν καμιά βδομάδα γνωστό δημοσιογράφο σε γνωστό κανάλι να λέει για πολλοστή φορά, ότι οι νόμοι δεν εφαρμόζονται για τους δυνατούς αλλά μόνο για τους αδύνατους. Διερωτήθηκα, καλά αφού έκανε τέτοια διαπίστωση, αυτό σημαίνει ότι το νομικό και θεσμικό πλαίσιο είναι ταξικό: τότε γιατί μιλάει συνεχώς για διαφθορά, αφού σε ένα τέτοιο περιεχόμενο αυτή η συμπεριφορά είναι η συνηθισμένη;
*Κυπριακή πολιτική κοινότητα σε αυτή τη περίπτωση εννοείται με την πλατιά έννοια, όσοι ζουν και μετέχουν στις συλλογικές αποφάσεις.
Γράφει: Λέανδρος Σαββίδης