Χτες τη νύχτα, για πρώτη φορά μετά από 41 χρόνια, η ελληνική γλώσσα ακούστηκε στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας, στο κατεχόμενο κομμάτι της Κύπρου.
Αν το λέγαμε αυτό σε κάποιον πριν από λίγο καιρό, θα μας περνούσε για τρελούς, ότι είναι αδύνατον να συμβεί. Και μάλιστα με τις κερκίδες ασφυκτικά γεμάτες, με 3500 χιλιάδες θεατές Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, να χειροκροτούν όρθιοι και συγκινημένοι τους ηθοποιούς και τους άλλους συντελεστές. Με άψογη οργάνωση σε όλους τους τομείς, με συνεργασία όλων των πλευρών στην παραμικρή λεπτομέρεια έτσι ώστε να μην υπάρξει κάποιο πρόβλημα στην τόσο ευαίσθητη αυτή περίσταση. Με βούληση από το υψηλότερο επίπεδο, από τον Νίκο Αναστασιάδη και τον Μουσταφά Ακκιντζί, τη δικοινοτική επιτροπή για τον Πολιτισμό, τους ανθρώπους του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου και του Συνδέσμου των Εντός των Τειχών της πόλης Αμμοχώστου (MASDER) που έκαναν την απίστευτη οργανωτική δουλειά, μέχρι τους ηρωικούς ηθοποιούς που έβαλαν το καθήκον τους απέναντι στον εαυτό τους και την Τέχνη τους πάνω από τους ψυχολογικούς εκβιασμούς και τις λοιδορίες που εξαπολύθηκαν εναντίον τους από όσους έβλεπαν στην πραγματοποίηση της ιστορικής αυτής παράστασης ένα ακόμη συμβολικό βήμα για τον τερματισμό της βίαιης διαίρεσης του νησιού, ένα ακόμη βήμα στην προοπτική της επανένωσης και της λύσης.
Στο καλλιτεχνικό μέρος, η ανησυχία μου ήταν μήπως ένα κακό ανέβασμα του έργου είχε ως συνέπεια μια αφόρητη βραδιά, από αυτές που σου αφήνουν μια άσχημη επίγευση, ακόμη και στο πιο ωραίο θέατρο του κόσμου. Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι φορές που ένα ταξίδι στην Επίδαυρο με μεγάλες προσδοκίες και καλή διάθεση, κατέληξε σε έναν γυρισμό μέσα στη νύχτα με γκρίνια και νεύρα από τη “φόλα” που είδαμε! Το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι ένα αξιοπρεπές ανέβασμα μιας αρχαίας τραγωδίας, να περάσουν καθαρά τα λόγια του συγγραφέα από ένα ιστορικό κειμήλιο με βάρος δυόμισι χιλιετηρίδων στο παρόν, να βγάζουν νόημα, να πείθουν αβίαστα για την ομορφιά και τη σοφία τους. Να αναδειχτούν οι δραματουργικές αρετές του κειμένου ως ενός καλλιτεχνικού προϊόντος που φτιάχτηκε, με αδιανόητη γνώση και έμπνευση, μέσα σε μια μοναδικά ακμαία θεατρική παράδοση. Η σκηνοθεσία του Νεοκλή Νεοκλέους οδήγησε σε ένα αποτέλεσμα που κατάφερε να περάσει αξιοπρεπώς πάνω από αυτόν τον πήχη, εκεί που έχουν αποτύχει πολύ πιο φιλόδοξες απόπειρες. Έχω την αίσθηση ότι σημαντικός παράγοντας της επιτυχίας ήταν η σωστή εκτίμηση των δυνάμεων που είχε στη διάθεσή του. Αντιστάθηκε στον πειρασμό εντυπωσιακών ευρημάτων και επιχείρησε από την αρχή ως το τέλος μια συνεκτική και σαφή γραμμή διδασκαλίας, οδηγώντας τους ηθοποιούς σε ασφαλείς δρόμους, στους οποίους ήξεραν τι θα κάνουν και γιατί. Μπορεί ο θεατής να μην είδε λάμψεις υποκριτικού μεγαλείου ή μια ρηξικέλευθη ερμηνεία του κειμένου, αλλά κέρδισε μια σεμνά (αλλά όχι σεμνότυφα) διαμεσολαβημένη συνάντηση με τον λόγο του Ευριπίδη. Κι αυτό είναι κάτι τεράστιο και σημαντικό. Πόσο μάλλον που ο Ιππόλυτος είναι ένα παράξενο έργο, με πολλά από εκείνα τα στοιχεία που εκνευρίζουν και απωθούν τους καθωσπρέπει κλασικούς φιλολόγους των σχολείων μας (αλλά και τον Νίτσε! ): το ερωτικό δράμα, μια “σύγχυση” των ειδών, την εμπλοκή παραμυθικών και υπερφυσικών στοιχείων, την παρεμβατική εμφάνιση θεών επί σκηνής. Συγχρόνως όμως, στον Ιππόλυτο υπάρχουν όλα εκείνα που κάνουν τον Ευριπίδη τον πιο σύγχρονό μας από τους τρεις μεγάλους τραγικούς: η φιλοσοφική απαισιοδοξία, το καυστικό χιούμορ, οι διφορούμενες κοινωνικές απόψεις (ένα εκκρεμές από την πιο σκληρή αντίδραση μέχρι τον πιο προχωρημένο Διαφωτισμό), η απτή αίσθηση του παραλόγου, η λατρεία για το θέαμα ακόμη κι αν φτάνει στη υπερβολή και το μελόδραμα (κάτι που τόσο ευχαριστούσε τους Ρωμαίους και “έπιασε” σωστά η μουσική του Ν. Νεοφυτίδη), τα πάθη του θνητού σώματος ως υλικό του Μηδενός και του Θείου. Με θεμέλιο τη στρωτή μετάφραση και διασκευή των Ν. Νεοκλέους και Φ. Φωτίου και τη δουλειά συνόλου των ηθοποιών, στήθηκε ένα γερό καλλιτεχνικό οικοδόμημα που άντεξε τις όποιες υποκριτικές ατέλειες (ιδίως στο πρώτο μισάωρο της παράστασης) και απογειώθηκε προς το τέλος, προκαλώντας τη γενική συγκίνηση, όπως φάνηκε και από τις θερμές επευφημίες που ακολούθησαν.
Συγχαρητήρια αξίζουν σε όσους όσους δούλεψαν, πίστεψαν και στήριξαν για να γίνει πραγματικότητα η χτεσινή παράσταση. Αυτό δεν σημαίνει ότι από χτες έως σήμερα το πολιτικό πρόβλημα έχει γίνει πιο εύκολο. Όμως δίνει την αίσθηση πως αυτό που χτες φαινόταν αδύνατον, μπορεί να γίνει. Η Κύπρος αλλάζει. Υπάρχει η κρίσιμη μάζα των ανθρώπων, και από τις δύο πλευρές, που θέλουν και μπορούν να οικοδομήσουν το κοινό μέλλον.
Φωτογραφία: Γιάννος Ιωάννου
Γράφει: Γιώργος Στόγιας