Εν μέσω τόσο έντονων καταστάσεων είναι πολλές φορές δύσκολο να κατανοήσει και να αξιολογήσει κανείς σωστά τόσο σημαντικά γεγονότα όπως αυτά που συντελούνται τις τελευταίες μέρες στην Τουρκία.
Οι δράσεις και οι διαμαρτυρίες που ξεκίνησαν με αφορμή την ανάπλαση ενός πάρκου εξαπλώθηκαν σε κάτι πολύ μεγαλύτερο και πολύ βαθύτερο του οποίου η πορεία και ο αντίκτυπος μένει να διαφανεί. Οι διαδηλώσεις εξαπλώθηκαν σε δεκάδες πόλεις συγκεντρώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες άτομα παρά τη βάναυση αστυνομική καταστολή που δέχτηκαν σαν απάντηση. Χιλιάδες έχουν τραυματιστεί και κάποιοι έχασαν και τη ζωή τους. Και ενώ ο κυβερνήτης της Κωνσταντινούπολης, Χουσεΐν Αβνί Μουτλού δήλωνε πως θα άφηναν πλέον τους διαδηλωτές στο Πάρκο Γκεζί και την Ταξίμ την ίδια μέρα η Ταξίμ μετετράπη σε πεδίο μάχης με την επιχείρηση για εκκένωση που ακολούθησε μετά τις δηλώσεις του Ερντογάν περί μη ανοχής περαιτέρω “παράνομων” διαδηλώσεων. Και παρά την ταχύτατη μετάδοση ειδήσεων και εικόνων δεν είναι εύκολο να απαντηθεί ούτε το γιατί αλλά ούτε και το μετά.
Το πρώτο γιατί, ήταν η ανάπλαση του πάρκου που αποτελεί μία εν δυνάμει καταστροφή ή αλλοίωση δημοσίου χώρου και κινητοποίησε κόσμο που δεν ήθελε μόνο να τη σταματήσει αλλά ήθελε και να δηλώσει τη δυσαρέσκειά του με την πλήρη απουσία διαβούλευσης. Το αυθόρμητο κίνημα μεγάλωσε λοιπόν και η δυσαρέσκεια που βρήκε το σύμβολό της ή την αφορμή της σε ένα πάρκο πήρε σάρκα και οστά για να στραφεί προς ένα γενικότερο σύστημα προϊόν του οποίου είναι ακριβώς η απουσία διαβούλευσης και χαρακτηριστικό η νίκη εκλογών ώστε να αφεθούν μετά οι εκλεγμένοι να προχωρούν χωρίς να λογοδοτούν. Πόσο μάλλον σε μία χώρα όπου ακόμα και το εκλογικό σύστημα είναι τόσο περιοριστικό απαιτώντας ελάχιστο όριο 10% ώστε να αποκτήσει ένα κόμμα κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Πόσο μάλλον σε μία χώρα όπου ο κρατικός μηχανισμός συναντά και συμπορεύεται με επιχειρηματικά και υψηλά οικονομικά συμφέροντα που κατέχουν το μεγαλύτερο κομμάτι των μέσων ενημέρωσης και εμμέσως το εκλογικό σώμα.
Καταλογίζεται ακόμα στην κυβέρνηση πως γίνεται όλο και πιο αυταρχική προσπαθώντας να επιβάλει σ’ ένα κοσμικό κράτος θρησκευτικές αρχές, για παράδειγμα με περιορισμούς στην πώληση του αλκοόλ και στη διαθεσιμότητα του αντισυλληπτικού χαπιού μεταξύ άλλων. Εν ολίγοις μία ατζέντα που δημιουργεί ρήξεις και επιφέρει συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ομάδες της Τουρκίας. Της καταλογίζεται επίσης της κυβέρνησης παρεμβατισμός ως προς την κατάσταση στη Συρία.
Και όλα αυτά τα στοιχεία που αποτελούν κομμάτια της εικόνας και δημιουργούν εκρηκτικό συνδυασμό, συνοδεύονται από ένα γενικότερο περιτύλιγμα, εκείνο του εκσυγχρονισμού ά λα καρτ: διότι την “ανάπτυξη” της χώρας, τις ταχείες νεοφιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις δεν συνόδευσαν οι πολιτικές αλλαγές και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, δεν ακολούθησε η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου για τον ευρύ πληθυσμό με αποτέλεσμα ένα επιφανειακά μοντερνοποιημένο σκηνικό να συμπορεύεται με μια πολιτική ηγεσία που αποκαλεί τους δημοσιογράφους και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης “απειλή”, που ασκεί συστηματικά βία κατά διαδηλωτών και που αγνοεί χιλιάδες διαδηλωτές χωρίς να διαβουλευτεί μαζί τους.
Δεν μπορεί λοιπόν μια κοινωνία, η μέρος της κοινωνίας, να πλουτίζει αλλά ηθικά και κοινωνικά η κοινωνία να παραμένει στάσιμη ή και να χειροτερεύει. Ο εκσυγχρονισμός ά λα καρτ, που δυστυχώς λαμβάνει χώρα σε πολλά μέρη, δεν είναι βιώσιμος γιατί το εποικοδόμημα ορίζεται από τα θεμέλιά.
Γράφει: Κυριάκος Τριανταφυλλίδης