Η διαδικασία ειρήνευσης στην Κύπρο
Η κατάρρευση των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού στο Μοντ Πελεράν ΙΙ, διέκοψε, προσωρινά ελπίζουμε, μια δυναμική που βρισκόταν σε εξέλιξη. Οι άμεσες αρνητικές συνέπειες είναι: α) η ενίσχυση των δυνάμεων του στάτους κβο στην Κύπρο στα πλαίσια της εκ νέου επιβολής στο δημόσιο λόγο της «απαραίτητης εθνικής ενότητας» απέναντι στον εχθρό με όλο τον αυταρχισμό που αυτό συνεπάγεται και β) το πέρασμα της πρωτοβουλίας των κινήσεων για το Κυπριακό στις κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας και άρα την κατ’ ευθείαν υπαγωγή του στο κάδρο των ελληνο-τουρκικών συμφερόντων με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανεξαρτησία και την αυτονομία της Κύπρου και των Κυπρίων συνολικά.
Παρά το ότι στη δημόσια σφαίρα κυριαρχούν τα θέματα των εγγυήσεων και το εδαφικό ως αιτίες μπλοκαρίσματος, στην ουσία αυτά αποτελούν απλώς αντανακλάσεις βαθύτερων ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τη διάταξη των δυνάμεων και του συσχετισμού ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδιαίτερα σε σχέση με τις ΑΟΖ και τους ενεργειακούς σχεδιασμούς. Συγκεκριμένα, η ελληνική κυβέρνηση, παρά τη δραματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, και ίσως με καταλύτη τη μνημονιακή πορεία στην οποία εξαναγκάστηκε το 2015, θεωρεί ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί την πολιτική κρίση στην Τουρκία και την επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και την ΕΕ έτσι ώστε να μεταβάλει την ισορροπία μέσα στο ΝΑΤΟ και να εξασφαλίσει κάποιο πλεονέκτημα στα θέματα της οριοθέτησης της ΑΟΖ της. Το Κυπριακό φαίνεται να προσεγγίζεται εργαλειακά ως προς αυτό τον σκοπό από το ελληνικό κράτος, με παρόμοιο τρόπο δηλαδή με αυτόν που επιχείρησε ανεπιτυχώς να κάνει το τουρκικό κράτος πριν από μια δεκαετία σε σχέση με την διαπραγμάτευσή του με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η σκλήρυνση της στάσης της Ελλάδας, όμως, βρήκε άμεση ανταπόκριση από την Τουρκία που επέλεξε να σηκώσει το γάντι και να σκληρύνει και αυτή τη στάση της προκαλώντας έτσι το ναυάγιο στις συνομιλίες. Αυτό σε καμιά περίπτωση, βέβαια, δεν πρέπει να αθωώνει τους Αναστασιάδη και Ακκιντζί τόσο για τους χειρισμούς τους όσο και για τη δική τους στάση αδυναμίας αυτονόμησης και ετοιμότητας να κάνουν το απαραίτητο τολμηρό βήμα που χρειαζόταν στις συνομιλίες. Η δυναμική φαίνεται να έχει προς το παρόν χαθεί – ενδέχεται, όμως, οι εξελίξεις σε μερικούς μήνες να επιτρέψουν την επανέναρξη των συνομιλιών, καθότι μεσοπρόθεσμα δεν φαίνεται να συμφέρει σε κανένα η εκκρεμότητα, αν και διάφοροι τοπικοί, περιφερειακοί και διεθνείς παίχτες ενίοτε βολεύονται από αυτήν.
Βέβαια, η Κύπρος εκτός από οικόπεδο ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού είναι χώρα με λαό που παρά τον διακοινοτικό διαχωρισμό και τη διακοινοτική σύγκρουση, έχει και εμπειρία και άποψη για τα συμφέροντά του, και φυσικά κοινωνικές τάξεις, πολιτικές δυνάμεις και αυτόνομες δυναμικές. Το κυπριακό πρόβλημα έχει σημαντική εσωτερική διάσταση, συσσωρευμένη ιστορία και αποτελεί ένα σύνθετο ζήτημα που δεν μπορεί να προσεγγίζεται όπως συχνά γίνεται, ιδιαίτερα από τον ελληνικό ριζοσπαστικό χώρο, με απλοϊκά σχήματα, εύκολες αναλύσεις και συνθήματα. Κυρίως η επίλυση του Κυπριακού δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται στατικά και νομικίστικα με τους όρους του παρόντος ανταγωνισμού καθότι, αν και όταν επιτευχθεί συμφωνία και επικυρωθεί από δημοψηφίσματα, οι δυναμικές που θα δημιουργηθούν μέσα από τα γεγονότα και την πράξη των διαφόρων δρώντων θα μεταβάλουν τους όρους και τη μορφή τόσο του διακοινοτικού όσο και του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού ευρύτερα (βλ. http://chronos.fairead.net/establishing-the-ufc). Πιο σημαντικά, θα δημιουργηθεί χώρος δράσης για νέες δυνάμεις που θα επηρεάσουν το γίγνεσθαι της επανένωσης και της μετάβασης στο ομοσπονδιακό πλαίσιο, οι οποίες αυτή τη στιγμή είναι αντικειμενικά περιορισμένες από τη διχοτομική πραγματικότητα και την εθνική περιχαράκωση που αυτή επιβάλλει σε όλες τις σφαίρες της πολιτικής και της καθημερινότητας.
Υπό αυτό το πρίσμα τα δίπολα της μετεξέλιξης–παρθενογένεσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της μεταβολής-κατάργησης της Συνθήκης Εγγυήσεων, παρά την επικοινωνιακή τους σημασία και το βάρος που μπορεί να έχουν αποκτήσει αυτή τη στιγμή στην κοινή γνώμη, είναι δευτερεύοντα επί της ουσίας. Η αγωνία π.χ. για τον συμβολισμό της «παρουσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας» στη διεθνή διάσκεψη επιπλέον της παρουσίας της ε/κ κοινότητας, έχει αντικειμενική σημασία για αυτούς που αναμένουν ή και οραματίζονται την κατάρρευση του ομοσπονδιακού κράτους. Δεν θα έπρεπε να έχει για αυτούς που θα εργαστούν για να μην καταρρεύσει. Από την άλλη, η συνθήκη Εγγυήσεως όπως και η συνθήκη Συμμαχίας είναι συνδεδεμένες με τη συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην περίπτωση της Συνθήκης Εγγυήσεων η ελληνική και η ε/κ πλευρά αντιστρέφουν τη θέση τους στο δίπολο μετεξέλιξη/κατάργηση. Αυτά τα παιχνίδια από μια αριστερή σκοπιά έχουν σημασία απλώς ως αντανακλάσεις συσχετισμών και ανάδειξης των προθέσεων από τις δυνάμεις που διαπραγματεύονται ή/και που δεν θέλουν να διαπραγματευτούν.
Από μια αριστερή σκοπιά, το πρωτεύον είναι ο τερματισμός του παραλογισμού της ντε φάκτο διχοτόμησης και των συνεπαγομένων του και η διαμόρφωση συνθηκών ειρηνικής συνύπαρξης και σταδιακής ενοποίησης της χώρας και του λαού. Αυτό προϋποθέτει και συμφωνία και επικύρωσή της από δημοψηφίσματα. Προς αυτήν την κατεύθυνση έχει διανυθεί δρόμος την τελευταία δεκαετία και ευτυχώς αποτράπηκαν τα χειρότερα (η συνομοσπονδιακή βάση, η μορφή της χαλαρής ομοσπονδίας, η παρουσία ή/και η εγγύηση της λύσης από ΝΑΤΟ αποκρούστηκαν προς το παρόν), ενώ σε μια σειρά από ζητήματα έχουν καταγραφεί συμφωνίες προς τη σωστή ενοποιητική κατεύθυνση, βελτιώνοντας ρυθμίσεις των σχεδίων Ανάν και σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και της Ζυρίχης. Ενδεικτικά αναφέρω τις πλήρεις ελευθερίες από την αρχή, τις μικρές μεταβατικές περιόδους, το ενιαίο εργατικό δίκαιο, την ενοποίηση των συστημάτων υγείας και κοινωνικών ασφαλίσεων μετά από μια μεταβατική περίοδο, τους μηχανισμούς επίλυσης πολιτικών διαφορών χωρίς καταφυγή σε ανώτατο δικαστήριο με προεδρία ξένου δικαστή, τη σταθμισμένη και διασταυρούμενη ψήφο για την ομόσπονδη εκτελεστική εξουσία και άρα την υποχρεωτική συμμετοχή της μιας κοινότητας στις πολιτικές διεργασίες της άλλης.
Από την άλλη, το 2017 θα έχουν μεσολαβήσει 13 χρόνια από το δημοψήφισμα του 2004, σχεδόν ακόμα μια γενιά έχει μεγαλώσει σε συνθήκες διχοτόμησης και, παρά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, στην πλειοψηφία της αποξενωμένη από τους ανθρώπους της άλλης κοινότητας, έχοντας καταναλώσει όλη τη δοσολογία του εθνικιστικού δηλητηρίου της εκπαίδευσης και των ΜΜΕ, εδραιώνοντας μια κοσμοαντίληψη της «μιζέριας της μισής Κύπρου». Η γενιά που έχει ακόμα μνήμες συμβίωσης του παρελθόντος έχει σε μεγάλο βαθμό φύγει. Και παρά το ότι το άνοιγμα των οδοφραγμάτων του 2003 δημιούργησε μια σημαντική μερίδα ανθρώπων ιδιαίτερα στη Λευκωσία που έχει τακτικές επαφές με ανθρώπους από την άλλη κοινότητα σε κοινωνικό επίπεδο, η μεγάλη πλειοψηφία, ιδιαίτερα στην ε/κ κοινότητα δεν έχει αναπτύξει ούτε διακοινοτικές σχέσεις ούτε αντίληψη της ολικής Κύπρου. Όμως από την άλλη και αυτοί που υποστηρίζουν τη διχοτόμηση δεν έχουν ούτε πλειοψηφήσει ούτε ηγεμονεύσει, και στη συντριπτική τους πλειοψηφία στην ε/κ κοινότητα δεν τολμούν (ακόμα) να εκφράσουν ανοιχτά την προτίμησή τους για τον υφιστάμενο διαχωρισμό και προβάλλουν απλώς φαντασιώσεις ενιαίου κράτους παρά να αναλάβουν την ευθύνη της στήριξης της διχοτόμησης. Στην ουσία το ενιαίο κράτος που επικαλούνται οι διάφοροι απορριπτικοί (δεξιοί στην Κύπρο και δεξιοί και αριστεροί στην Ελλάδα) βασίζεται σε μια εθνοτική λογική που μέσα από την απόρριψη της ομοσπονδιακής δομής και της διζωνικότητας προσπαθεί να αναιρέσει την πολιτική ισότητα των κοινοτήτων και άρα να επιβάλει την κυριαρχία της ε/κ κοινότητας. Και αφού το ενιαίο κράτος είναι ανέφικτο, τότε η θέση αυτή αρκείται στη ντε φάκτο διχοτόμηση, κατά το πρόταγμα «Κύπρος ελληνική, έστω και μισή» (βλ. https://falies3.wordpress.com/2010/09/23/3586/ ).
Η συγκυρία δεν έχει ακόμα παρέλθει – υπάρχει ακόμα περιθώριο να σημειωθούν θετικές εξελίξεις εντός των επόμενων μηνών. Υπάρχει η δυνατότητα να κλείσουν άμεσα τα εσωτερικά ζητήματα του εδάφους των δυο κρατιδίων και της εκτελεστικής εξουσίας, στα οποία οι δυο πλευρές έχουν στην ουσία συμφωνήσει αλλά δεν τολμούν ακόμα να το παραδεχτούν έτσι ώστε να προχωρήσουν στην τελική φάση. Η εκ περιτροπής προεδρία, από τη στιγμή που συνδυάζεται με τη διασταυρούμενη ψήφο και η υπαγωγή της Μόρφου στην ελληνοκυπριακή διοίκηση, από τη στιγμή που συνδυάζεται με ειδικές ρυθμίσεις για τους σημερινούς κατοίκους της για να αποφευχθούν μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμού, πρέπει να κλείσουν έτσι ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τις πιο δύσκολες πτυχές που παραμένουν ανοιχτές: την ασφάλεια και τις μεταβατικές περιόδους της εφαρμογής της συμφωνίας.
Όσον αφορά τα πραγματικά σύνθετα θέματα του πλαισίου ασφάλειας και της εφαρμογής της συμφωνίας, από μια αριστερή σκοπιά είναι σημαντικό να ξεκαθαριστούν τα εξής: α) η όποια συμφωνία επιτευχθεί είτε σήμερα στη βάση της ομοσπονδίας είτε αργότερα, αν επικρατήσουν οι απορριπτικές λογικές, στη βάση της διχοτόμησης θα βασίζεται σε κάποιου είδους συμβιβασμό και στις διεθνείς αλλά και στις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες, β) η μοναδική εγγύηση για την ασφάλεια των Κυπρίων (Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων) δεν μπορεί παρά να είναι βασισμένη στη σύσφιξη των σχέσεων των ανθρώπων από τις δυο κοινότητες. Και για το χτίσιμο αυτών των σχέσεων σε μαζικό επίπεδο, πέραν από τους πρωτοπόρους του κινήματος της επαναπροσέγγισης που εργάζονται για αυτό από τα τέλη της δεκαετίας του 80, χρειάζεται να στηθεί το ομοσπονδιακό κράτος, να λειτουργήσει ομαλά και να μην αφεθούν οι εθνικιστικές μειοψηφίες στην Κύπρο ή οι ανταγωνισμοί του ελληνικού και του τουρκικού κράτους να προκαλέσουν εντάσεις.
Ιδιαίτερα στη σύντομη μεταβατική περίοδο, είναι αναπόφευκτη η παρουσία κάποιου είδους διεθνούς δύναμης που θα έχει υπό την επίβλεψη της την εφαρμογή της συμφωνίας και την ευθύνη αποτροπής τυχόν περιστατικών εθνοτικής βίας που μπορεί να επιχειρηθούν από εκατέρωθεν φασιστικές ομάδες. Και αυτό αιτιολογείται όχι μόνο από το ιστορικό τραύμα των Τουρκοκυπρίων της περιόδου 1963-74 (και την εμπέδωση του τις επόμενες δεκαετίες), αλλά και από την αδυναμία και απροθυμία της Κυπριακής Δημοκρατίας υπό ελληνοκυπριακό έλεγχο από το 1964, και της τ/κ διοίκησης να καταδικάσουν τη διακοινοτική βία και να φέρουν ενώπιον της δικαιοσύνης έστω και έναν από τους μετέχοντες σε αυτή. Επιπλέον, η Κυπριακή Δημοκρατία αποδείχτηκε απρόθυμη και ανίκανη να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις δεκάδες επιθέσεις και τραμπουκισμούς που έγιναν από φασιστικά στοιχεία στις περιοχές που ελέγχει, εναντίον αυτοκινήτων Τουρκοκυπρίων από το 2003 που άνοιξαν τα οδοφράγματα μέχρι σήμερα.
Μεσοπρόθεσμα, όμως, αυτό που χρειάζεται να οικοδομηθεί μαζί με το ομοσπονδιακό κράτος είναι και μια ομοσπονδιακή πολιτική συνείδηση βασισμένη στην ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων από τις δυο κοινότητες. Αυτή είναι και η προϋπόθεση να διεκδικηθεί από κοινού η πλήρης ανεξαρτησία της χώρας και η κατάργηση των βρετανικών βάσεων και να ανατραπεί η επιρροή του τουρκικού κράτους στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και στο τουρκοκυπριακό κρατίδιο: η ενδυνάμωση των δια-κοινοτικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων στο πεδίο της καθημερινότητας και της κοινωνικο-οικονομικής ζωής. Και αυτό θα γίνει μέσα από την ομοσπονδιακή επανένωση καθώς οι Κύπριοι δεν θα έχουν πλέον απλά ένα κοινό κράτος αλλά και δυο δημογραφικά μικτές πόλεις, την Λευκωσία και την Αμμόχωστο, στις οποίες θα δοκιμαστεί και θα αναπτυχθεί η πραγματικότητα και η αντίληψη της ενωμένης Κύπρου, κοινής πατρίδας των ανθρώπων της.
Γράφει: Γρηγόρης Ιωάννου