Βρέθηκα πρόσφατα σε συζήτηση πολιτικής για τις προοπτικές του τουρισμού στην Κύπρο, που διοργανώθηκε από τον Δημοκρατικό Συναγερμό στη Λάρνακα.
Ομιλητές και παρόντες ήταν κυβερνητικοί και δημοτικοί φορείς, καθώς και εκπρόσωποι σχετικών συντεχνιών, και όπως ήταν αναμενόμενο η συζήτηση επικεντρώθηκε σε υφιστάμενες προκλήσεις της βιομηχανίας και επιμέρους θέματα που αντιμετωπίζει ο παραλιακός Sun and Sea τουρισμός.
Όπως φάνηκε από τη συζήτηση, πολλά από τα προβλήματα της τουριστικής βιομηχανίας υπάρχουν στο σήμερα λόγω της έλλειψης στρατηγικής προηγούμενων δεκαετιών: η έλλειψη αειφόρας ανάπτυξης, η μη εκμετάλλευση Ευρωπαϊκών πόρων, η μη εξειδίκευση του προσωπικού Φιλοξενίας και Τουρισμού, η ελλειπής και μη στοχευμένη προώθηση – branding– και η έλλειψη ενιαίου φορέα υποστήριξης της βιομηχανίας – κάτι που θα μπορούσε να επιλυθεί με τη δημιουργία Υφυπουργείου Τουρισμού και εκσυγχρονισμό του νομικού πλαισίου τουριστικής δραστηριότητας. Σίγουρα κάποιος θα πει κάλλιο αργά παρά ποτέ, αλλά η επίλυση «χθεσινών» προκλήσεων δεν είναι αρκετή για να κάνει την Κύπρο ένα ανταγωνιστικό προορισμό στο σήμερα.
Στην Κύπρο έχουμε το πλεονέκτημα, αν θέλετε, να παρακολουθούμε παγκόσμια φαινόμενα πριν αυτά εφαρμοστούν στο νησί μας. Ένα από αυτά τα φαινόμενα είναι οι κοινωνικές πλατφόρμες υπηρεσιών, στην περίπτωση της τουριστικής βιομηχανίας, το Airbnb. Μια παγκόσμια πλατφόρμα που ήδη μετρά εκατομμύρια χρήστες και αποδεικνύει καθημερινά ότι ήρθε για να μείνει, το Airbnb δίνει την ευκαιρία στους χρήστες του με δωρεάν εγγραφή να γίνουν παροχείς τουριστικού καταλύματος, παρέχοντας την προσωπική τους περιουσία, το ίδιο τους το σπίτι ή ένα εξοχικό.
Πώς εφαρμόζεται αυτό στην Κύπρο; Όσοι κάτοικοι του νησιού είναι ιδιοκτήτες κάποιας κτιριακής δομής ή καταλύματος έχουν το δικαίωμα να το αναρτήσουν στο Airbnb και να φιλοξενούν απευθείας, σε ανταγωνιστικές τιμές, τουρίστες και επισκέπτες. Αυτή η παγκόσμια πραγματικότητα έχει δύο κύριους αντίκτυπους, σημαντικούς για την εγχώρια τουριστική βιομηχανία: ο πρώτος είναι ότι τα καταλύματα Airbnbαποτελούν άμεσο ανταγωνισμό για τις ξενοδοχειακές μονάδες του νησιού, που για να μπορέσουν να παραμείνουν ανταγωνιστικές θα πρέπει να μειώσουν σημαντικά τα τρέχοντα έξοδά τους. Πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό στο σήμερα; Μπορεί για παράδειγμα η κυπριακή ξενοδοχιακή κοινότητα να αναβαθμίσει περιβαλλοντικά τις μονάδες της για να μειώσει σημαντικά το μεγάλο κονδύλι της ενέργειας (ηλεκτρισμός, θέρμανση κλπ);
Ο δεύτερος αντίκτυπος είναι πολιτικός: οι κοινωνικές πλατφόρμες παγκοσμίως – μαζί και το Airbnb–δεν λαμβάνουν υπόψη τη νομική ταυτότητα του κάθε χρήστη, μόνο το δικαίωμά τους να αποκτήσουν διαδικτυακή προσωπικότητα και να γίνουν παροχείς υπηρεσιών. Ως αποτέλεσμα, οι κάτοικοι των περιοχών της Κύπρου που ντε φάκτο δεν ελέγχονται από την Κυπριακή Δημοκρατία μπορούν εξίσου να παρέχουν καταλύματα διφορούμενου πολιτικού και νομικού στάτους. Πρόσφατα δημοσιεύματα αναφέρουν αιτήματα σφετερισμού περιουσιών από Ισραηλινούς έποικους στη Δυτική Όχθη μέσω παροχής καταλύματος στο Airbnb, ένα σενάριο που μπορεί και στην Κύπρο να προκαλέσει εντάσεις και διακοινοτικούς διαπληκτισμούς. Είναι λοιπόν το Airbnb, ως μια μορφή μετεξέλιξης της τουριστικής βιομηχανίας, ένας σημαντικός παράγοντας που επιτάσσει την άμεση λύση του Κυπριακού;
Η απάντηση στο Airbnb δεν είναι η επιβολή εκτεταμένων περιορισμών, αδειών και φορολογιών για να περιοριστεί ο ανταγωνισμός ως προς την παραδοσιακή βιομηχανία. Κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον αντιδημοκρατικό και δεν θα επέδειχνε θέληση και όραμα για αναβαθμισμό. Πολλοί ίσως να μην γνωρίζουν την ύπαρξη του Airbnb, συμπεριλαμβανομένου και μερικών εκ των τουριστικών φορέων, αλλά για να μπορέσει να εκσυγχρονιστεί ουσιαστικά και αποτελεσματικά η τουριστική βιομηχανία, καλό θα ήταν η κατάρτιση που επιδιώκεται να μην περιοριστεί μόνο στο προσωπικό Φιλοξενίας και Τουρισμού, αλλά κυρίως να επέλθει στους κύκλους χάραξης πολιτικής, ιδανικά στους κύκλους ενός μελλοντικού Υφυπουργείου.
Γράφει: Κατερίνα Αντωνίου