Καθώς τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι συζητήσεις για τη μετανάστευση, παρατηρείται το εξής παράδοξο το οποίο δεν αναλύεται επαρκώς: ενώ η ΕΕ αλλά και πολλές χώρες θέτουν ολοένα και αυστηρότερα μέτρα για τη νόμιμη είσοδο των μεταναστών εργαζομένων, παραδόξως φαίνονται παράλληλα να ανέχονται την παρουσία μεγάλου αριθμού παράτυπων μεταναστών, ειδικά αυτούς που εργάζονται σε χαμηλά αμειβόμενους τομείς.
Η απόκλιση μεταξύ των δηλώσεων και των πράξεων αντανακλά μια σημαντική αντίφαση: από τη μιά προσπάθεια ελέγχου των μεταναστών, από την άλλη πλευρά πλήρης αποδοχή της κάλυψης αδήλωτης εργασίας.
Πλήρης αποδοχή γιατί αν ο στόχος ήταν πραγματικά η συγκράτηση των μεταναστευτικών ροών, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πως η αποτελεσματικότερη μέθοδος θα ήταν η αντιμετώπιση της ζήτησης για φτηνή και αδήλωτη εργασία. Και μάλιστα με τρόπο απλό για το κράτος: που συνίσταται στον σεβασμό των εργασιακών δικαιωμάτων.
Πολλαπλασιάζεται η αρνητική στάση ως προς τους μετανάστες, κατηγορούνται για “κλοπή” δουλειών, χωρίς κανένας να αμφισβητεί το γεγονός ότι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους λανθασμένων πολιτικών, εκείνων των πολιτικών που συντηρούν την ικανοποίηση της ζήτησης για την εργασία των μεταναστών, την φτηνή εργασία. Γιατί οι ευρωπαϊκές πολιτικές είχαν τελικά ως κύριο αποτέλεσμα να δημιουργηθεί και να συντηρείται ένας χώρος χωρίς δικαιώματα για τους μετανάστες αλλά και με λιγότερα δικαιώματα για τους ντόπιους. Και η αλήθεια είναι πως παρά τα μέτρα περιορισμού της μετανάστευσης, οι πραγματικές ροές κάλυψαν τη ζήτηση για φτηνή εργασία σε πολλούς τομείς. Μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δεν έχουν τη δυνατότητα της μετεγκατάστασης επιχειρήσεων στο εξωτερικό και ανταποκρίνονται με μείωση του κόστους παραγωγής και εργατικού δυναμικού.
Όμως η κάλυψη αυτή, που προφανώς καταδεικνύει την προτίμηση εργοδοτών σε φτηνό εργατικό δυναμικό, δεν επιβεβαιώνει τον ανταγωνισμό με τους ντόπιους, όπως πολλοί θέλουν να προβάλλουν, αλλά την έλλειψη επιθεώρησης της εργασίας προς σεβασμό εργασιακών δικαιωμάτων. Ποικίλες και συστηματικές παραβάσεις για τα ωράρια, τις αμοιβές, τις πληρωμές υπερωριών, το σεβασμό συλλογικών συμβάσεων, την τήρηση των κανόνων για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων και άλλα. Τα συνδικάτα αναγνωρίζοντας αυτές τις συνθήκες δε ζητάνε απέλαση των μεταναστών, αλλά δηλώνουν επίμονα πως βασική αρχή αποτελεί η ίση μεταχείριση και η ισότιμη απόλαυση των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των αλλοδαπών εργατών, ανεξάρτητα από το αν είναι ανεπίσημοι μετανάστες, πρόσφυγες, “νόμιμοι” κλπ.
Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, (ή International Labour Organization – ο αρμόδιος για τα εργασιακά οργανισμός του ΟΗΕ), έχει εντοπίσει το εν λόγω φαινόμενο ως ριζικό πρόβλημα και επισημαίνει πως η εισαγωγή παράτυπων μεταναστών στα ανειδίκευτα επαγγέλματα, ανταποκρίνεται σε μια διαρθρωτική ανάγκη καθώς οι εργοδότες ζητούν εργάτες που δεν θα ασκήσουν πιέσεις στους μισθούς. Αναφέρει λόγου χάρη σε έκθεση παραδείγματα από τις ΗΠΑ όπου, μη συμπτωματικά, σε περιόδους όπου απειλείται η οικονομία με πληθωρισμό από αυξήσεις μισθών, αναστέλλονται και οι απελάσεις καθώς και οι επιχειρήσεις κατά μεταναστών.
Περαιτέρω, υπάρχει και λανθασμένος προσανατολισμός για ανάλυση του ζητήματος. Ενώ η μετανάστευση εργατικού δυναμικού είναι θέμα που άπτεται με την εργασία, την τελευταία εικοσαετία χαράζεται η πολιτική καθαρά από σκοπιά δημόσιας τάξης και διοίκησης, το οποίο έχει αρνητικές επιπτώσεις. Διότι ποινικοποιεί σταδιακά την μετανάστευση και στερεί αρμόδιους ειδικούς και συνδικάτα από τη χάραξη των πολιτικών αυτών. Είναι λοιπόν κρίσιμη η σωστή οπτική του ζητήματος και η συνομιλία και η διαβούλευση με αρμόδιους φορείς σε πρώιμα στάδια θεσμοθέτησης.
Και η συνδικαλιστική υπεράσπιση των μεταναστών εργαζομένων είναι απαραίτητη φυσικά, γιατί ο αποκλεισμός τους διευκολύνει τις καταστάσεις στις οποίες θα βρεθούν θύματα εκμετάλλευσης, θα αποσταθεροποιήσει γενικά το εργατικό δυναμικό αλλά και γιατί με μεμονωμένη διεκδίκηση δικαιωμάτων απειλούνται πολλές φορές με απέλαση. Και γιατί επίσης, η προσποίηση πως οι παράτυποι μετανάστες δεν υπάρχουν, σημαίνει ότι οι χαρασσόμενες πολιτικές είναι άστοχες αφού δεν λαμβάνουν υπόψη ένα σημαντικό και πραγματικό ποσοστό του εργατικού δυναμικού.
Γράφει: Κυριάκος Τριανταφυλλίδης