Η επίλυση του Κυπριακού προβλήματος αποτέλεσε γόρδιο δεσμό και δυσεπίλυτο γρίφο για όλες τις Κυβερνήσεις.
Η επίλυση του Κυπριακού προβλήματος αποτέλεσε γόρδιο δεσμό και δυσεπίλυτο γρίφο για όλες τις Κυβερνήσεις. Δυστυχώς όμως, είτε λόγω της παρόδου του χρόνου και του λαβυρίνθου των διαπραγματεύσεων, είτε λόγω των πολιτικών συγκυριών και των διεθνών πιέσεων για λύση, είτε ακόμα και λόγω της υπέρμετρης (και υπερφίαλης ορισμένες φορές) αισιοδοξίας για επανένωση της Κύπρου που επέδειξε μερίδα του πολιτικού κόσμου και μέρος της κοινωνίας των πολιτών, ξεχάσαμε τα αυτονόητα και υποπέσαμε σε μια σειρά από αστοχίες που δυστυχώς κοστίζουν και μάλιστα ακριβά!
Η αντικατάσταση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων της Τουρκίας από την τουρκοκυπριακή κοινότητα (η απεμπλοκή δηλαδή και ενδεχομένως η αθώωση της χώρας που ευθύνεται για τη στρατιωτική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή μέρους της πατρίδας μας) από ένα παράνομο πολιτικό μόρφωμα, το οποίο ενδύεται πότε τον μανδύα των εκπροσώπων της τουρκοκυπριακής κοινότητας και πότε ενός «κυβερνητικού σχήματος» ενός παράνομου κράτους, αποτελεί μια διαχρονική αστοχία στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που μάλλον θα μας κοστίσει ακριβά.
Κατορθώσαμε έτσι -γιατί περί κατορθώματος πρόκειται- η τουρκοκυπριακή κοινότητα να συνομιλεί σε ισότιμη βάση με τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας που στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων μετατρέπεται (και υποβαθμίζεται) σε ελληνοκυπριακή κοινότητα. Την ίδια στιγμή, η υπεύθυνη για την εισβολή και κατοχή, αλλά και έχουσα τη διεθνή ευθύνη με βάση τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου χώρα (Τουρκία) είναι εκκωφαντικά απούσα και κινεί εκ του μακρόθεν, αλλά και εκ του σύνεγγυς τις πολιτικές της μαριονέτες στα κατεχόμενα. Αναπόφευκτα, με τον τρόπο αυτό, το Κυπριακό, το οποίο στην αφετηρία του είναι πρόβλημα διεθνές, πρόβλημα στρατιωτικής εισβολής και κατοχής καθώς και κατάφωρης παραβίασης του διεθνούς δικαίου, μετατίθεται -έστω και έμμεσα- σε ένα άλλο και ακαθόριστο πλαίσιο επίλυσης, με πολλά αρνητικά συνεπακόλουθα. Στις διεθνείς σχέσεις η σημειολογία παίζει εξέχοντα ρόλο και δημιουργεί τετελεσμένα. Τετελεσμένα που μπορεί να ανατρέψουν κεκτημένα χρόνων που υιοθετήθηκαν στη βάση του διεθνούς δικαίου και διασφάλισαν την επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας και των νομίμων πολιτών της για 42 ολόκληρα χρόνια.
Πως μπορεί το οικοδόμημα των διαπραγματεύσεων να στηρίζεται στην καλή «θέληση» ενός τουρκοκύπριου που εκλέγεται με παράνομες διαδικασίες «Πρόεδρος» σε ένα παράνομο μόρφωμα υπό την υψηλή εποπτεία, αλλά και υπό την σκανδάλη των τουρκικών δυνάμεων κατοχής; Πως μπορεί να μην αντιλαμβανόμαστε ξεκάθαρα ως Ελληνοκύπριοι, ότι τον καθοριστικό, πρώτο και τελευταίο λόγο, επί του Κυπριακού έχει η Άγκυρα και ότι τα πράγματα πλέον έχουν δυσκολέψει ακόμη περισσότερο, ιδιαίτερα τώρα που η Τουρκία διαθέτει ένα νέο-οθωμανό σουλτάνο στο τιμόνι της ως Κυβερνήτη, ο οποίος ρέπει στον απολυταρχισμό και τον αναθεωρητισμό. Γιατί ξεχνάμε ότι τα κατεχόμενα μέρη της πατρίδας μας τα ελέγχει η Τουρκία, η οποία είναι και η μόνη υπεύθυνη κατά το διεθνές δίκαιο; Γιατί λοιπόν ελπίζουμε και εξακολουθούμε να νομιμοποιούμε τα ανδρείκελα των κατεχομένων που εμφανίζονται ως εκφραστές της θέλησης των τουρκοκυπρίων;
Όταν μάλιστα αυτή η επικίνδυνη θεώρηση, συνοδεύεται και από τις ανάλογες πολιτικοκοινωνικές δραστηριότητες, αλλά κυρίως από βαρύγδουπες και άνευ ουσίας και σοβαρού περιεχομένου δηλώσεις περί «κοινού οράματος» τότε δυστυχώς μάλλον αιθεροβατούμε. Όλες αυτές οι ενέργειες, πέραν από τις φρούδες ελπίδες που δημιουργούν στο λαό, καλλιεργούν και εντυπώσεις στην ευρωπαϊκή και διεθνή κοινότητα, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και που αργότερα δεν συμμαζεύονται. Πως γίνεται, όταν σε τηλεοπτική του συνέντευξη στις 17 Οκτωβρίου 2016, ο πρώην παράνομος Πρόεδρος τον κατεχομένων, κ. Ταλάτ (η τότε «εκλογή» του είχε από πολλούς αντιμετωπιστεί ως ευκαιρία για επίλυση του Κυπριακού) αρνείτο ότι έγινε στρατιωτική εισβολή από την Τουρκία και έθετε ως κόκκινη γραμμή εγγυήσεις και Μόρφου, την ακριβώς επόμενη μέρα να γίνεται δεκτός, μετά βαΐων και κλάδων, σε όργανο μεγάλου πολιτικού κόμματος, με στελέχη του οποίου να αναρτούν φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συνοδευόμενες από λεζάντες που αναφέρονταν σε “κοινό όραμα”;
Πέραν βεβαίως, των χειρισμών με σημειολογικό και συμβολικό χαρακτήρα που συνεπάγονται ουσιαστικών επιπτώσεων, στη διαπραγματευτική διαδικασία, αυτή καθεαυτή, ακολουθήθηκε μια περίεργη πρακτική, αφού συζητήθηκαν πρώτα όλα τα κεφάλαια που η Ε/κ πλευρά είχε να κάνει υποχωρήσεις και αφέθηκαν για το τέλος τα καυτά ζητήματα της ασφάλειας και του εδαφικού (παρά τη διευκρίνιση ότι τίποτα δεν θεωρείται συμφωνημένο εάν δεν συμφωνηθούν όλα) . Η πρακτική αυτή, καταρρίπτει κάθε βασικό κανόνα των διεθνών διαπραγματεύσεων (πάρε – δώσε), ενώ και εδώ αναμφίβολα δημιουργείται και κακό προηγούμενο.
Δυστυχώς, τέσσερις δεκαετίες μετά την τουρκική εισβολή και την παράνομη κατοχή σχεδόν της μισής μας πατρίδας δεν δικαιολογούνται επιπολαιότητες στη διαχείριση του Κυπριακού. Η δημιουργία ψευδαισθήσεων στους πολίτες οδήγησε σε συμπεριφορές διχόνοιας και εσωτερικής αντιπαλότητας κάτι που μόνο αρνητικά συσσώρευσε. Την ίδια στιγμή αυτή η εσωτερική αμφισημία οδήγησε και σε μια λαθεμένη εικόνα προς το εξωτερικό που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για το μέλλον του εθνικού μας ζητήματος. Η επόμενη μέρα, μετά την πολύμηνη ευφορία που ακολούθησε την «ανάδειξη» Ακκιντζί με όλες τις φρούδες ελπίδες που αυτή καλλιέργησε, θα είναι διαφορετική. Ας δούμε λοιπόν, πως μπορεί να γίνει το συμμάζεμα όλων των λαθών που διαχρονικά έχουν διαπραχθεί.
Γράφει: Ιωάννα Συγκρασίτη