«Ο καπιταλισμός είναι απελευθερωτής …
η κοινωνία επωφελείται περισσότερο όταν οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να επιδιώκουν το προσωπικό τους συμφέρον». Έτσι παραληρούσε πρόσφατα ο γνωστός οικονομικός αρθρογράφος Stuart Varney, καταφερόμενος εναντίον του Πάπα Φραγκίσκου, ο οποίος, στο γνωστό του – πολιτικό – μανιφέστο, κατακεραύνωσε την «απόλυτη αυτονομία των αγορών».
Στην απολογητική τους του οικονομικού (νεο)φιλελευθερισμού, οι πολιτικοί του – και άλλοι – εκπρόσωποι δεν αναφέρονται σε δύο στοιχεία, τα οποία εξηγούν όσα ζουν πολίτες των καπιταλιστικών κοινωνιών εδώ και δύο αιώνες.
Το πρώτο: η οικονομική δραστηριότητα είναι κερδοσκοπική. Το δεύτερο: η κοινωνική αναφορά της επιχειρηματικότητας είναι εκμεταλλευτική. Οι δύο πεποιθήσεις του «έξυπνου καπιταλιστή» σε μία, ανομολόγητη: «η κοινωνία μου χρειάζεται για να κερδίζω».
Ο καπιταλισμός έχει τρία αντικείμενα κερδοσκοπικής τακτικής: τη διεθνιστική παραγωγή και εμπορία προϊόντων και υπηρεσιών, τη διεθνιστική αγοραπωλησία χρήματος και την εκμετάλλευση κρατικής εξουσίας. Πρόκειται για τρεις μορφές, κυριαρχικές, ανάπτυξης και εξέλιξης του κεφαλαιοκρατικού μοντέλου οικονομικής διαχείρισης πρώτων υλών, της τεχνολογίας και της ανθρώπινης ύλης. Ανέκαθεν συνυπήρχαν αυτές οι τακτικές «έξυπνης εκμετάλλευσης» με σκοπό το κέρδος. Σήμερα παρακολουθούμε την εξάντληση της πρώτης φάσης κερδοσκοπικού ενδιαφέροντος των καπιταλιστών, τον εκφυλισμό της δεύτερης φάσης και τη μεγάλη πρόβα της τρίτης και τελευταίας φάσης.
Με τη σειρά, περιγράφω τα συμπτώματα. Στην πρώτη φάση, η αλόγιστη εκμετάλλευση των πρώτων υλών, η θυματοποίηση των εργαζομένων και η οικονομική εξουθένωση των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων δεν αφήνει περιθώριο για κέρδος παρά μόνο σε δύο βιομηχανίες, που βασικοί καταναλωτές είναι τα κράτη: την παραγωγή όπλων και φαρμάκων. Σε δεύτερη φάση, η περιστολή της δυναμικής στην εμπορία προϊόντων και υπηρεσιών, οδήγησε στην ξέφρενη ελευθεριότητα της αγοραπωλησίας χρήματος. Έτσι, όμως, το «έξυπνο κεφάλαιο», το καύχημα της επιχειρηματικής επιτηδειότητας, που ξεπουλάει ουσιαστικά τον εαυτό του, «κατάφερε» να εξαντληθεί καθεαυτό. Η οικονομική τακτική της συσσώρευσης του χρήματος έριξε δραματικά την αξία του. Ο εγκλωβισμός των χρημάτων στις τράπεζες υποβάθμισε τη δύναμη του κεφαλαίου, η οποία, με τη μορφή δανείων, διοχετεύτηκε σε καταναλωτές που εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη του συστήματος να δικαιολογήσει τη συσσώρευση.
Και φθάσαμε στην τρίτη φάση. Το κεφάλαιο και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι χρεώνουν την άστοχη νοοτροπία της συσσώρευσης στο κοινωνικό σώμα, τους αποτυχημένους καταναλωτές. Τα κράτη χρεώνονται, με τη σειρά τους, την κοινωνική τους αποτυχία. Επείγει, όμως, η οφειλή τους στο κεφάλαιο.
Σπεύδουν, έτσι, να φορτώσουν το χρέος στα μόνιμα θύματα της κερδοσκοπικής δραστηριότητας: τους φορολογούμενους πολίτες.
Για να ανακτήσει το κεφάλαιο τη δύναμη που χάνει στις τράπεζες και τα χρηματιστήρια, εκμεταλλεύεται την προνομιακή του σχέση με το σύγχρονο κράτος, το οποίο επωμίζεται τα χρέη των τραπεζών. Καθιστά τους πολίτες οφειλέτες. Οφείλουν, έτσι, όλοι! Εκτός από εκείνους, φυσικά, που ιδιοποιήθηκαν τις τράπεζες: τους μεγάλους μετόχους και τα τραπεζικά στελέχη, τους κερδοσκόπους της καπιταλιστικής οικονομίας.
Τέλος, αφού πληρώσουν οι πολίτες, τα κράτη, για να συνεχίσουν να υφίστανται, θα προσπαθήσουν να εξευμενίσουν τις κοινωνίες, να ανατάξουν τον καθημαγμένο κοινωνικό ιστό. Τις οφειλές τους θα ξεπληρώνουν με κοινωνικές πολιτικές υγείας και παιδείας επιδοτούμενες από το κεφάλαιο· μέχρι να ξεχαστεί, κάποτε, η τρίτη και η δεύτερη φάση, και να επανέλθουμε στην πρώτη φάση του καπιταλισμού, που θα παράγει και θα εμπορεύεται προϊόντα φθηνά, άμεσης ανάγκης, προσαρμοσμένα στην αγοραστική δύναμη μιας ξέπνοης κοινωνίας, την οποία χρειάζεται, όπως είπαμε, για να κερδίζει…
Γράφει: Ιωάννης Χριστοδούλου