Το νέο Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου, δηλαδή η νέα νομοθεσία που θα διέπει το άσυλο για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, βρίσκεται σε εξέλιξη και όπως όλα δείχνουν θα ολοκληρωθεί μέσα στην προθεσμία του 2012 που είχε τεθεί.
Ήδη ξέρουμε πως το περιεχόμενο του δεν είναι αντάξιο των αρχικών προσδοκιών που ήθελαν ισχυρές εγγυήσεις για το μέγιστο βαθμό προστασίας προσφύγων αλλά και μια πιο δίκαιη κατανομή ευθυνών μεταξύ των κρατών μελών.
Στην έλλειψη δίκαιης κατανομής ευθυνών πρωτοστατεί ο Κανονισμός του Δουβλίνου, σύμφωνα με τον οποίο η χώρα υπεύθυνη για τη διαδικασία ασύλου είναι η πρώτη χώρα εισόδου στην Ένωση και ο οποίος ως γνωστόν όχι μόνο βρίσκεται στον αντίποδα οποιασδήποτε αλληλεγγύης αλλά έχει οδηγήσει σε άνιση και ταπεινωτική μεταχείριση αιτούντων άσυλο. Έτσι 10 από τα 27 κράτη μέλη δέχονται το 90% των αιτήσεων. Και το Δουβλίνο ναι μεν δεν καταργήθηκε στη νέα νομοθεσία, ούτε και αναθεωρήθηκε επαρκώς, αλλά όλοι πλέον γνωρίζουν πως δεν λειτουργεί και θα πρέπει αργά η γρήγορα να αλλάξει. Και γι’αυτό συζητούνται και διερευνούνται όλο και περισσότερο εναλλακτικές στο σύστημα αυτό, μεταξύ των οποίων και η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Κλείδας Κατανομής.
Ιδανικά, δε χωράει αμφιβολία πως η χώρα είναι υπεύθυνη να εξετάσει μία αίτηση ασύλου θα έπρεπε να είναι η χώρα στην οποία ο αιτών άσυλο κάνει την αίτησή του, που κατά κανόνα θα είναι η χώρα που είτε επιλέγει είτε που οι συνθήκες τον έφεραν εκεί. Ωστόσο το παρόν πολιτικό-κοινωνικό πλαίσιο σ’ένα κλίμα ολοένα και πιο ξενοφοβικό είναι δυστυχώς πολύ μακριά ακόμη από μία τέτοια παραδοχή και εξετάζονται ενδιάμεσες λύσεις όπως η εν λόγω Κλείδα. Η κεντρική ιδέα είναι να κατανέμονται οι αιτούντες άσυλο και οι πρόσφυγες στα διάφορα κράτη μέλη, βάσει κάποιων αντικειμενικών κριτήριων, όπως μεταξύ άλλων το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, η πυκνότητα πληθυσμού και η έκταση. Κάποιες χώρες μάλιστα -όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και η Σουηδία – εφαρμόζουν ήδη και αρκετό καιρό ανάλογα συστήματα στο εσωτερικό των χωρών τους ώστε να διαχειρίζονται τις διαδικασίες ασύλου, τα οποία ναι μεν μπορεί να λειτουργούν σωστά σε γενικές γραμμές αλλά παρουσιάζουν και προβλήματα.
Το κύριο μειονέκτημα στο γερμανικό σύστημα για παράδειγμα, συνίσταται στο ότι δεν λαμβάνονται αρκετά υπόψη παράγοντες ένταξης, όπως οι προτιμήσεις του ατόμου, η ελεύθερη μετακίνηση μέσα στη χώρα, η παρουσία ομοεθνών κλπ. Είναι λοιπόν δεδομένο πως οποιοδήποτε τέτοιο σύστημα για να λειτουργήσει μακροπρόθεσμα και δίκαια θα έπρεπε να περιλαμβάνει και κριτήρια υποκειμενικά, όπως τη συναίνεση του ατόμου, το βέλτιστο συμφέρον του και τις προοπτικές ένταξης.
Ωστόσο παραμένουν και άλλα αναπάντητα ερωτήματα που χρήζουν ανάλυσης, όπως το ποιοι θα είναι οι κατάλληλοι δείκτες ώστε αυτοί να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ποιος θα τους καθορίσει, πως θα μπορούσε ένα τέτοιο σύστημα να λειτουργήσει στην πράξη λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους τόσο τις λογιστικές όσο και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αν θα ενεργοποιείτο μόνο σε επείγουσες καταστάσεις ή θα μπορούσε να αντικαταστήσει πλήρως το Δουβλίνο, σε περίπτωση που η κλείδα είναι ενδεικτική και όχι δεσμευτική πως θα εξασφαλίζεται η συμμετοχή όλων των κρατών μελών, αν είναι υποχρεωτική πως θα εξασφαλίζεται ο σεβασμός ως προς το άτομο που μετακινείται και τί ρόλο θα παίζει ο εργασιακός παράγοντας, για τα ζητήματα λογιστικής φύσεως πώς θα υπάρχει καλή συνεργασία και επικοινωνία μεταξύ των κρατών η οποία πάσχει και τώρα υπό Δουβλίνο;
Είναι λοιπόν φανερό πως ένα τέτοιο σύστημα έχει επιπλοκές και πως ανεξάρτητα από το πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει στην πράξη, τα κράτη μέλη της ΕΕ δεν είναι ακόμη έτοιμα για ένα τέτοιο μηχανισμό και η αλληλεγγύη δεν έχει ακόμη αποδειχτεί. Είναι ωστόσο ένα εργαλείο που αξίζει να διερευνηθεί παραπάνω, μόνο και μόνο για να μας απομακρύνει από το σύστημα του Δουβλίνου και για να πυροδοτήσει και πάλι συζητήσεις γύρω από ποιοτικότερους και καλύτερους μηχανισμούς. Και ίσως βραχυπρόθεσμα μπορέσει όντως να αξιοποιηθεί είτε σε επείγουσες καταστάσεις είτε σε περιπτώσεις μετεγκατάστασης. Αδιαπραγμάτευτο σημείο αναφοράς πρέπει να είναι όμως η ίση και σωστή μεταχείριση των προσφύγων και γύρω από αυτό να χτιστεί ένα σύστημα το οποίο θα είναι διαχειρίσιμο και αλληλέγγυο και για τα κράτη μέλη.
Γράφει: Κυριάκος Τριανταφυλλίδης