Στην Ολομέλεια του Μαρτίου της Ευρωβουλής συζητήθηκε και υιοθετήθηκε ψήφισμα σχετικά με την ενίσχυση του αγώνα κατά του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και των εγκλημάτων μίσους.
Τα ψηφίσματα αυτά δεν έχουν κάποια δεσμευτική ισχύ αλλά εκφράζουν την θέση της Ευρωβουλής για συγκεκριμένα θέματα, πράγμα που δεν είναι αυτό καθεαυτό αρνητικό καθώς η αλήθεια είναι πως νόμοι υπάρχουν ήδη.
Παρά την ύπαρξη σχετικών νόμων λοιπόν, ο ρατσισμός όχι μόνο είναι σε έξαρση, αλλά ακόμη και νεοναζιστικές και ακροδεξιές ρητορικές έχουν απήχηση σε πολύ κόσμο. Και παρά τις ελλιπείς στατιστικές, φαίνεται πως η βία και τα εγκλήματα επί τη βάσει ρατσισμού, ξενοφοβίας, κατά των Ρομά αλλά και οι διακρίσεις λόγω φύλου, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού κλπ, αποτελούν για πολλούς συνανθρώπους μας καθημερινότητα και κάθε άλλο παρά σποραδικά φαινόμενα αποτελούν στην Ευρώπη του σήμερα.
Οι στατιστικές είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές για δύο λόγους. Πρώτον γιατί καταδεικνύουν σημαντικό αριθμό διακρίσεων και επιθέσεων: σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA), από 16% μέχρι 32% των Ρομά δήλωσαν θύματα επίθεσης, απειλής ή παρενόχλησης, ομοίως για ένα από 19% έως 32% των προσώπων Αφρικανικής καταγωγής κι επίσης ένα τέταρτο των ερωτηθέντων ΛΟΑΤ (Λεσβιακά, Ομοφυλόφιλα, Αμφισεξουαλικά και Τρανσεξουαλικά άτομα) έχουν πέσει θύματα βίας. Ο δεύτερος λόγος είναι γιατί γνωρίζουμε πλέον από πολλές έρευνες πως πολύ συχνά τα θύματα και οι μάρτυρες σχετικών ενεργειών και εγκλημάτων δεν τα καταγγέλλουν πουθενά. Ο ίδιος οργανισμός έχει αναφέρει ότι ένα στα τέσσερα άτομα που ανήκουν σε μειονότητα έχει πέσει θύμα εγκλήματος μίσους, με ωστόσο έως και το 90% αυτών των κρουσμάτων να μην καταγγέλλονται στην αστυνομία.
Με αποτέλεσμα τα εγκλήματα αυτά μαζί με τα θύματά τους να μένουν στην αφάνεια και να υπερτερεί η ατιμωρησία και η επανάληψη της πράξης σπρώχνοντας όλο και περισσότερο τα όρια της κοινωνικής ανοχής. Με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να αντιμετωπίζουν μίσος τόσο στις ιδιωτικές όσο και στις δημόσιες σχέσεις τους, όταν αναζητούν δουλειά, στέγη, πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες, πρόσβαση στη δικαιοσύνη, όταν περπατάνε στο δρόμο και το κράτος να μην είναι σε θέση να τα προστατεύσει.
Οι διακρίσεις αυτές και η βία λόγω προκατάληψης, αν και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν νέα φαινόμενα, έχουν σίγουρα οξυνθεί με την οικονομική και κοινωνική κρίση που περνάμε και έχουν σίγουρα ωφελήσει έμμεσα και πολλούς. Έχει γίνει δίκοπο μαχαίρι γιατί παράλληλα γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης προς δημιουργία ενός ευρύτερου κλίματος μίσους, φόβου και απειλής. Κινήματα της ακροδεξιάς αλλά και όχι μόνο, προωθούν ρητορικές που διαδίδουν το μίσος και καλλιεργούν τη μισαλλοδοξία μέσα από ενέργειες και δηλώσεις. Μέσα στην συγκεχυμένη πραγματικότητα και στις ανακατατάξεις, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για μια διαστρεβλωμένη πραγματικότητα, όπου το διαφορετικό είναι χειρότερο, όπου η ισότητα είναι μόνο για κάποιους και η αλληλεγγύη παντελώς απούσα.
Αλλά αυτές οι ιδέες είναι αναχρονιστικές και δεν έχουν θέση στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες που θέλουμε να δημιουργήσουμε και που αναπόφευκτα θα χρειαστεί να χτίσουμε εφόσον είναι πια μέρος της ζωής μας. Η ατιμωρησία είναι σαφώς πληγή για τα θύματα και δίνει πράσινο φως για περισσότερο μίσος και βία, αλλά και η κατασταλτική απόκριση δεν είναι η απόλυτη λύση. Η λύση βρίσκεται στον αντίποδα όσων τρέφουν την ξενοφοβία και τα εγκλήματα μίσους: στην εκπαίδευση, στην καλλιέργεια ανοχής, σεβασμού και ισότητας. Βρίσκεται επίσης στην αναζήτηση των πραγματικών αιτιών των κοινωνικών προβλημάτων, στην έλλειψη αδράνειας που επιδεικνύουμε πολλές φορές μπροστά στην αδικία και στη συνειδητοποίηση πως ο φόβος του διαφορετικού είναι πλαστός γιατί πολύ απλώς συμφέρει να διατηρείται.
Γράφει: Κυριάκος Τριανταφυλλίδης