Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων κατοχυρώθηκε στην Ελλάδα συνταγματικά από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1911 ακριβώς για να κτυπήσει την εξάρτηση του υπαλλήλου από την κομματοκρατία.
Παλαιότερα, οι κρατικοί υπάλληλοι έχαναν τη δουλειά τους με την αλλαγή της κυβέρνησης κι αυτό τούς δημιουργούσε ΜΟΝΙΜΟ ΑΓΧΟΣ να φροντίζουν για την επανεκλογή των αξιωματούχων και του κόμματος που τους αποκατέστησε επαγγελματικά.
Έτσι, οι ψηφοφόροι ψήφιζαν αυτόν που τούς έδινε δουλειά κι όχι γιατί συμφωνούσαν με τα πιστεύω του. Ακόμα κι αν ένας μπαμπάς στο σπίτι κλείνει το μάτι στο παιδί του και το συμβουλεύει να σκέφτεται πάντα με το τι συμφέρει την τσέπη του, εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς ότι αυτό δεν προάγει τον πολιτικό πολιτισμό και στο βάθος χρόνου δεν βοηθά κανέναν από εμάς αυτή η έγνοια για το εγώ μας. Αν κτυπηθεί το πορτοφόλι του γείτονα, η ζημιά του αλυσιδωτά θα έρθει να μας βρει κι εμάς.
Συνεπώς, αντιλαμβανόμαστε όλοι πως το επιχείρημα με τη μορφή ερωτήματος “γιατί -ντε και καλά- οι δημόσιοι υπάλληλοι ( με επίκεντρο σήμερα τους εκπαιδευτικούς) να έχουν το προνόμιο της μονιμότητας;” έναντι της συνεχούς ανασφάλειας όσων δουλεύουν στον ιδιωτικό τομέα, βλέπουμε πως έχει απάντηση και λογική εξήγηση.
Από την άλλη, ο δημόσιος τομέας δεν πρέπει να λειτουργεί όπως τον καλό μύλο που όλα τα αλέθει. Οπόταν Ναι στη συνεχή αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων. Όχι όμως στην υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας των.
Το ζητούμενο είναι να διεκδικήσουμε όλοι με εργατική αλληλεγγύη την προστασία των συνθηκών εργασίας και μισθοδοσίας των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα και ΟΧΙ να αποδυναμώσουμε τον δημόσιο υπάλληλο!
Προς τα πάνω να πηγαίνουμε όλοι και όχι προς τα κάτω.