Το ζήτημα της λήψης αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι απλώς ένα ζήτημα ακαδημαϊκής ή θεωρητικής σημασίας.
Η συντριπτική πλειοψηφία των αποφάσεων που λαμβάνονται στο επίπεδο της ΕΕ επηρεάζει βαθιά την καθημερινή μας ζωή. Είναι ευρωπαϊκή νομοθεσία που ορίζει το μέγεθος των φρούτων και των λαχανικών που ψωνίζουμε στο σούπερ μάρκετ μας, που καθορίζει τα τέλη περιαγωγής των κινητών τηλεφώνων μας και άλλων “έξυπνων συσκευών” όταν είμαστε στο εξωτερικό καθώς και τους κανόνες που διέπουν το τί μπορούμε να έχουμε μαζί μας μέσα στο αεροπλάνο όταν ταξιδεύουμε, κτλ. Είναι, επομένως, σημαντικό αυτές οι αποφάσεις να λαμβάνονται νόμιμα, με διαφανή τρόπο, δίνοντας φωνή στους πολίτες οι οποίοι, ας μην το ξεχνάμε, είναι τα κύρια υποκείμενα της πολιτικής και των πολιτικών αποφάσεων.
Ωστόσο, από την αρχή της οικονομικής κρίσης, έχει αποκαλυφθεί ότι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται όλο και περισσότερο κεκλεισμένων των θυρών, μακριά από τους πολίτες και κατά προτίμηση τα ξημερώματα, και γίνεται όλο και δυσκολότερο να καταλαβαίνουμε ποιός ορίζει τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε, ποιός προτείνει τις λύσεις, ποιός τις συζητά και ποιός λαμβάνει την τελική απόφαση. Σε γενικές γραμμές, η θεωρία (δηλαδή η Συνθήκη της Λισαβόνας) λέει πως κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσιάζει προτάσεις για νομοθεσία τις οποίες συζητούν και εγκρίνουν ύστερα από τροπολογίες οι δύο συν-νομοθέτες, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τις πολιτικές κατευθύνσεις της Ένωσης αποφασίζουν επίσης ύστερα από πρόταση της Επιτροπής οι ηγέτες των κρατών μελών στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια. Ξαφνικά, όμως, από τότε που η κρίση αφορά την οικονομική και νομισματική πολιτική της Ένωσης, το Eurogroup, το οποίο είναι ένα άτυπο όργανο που συγκεντρώνει τους Υπουργούς Οικονομικών των χωρών των οποίων το νόμισμα είναι το ευρώ, λαμβάνει κρίσιμες αποφάσεις που επιβάλλει στα μέλη του.
Με ποιά νομιμότητα και ποιά εντολή ενεργεί με αυτόν τον τρόπο ένα άτυπο όργανο και υποχρεώνει, για παράδειγμα, όλες τις τράπεζες μιας χώρας να κλείσουν για περίπου δυο βδομάδες και να παραλύσουν τα πάντα κατά σε αυτήν τη διάρκεια; Όταν οι αποφάσεις παίρνονται με αδιαφανή τρόπο και χωρίς δημοκρατικό έλεγχο, όταν δεν ξέρουμε καν ποιός αποφασίζει, όταν οι πολίτες διατηρούνται σε μια θαμπάδα και επομένως δε μπορούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, τότε βλέπουμε τον κλονισμό της εμπιστοσύνης στην πολιτική ηγεσία των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι φυσιολογικό και κατανοητό να απορρίπτουν οι πολίτες την πολιτική και να τηρούν μια δύσπιστη στάση ως προς τις αποφάσεις που λαμβάνει αυτή η ηγεσία. Μια τέτοια εξέλιξη, όμως, μας οδηγεί ευθέως σε ένα φαύλο κύκλο, όπου το χάσμα ανάμεσα στην πολιτική και τους πολίτες διευρύνεται, όπου η αλαζονεία από τη μία πλευρά και η δυσπιστία από την άλλη μεγαλώνει, όπου η εκπροσώπηση και η νομιμότητα μετατρέπονται σε κειμήλια του παρελθόντος.
Δεν είναι φυσιολογικό να βρισκόμαστε σε αυτή την κατάσταση όταν δεν έχουμε καν κλείσει δυο μήνες από τις προεδρικές μας εκλογές και όταν έχει μείνει περίπου ένας χρόνος πριν από τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Είναι προφανές ότι, έτσι πως έχουν τα πράγματα, οι πολίτες αποξενώνονται από το ευρωπαϊκό πρόταγμα και δε θα εμφανιστούν στις κάλπες το Μάιο του 2014 για να ψηφίσουν τους εκπροσώπους τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτή η έλλειψη ηγεσίας που υπάρχει πρέπει να αντιμετωπιστεί γρήγορα για να αρχίσουμε νέο ευρύ διάλογο μεταξύ των πολιτών, των πολιτικών, αλλά πέραν των κομμάτων η κοινωνία των πολιτών, των οικονομολόγων και όλων των σχετικών φορέων ώστε να αποκατασταθεί η χαμένη εμπιστοσύνη. Το μέλλον της χώρας μας καθώς και αυτό της Ευρώπης είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να το εμπιστευτούμε αποκλειστικά στα χέρια των οικονομολόγων και των τραπεζιτών.
Γράφει: Κυριάκος Τριανταφυλλίδης