Το κείμενο που ακολουθεί γράφεται ενόψει της εκδήλωσης, ήδη, του πρώτου κύματος ανησυχιών για τους «κινδύνους» που θεωρείται ότι ελλοχεύει, για την ελληνοκυπριακή κοινότητα, μια ενδεχόμενη πρωτοβουλία, για την Αμμόχωστο, ως μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Θυμάμαι, μάλλον αμυδρά, τις πρώτες συζητήσεις γύρω από το θέμα της Αμμοχώστου, στη γειτονιά του προσφυγικού συνοικισμού της Ανθούπολης, στη Λευκωσία, όπου μεγάλωσα. Πρέπει να ήταν στις αρχές του ’80.
Η πλειοψηφία των γειτόνων μου – και του συνοικισμού ολόκληρου – ήταν πρόσφυγες από τις περιοχές Κερύνειας, Μόρφου και Λευκωσίας και κομματικά ήταν μοιρασμένοι ανάμεσα στο ΑΚΕΛ και στο ΔΗ.ΚΟ. Άνθρωποι του μεροκάματου που έχασαν σχεδόν τα πάντα στον πόλεμο. Έχω την εντύπωση – μπορεί να κάνω και λάθος – ότι, ενώ δεν ήταν καθόλου αισιόδοξοι ότι σύντομα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους, όλοι και όλες, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, περίμεναν να γίνει ένα θαύμα που θα ανέτρεπε τα δεδομένα που επέβαλε η τουρκική εισβολή. Είναι για τούτο, νομίζω, που αντιμετώπιζαν τότε με ειλικρινή ανησυχία το ενδεχόμενο επιστροφής της Αμμοχώστου χωρίς μια συνολική λύση του Κυπριακού. Η κυρίαρχη άποψη γύρω από το θέμα στη γειτονιά ήταν λοιπόν “ή ούλλοι ή κανένας” . Πού και πού ακουγόταν και καμιά διαφορετική άποψη – “εν στα σπίθκια τους που να πάσιν σιόρ, εν τζαι εν έσσω μας!” – που όμως, σχεδόν αμέσως, υποχρεωνόταν να σιγήσει κάτω από την πίεση των πολλών.
Τριάντα χρόνια μετά τις συζητήσεις αυτές, η παλιά μου γειτονιά είναι μισοάδεια. Οι νεότεροι έφτιαξαν τη ζωή τους έξω από τον προσφυγικό συνοικισμό ενώ οι μεγαλύτεροι, τριάντα εννιά χρόνια από τα τραγικά γεγονότα που τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, ο ένας μετά τον άλλο άρχισαν να φεύγουν για το μεγάλο ταξίδι χωρίς επιστροφή. Από τους εναπομείναντες σχεδόν κανένας δε συζητά τη νέα (;) πρόταση για την Αμμόχωστο. Έχουν χάσει κάθε διάθεση για τέτοιου είδους συζητήσεις. Εδώ και καιρό σταμάτησαν να περιμένουν το θαύμα που θα τους στείλει πίσω στα σπίτια τους.
Για πολλά χρόνια, η ισχύς της άποψης “ή ούλλοι ή κανένας” παρέμενε ακλόνητη στην ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη. Ταμπουρωμένοι πίσω από αυτή, οι αψεγάδιαστοι πατριώτες πολιτικοί, πολέμησαν με απαράμιλλο σθένος – αυτό οφείλουμε να τους το πιστώσουμε – κάθε προσπάθεια με στόχο τη ρήξη του αδιεξόδου στο οποίο βρισκόταν η διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Ενδεχομένως, πριν τριάντα χρόνια να υπήρχαν πολλοί Ελληνοκύπριοι που να πίστευαν (;) ότι η επιστροφή “όλων των προσφύγων στις πατρογονικές τους εστίες” ήταν στόχος εφικτός και συνεπώς το “ή ούλλοι ή κανένας” να αποτύπωνε μια ειλικρινή και γνήσια πατριωτική τοποθέτηση. Είμαι σίγουρος ότι αυτό δεν ισχύει σήμερα. Η σταθερή πρόταξη (άλλοτε ρητά και άμεσα και άλλοτε άρρητα ή έμμεσα) του “ή ούλλοι ή κανένας” από ένα σημαντικό κομμάτι της πολιτικής ηγεσίας – το οποίο ενίοτε επιτυγχάνει να έχει βαρύνουσα άποψη σε ότι αφορά τη διαχείριση του Κυπριακού – δεν χρησιμοποιείται παρά μόνο προσχηματικά.
Πίσω από το “ή ούλλοι ή κανένας” σήμερα κρύβεται η απόρριψη οποιασδήποτε συνεννόησης με την τουρκοκυπριακή κοινότητα και η άρνηση να γίνει αποδεχτό ότι η επανένωση της χώρας μας θα θεμελιωθεί στα πλαίσια μιας ισότιμης σχέσης συνεργασίας ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Με άλλα λόγια το “ή ούλλοι ή κανένας” σήμερα, είναι ένας άλλος τρόπος να πούμε το “τζείνοι ποτζεί τζαι μεις ποδά” [εκείνοι από ‘κει, εμείς από ‘δω].
Γράφει: Κυριάκος Παχουλίδης