Πάντα έβλεπα αρκετό παιδικό θέατρο στην Κύπρο, αλλά πέρσι, λόγω της (τιμητικής για μένα) συμμετοχής μου στην Επιτροπή Βραβείων Παιδικού Θεάτρου, πήρα μια δόση πολύ μεγαλύτερη από τη συνιστώμενη.
Το πλεόνασμα αυτό της εμπειρίας αποφάσισα να το μοιραστώ συνοπτικά με όποιον ενδιαφέρεται, έστω και μόνο για να μην το κρατήσω στον οργανισμό μου. Ακόμα καλύτερα θα είναι, αν φανεί χρήσιμο σε κάποιον, άνθρωπο του θεάτρου, εκπαιδευτικό, γονιό, ή αν προχωρήσει κάπως την υπάρχουσα δημόσια συζήτηση για το θέμα. Το τελευταίο ήταν αστείο.
Καταρχήν υπάρχει (με τη Λευκωσία να παίρνει τη μερίδα του λέοντος) μια εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των παραστάσεων, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο πέντε ή δέκα χρόνια πριν. Πώς ερμηνεύεται αυτό; Σχετίζεται με την αύξηση του αριθμού των ηθοποιών, αποφοίτων Δραματικών Σχολών από την Κύπρο και το εξωτερικό που αναζητούν έναν τρόπο να ενισχύσουν το πενιχρό τους εισόδημα; Με την ανάπτυξη των καλλιτεχνικών και παιδαγωγικών ανησυχιών τόσο παλαιοτέρων όσο και νεοτέρων σκηνοθετών και θεατρικών σχημάτων; Με την αύξηση της ζήτησης για παιδικό θέατρο ως μια δημιουργική κυριακάτικη πρωινή έξοδο από μια νέα γενιά γονέων που δίνουν μεγαλύτερη αξία στο πολιτισμικό κεφάλαιο των παιδιών τους; Αν είναι, όπως φαίνεται, ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, τότε, λογικά, πατάει σε μια σταθερή βάση και μπορεί να έχει διάρκεια.
Η αύξηση της προσφοράς και της ζήτησης είναι καλό στοιχείο, αλλά από μόνο του δεν επαρκεί. Γιατί, στη χειρότερη περίπτωση, θα μπορούσαμε να είχαμε έναν σωρό κακών παραστάσεων που, σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα οδηγούσε στην απογοήτευση του κοινού, παιδιών και ενηλίκων, και στο σπάσιμο της «φούσκας». Ας το έχουν λοιπόν αυτό στο μυαλό τους όσοι επιχειρούν «αρπαχτές». Ότι όσο κι αν συγκυριακά ευνοούνται, όπως άλλωστε περιγράφει και η θεωρία των παιγνίων, με γεμάτες πλατείες, λειτουργούν, σε ορίζοντα λίγων ετών, ενάντια τόσο στο δικό τους όσο και στο γενικότερο συμφέρον. Ευτυχώς, αυτή δεν είναι η συνολική εικόνα. Από τη μια μεριά, ακόμη και η αρπαχτή έχει διαβαθμίσεις, και από την άλλη, έχουμε εξαιρέσεις που ανατρέπουν τον κανόνα. Οι αποκλίνουσες φωνές είναι αυτές που μεταφέρουν τη δυναμική της αλλαγής, αρκεί να μην πνιγούν από τη συλλογική αδιαφορία απέναντι στην αριστεία, στάση που ευνοείται και ενισχύεται από τον χαμηλό μέσο όρο καλλιτεχνικής ποιότητας.
Για να γίνω σαφέστερος, πότε μια παράσταση παιδικού θεάτρου συνιστά απάτη; Όταν οι συντελεστές αντιμετωπίζουν τους μικρούς σε ηλικία θεατές ως κοινό χαμηλότερων απαιτήσεων. Πρακτικά και απλά, αυτό σημαίνει μικρότερη επένδυση σε χρόνο για δημιουργική προετοιμασία και πρόβες, σε χρήματα, σε προσοχή της λεπτομέρειας. Σαν το θέατρο για παιδιά να είναι ένα πάρεργο, κάτι έξτρα (+μπόνους), καλλιτεχνικά και οικονομικά. (Ως ένα ακραίο αλλά δυστυχώς συνηθισμένο χαρακτηριστικό παράδειγμα, αναφέρω εδώ την πρακτική των προηχογραφημένων τραγουδιών, με τους ηθοποιούς να κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους και το κοινό, να ανοιγοκλείνουν το στόμα σε μια προσπάθεια μεταθανάτιας δικαίωσης των Μίλι Βανίλι. Όσοι θίασοι χρησιμοποιούν ακόμη αυτή την αναχρονιστική κατάπτυστη πρακτική, γιατί δεν δοκιμάζουν κάτι αντίστοιχο σε μια παράσταση για μεγάλους;).
Πώς προκύπτει αυτή η αντιμετώπιση; Πρόκειται για μια σύνθεση παιδαγωγικών κοινοτοπιών (πρέπει να το παίξεις και λίγο «καραγκιόζης» για να κρατήσεις την προσοχή του παιδιού, τα παιδιά θέλουν απλές αφηγήσεις με διακριτούς ρόλους καλού-κακού και ευκρινές δίδαγμα) και χαμηλών καλλιτεχνικών κριτηρίων (γιατί, μην κοροϊδευόμαστε, αυτός που υπογράφει μια κακή παράσταση για παιδιά είναι λογικά απίθανο να φτιάξει ένα αριστούργημα για ενήλικες). Κόντρα στις προβληματικές όψεις του απόλυτου διαχωρισμού παιδιού-ενήλικα, οι συντελεστές μια παιδικής παράστασης οφείλουν να απευθύνονται στον θεατή ως ιδεατή ανθρώπινη ολότητα, παρά τα όρια της εκάστοτε ηλικίας. Αυτό είναι ένα μάθημα που μπορούμε να πάρουμε από μια σειρά μεγάλων σε αξία καλλιτεχνικών έργων που αγαπήθηκαν και από παιδιά, από την κλασική λογοτεχνία π.χ. του Κ. Ντίκενς, του Ό. Ουάιλντ, του Μ. Τουαίν, του Τζ. Σουίφτ, μέχρι τις καλύτερες από τις ταινίες π.χ. του Ντίσνεϊ, της PIXAR και του Χ. Μιγιαζάκι, έργα στη συνάντηση με τα οποία μικροί και μεγάλοι βιώνουν διαφορετικές αλλά εξίσου συναρπαστικές αισθητικές εμπειρίες.
Σε αυτό το σημείο, μιας και έβαλα τεράστια ονόματα, ακούω, όπως μου έχει συμβεί αρκετές φορές όταν εκθέτω ανάλογες σκέψεις σε συντελεστές, τις προβλεπόμενες αντιρρήσεις, οι οποίες εκτείνονται από την παράθεση δυσκολιών (δεν βγαίνουμε για περισσότερες πρόβες, οι ηθοποιοί μας δεν μπορούν να τραγουδήσουν) μέχρι μια ρητορική εμπεδωμένης ανημπόριας με στοιχεία κυνισμού («δεν είστε με τα καλά σας που θέλετε και ορχήστρα!»). Δίχως να υποτιμώ υπαρκτά προβλήματα και εμπόδια, διατηρώ το δικαίωμα ως θεατής να είμαι αυστηρός. Γιατί οι άνθρωποι του θεάτρου υπάρχουν εκεί για να εξυπηρετούν τις ανάγκες πρώτα των θεατών και μετά των ιδίων, όπως το ίδιο πρέπει να ισχύει για τους εκπαιδευτικούς σε σχέση με τους μαθητές, τους γιατρούς σε σχέση με τους ασθενείς κ.ο.κ.
Είναι αλήθεια ότι η τέχνη του θεάτρου έχει ανταγωνιστικά μειονεκτήματα σε σχέση π.χ. με το σινεμά. Δεν μπορεί να το ανταγωνιστεί σε εφέ, ρεαλιστική αναπαράσταση σκηνικών και κουστουμιών, διατήρηση της προσοχής του θεατή και πρόκληση συγκίνησης μέσω της καταιγιστικής δράσης. Έχει όμως και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, την αμεσότητα της θεατρικής εμπειρίας, λόγω της μοναδικότητας της στιγμής και της ζωντανής απεύθυνσης του ηθοποιού στον κάθε θεατή ξεχωριστά. Αξιόλογο παιδικό θέατρο μπορεί να γίνει είτε με πολλά είτε με λίγα χρήματα, είτε με πολυμελή είτε με ολιγομελή θίασο — ακριβώς δηλαδή ότι ισχύει και για το θέατρο για ενηλίκους. Η χρησιμότητα/αναγκαιότητα των όποιων μέσων εξαρτάται από το εκάστοτε συγκεκριμένο καλλιτεχνικό όραμα και αξιολογείται ειδικά και αποκλειστικά σε σχέση με αυτό, όχι με εξωθεατρικά κριτήρια. Πιο απλά: Μπορεί να δούμε κάτι απίστευτα όμορφο με ελάχιστα μέσα, ένα «φτωχό» θέατρο, και μια «φόλα ολικής» που κόστισε πανάκριβα για να φτιαχτεί (προς αποφυγή παρεξήγησης, το «φτωχό» δεν είναι αναγκαστικά καλό. Αν δεν πείσει, φανερώνει ένδεια καλλιτεχνικής φιλοδοξίας).
Λοιπόν, τα καλά νέα: είδα, λίγες στο συνολικό ποσοστό, αλλά είδα, μερικές εξαιρετικές παραστάσεις. Δουλειές που όπου και να παρουσιάζονταν, στην Αθήνα, στο Λονδίνο, στη Μόσχα, θα αποτελούσαν σημαντικό θεατρικό γεγονός. Παιδικό θέατρο που εγγράφει τον Κύπριο θεατή σε έναν διεθνή πολιτιστικό χάρτη. Πολύτιμες εμπειρίες που είμαι βέβαιος — γιατί αυτή είναι η μαγική δύναμη του θεάτρου— μικροί και μεγάλοι θεατές θα κουβαλούν για πάντα μέσα τους, σαν έναν άυλο φακό μέσα και από τον οποίο θα κοιτούν και θα καταλαβαίνουν τους ανθρώπους που συναντούν, τον χρόνο που κυλά, την κοινωνία που αλλάζει.
Δεν υπάρχει αποκλειστική προέλευση τέτοιων παραστάσεων. Άλλες ήταν από μεγάλα και γνωστά θέατρα με ιστορία, και άλλες από νεοσύστατες ή «fringe», όπως καθ’ υπερβολή θα μπορούσα να τις αποκαλέσω, ομάδες. Το κοινό όμως χαρακτηριστικό αυτών των παραστάσεων ήταν ότι οι συντελεστές τους «σκίστηκαν» στη δουλειά, πειραματίστηκαν, ρίσκαραν, αγχώθηκαν, σεβάστηκαν το κοινό τους, σαν κι από την επιτυχία ή όχι του θεάματος που έφτιαχναν θα κρινόταν κάτι πολύ σημαντικό, σχεδόν ή τύχη του κόσμου. Γιατί, με συγχωρείτε, αν ένας καλλιτέχνης δεν αντιμετωπίζει έτσι τη δουλειά του (που ρεαλιστικά μιλώντας είναι σχετικά «μη χειροπιαστά ωφέλιμη» για την κοινωνία), τότε ας αλλάξει επάγγελμα.
Και τώρα τα κακά νέα: Είδα παραστάσεις που με έκαναν να ντρέπομαι, παρότι ο ίδιος δεν έφταιγα άμεσα σε τίποτα. Ντρεπόμουν τα παιδιά, που αυτό το σκουπιδάκι θα φώλιαζε στη μνήμη τους — από μόνο του άμορφο, ανόητο και αδιάφορο, αλλά σε συνδυασμό με μια ακολουθία αντίστοιχων εμπειριών θα διαμόρφωνε μια αντιπαθητική ιδέα του θεάτρου και ευρύτερα της Τέχνης ως κάτι απατηλού, εύκολου, βαρετού, εν τέλει άσχημου (ακόμη κι αν ποτέ δεν το αναγνωρίσουν, λόγω υποκριτικής εκτίμησης κάποιου αόριστου πράγματος με κοινωνικό κύρος). Ντρεπόμουν τους γονείς που βασανίζονταν για ένα χαμένο κυριακάτικο πρωινό, αβέβαιοι για το αν έκαναν κάτι παιδαγωγικά χρήσιμο ή άχρηστο, με ύφος λες και είχαν πάει από υποχρέωση για να αντέξουν, βαρυγκωμώντας σιωπηλά, έτοιμοι να εξεγερθούν για την καταπίεση, φοβούμενοι μην κατηγορήσουν αδίκως τα ίδια τους τα παιδιά για την περιστολή της ελευθερίας τους, ουσιαστικά απογοητευμένοι, γιατί κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα και ξεκινά μια παράσταση όλοι γινόμαστε για λίγο παιδιά από την προσμονή του θαύματος. Ντρεπόμουν για τους ηθοποιούς που μπορεί όταν πρωτόπαιξαν στο λύκειο ή όταν μπήκαν στη Σχολή τους, να είχαν άλλα όνειρα, εντελώς διαφορετική αίσθηση του τι συμβαίνει όταν βρίσκεσαι στη σκηνή, και είχαν καταλήξει να κάνουν, γερασμένοι νέοι, τους τηλεπωλητές, τους παλιάτσους μείον όλη τη ρομαντική μυθολογία.
Εν κατακλείδι, μερικές προσωπικές εισηγήσεις.
Προς τους ανθρώπους του θεάτρου που ασχολούνται με το παιδικό θέατρο: Πηγαίνετε σε όσες περισσότερες παραστάσεις των άλλων ομάδων μπορείτε (και στο εξωτερικό, αν βρεθείτε), δείτε τες ως θεατής και κρίνετε τι σας άρεσε και τι σας ενόχλησε. Φροντίστε στην επόμενη δική σας παράσταση να φτιάξετε κάτι σαν αυτό που θα θέλατε να δείτε, ιδανικά με ένα παιδί στη διπλανή θέση. Σε κάθε παράσταση που συμμετέχετε, από όποιον ρόλο και να είστε, σκηνοθέτη, ηθοποιού, μουσικού κ.λ.π, να ξεκινάτε πάντα από το μηδέν, δίχως τίποτα αυτονόητο, έτοιμο και δεδομένο. Στο κείμενο, στη δραματουργική επεξεργασία, στην υποκριτική, στην σύλληψη και την κατασκευή του σκηνικού κλπ. Όλες οι καλλιτεχνικές αποφάσεις οφείλουν να σχετίζονται άμεσα και αποκλειστικά με το συγκεκριμένο ανέβασμα. Ακόμα και οι πρακτικές δυσκολίες, μπορούν να γίνουν δημιουργική πρόκληση και να εξυπηρετήσουν ένα όραμα. Θυμηθείτε με τι εκτίμηση για τον κοινωνικό τους ρόλο μιλά ο Άμλετ στους ηθοποιούς που έρχονται στο παλάτι. Αυτή την εκτίμηση πρέπει να απαιτείτε για τον εαυτό σας, μέσω της δουλειάς σας. Διαβάστε λογοτεχνία, κοινωνιολογία, ιστορία, δείτε καλές ταινίες, πηγαίνετε στο θέατρο. Όταν είστε στη σκηνή απέναντι σε παιδιά, έχετε ευθύνη, είστε δάσκαλοι.
Προς τους εκπαιδευτικούς: Ερευνήστε προσεκτικά τις προσφερόμενες επιλογές, ας πάνε οι δάσκαλοι, έστω σε εθελοντική βάση όσοι έχουν μικρά παιδιά ή ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όσο δεν υπάρχει ένα σάιτ με αξιόπιστες παρουσιάσεις και κριτικές, ρωτήστε γονείς και συναδέλφους για πληροφορίες. Μην οδηγήσετε τους μαθητές σε ένα «ραντεβού στα τυφλά». Αν οι γονείς αναλαμβάνουν τις Κυριακές την ευθύνη για τα παιδιά τους, εσείς αναλαμβάνετε ευθύνη για τον μαθητικό πληθυσμό ολόκληρου σχολείου, και η επιλογή σας έχει χαρακτηριστικά θεσμικής έγκρισης ότι αυτό που θα παρακολουθήσουν τα παιδιά είναι «καλό θέατρο». Και ναι μεν, τυπικά, την ευθύνη την έχει το Υπουργείο που έχει δώσει την έγκριση παρακολούθησης, ουσιαστικά όμως, στα μάτια των παιδιών, την έχετε εσείς. Κάτι ακόμα: Ο διακανονισμός σύμφωνα με τον οποίο ο Παγκύπριος Σύλλογος Γονέων κλείνει συμφωνία με συγκεκριμένα θέατρα (ένα σε κάθε πόλη) και, εκ των πραγμάτων, αναγκάζει τα δημοτικά σχολεία να διαλέξουν τη συγκεκριμένη παράσταση (στην τρέχουσα σχολική χρονιά υπήρξε και ανάλογη εγκύκλιος από το Υπουργείο) λειτουργεί ενάντια στον ελεύθερο ανταγωνισμό, βάζοντας σε πιο αδύναμη θέση τα μικρότερα/νεότερα σχήματα. Ο Σύλλογος των Διδασκόντων κάθε σχολείου μπορεί να πάρει, αν κρίνει αναλόγως, διαφορετική απόφαση. Ήδη φέτος, αρκετά σχολεία, στη Λευκωσία τουλάχιστον, όπου υπάρχουν αρκετές επιλογές, δεν ακολούθησαν την οδηγία.
Τέλος, για τους γονείς: Μια κακή θεατρική εμπειρία δεν είναι, κατά καμία έννοια, προτιμότερη από μια καθόλου εμπειρία. Ας μην επιβραβεύσετε με τον οβολό σας μία παράσταση που δεν σέβεται τους μικρούς και τους μεγάλους θεατές της. Να είστε επιλεκτικοί, απαιτητικοί και αυστηροί. Βέβαια, το ενδεχόμενο του να πάμε κάποτε σε μια κακή παράσταση, να αγοράσουμε ένα αδιάφορο μυθιστόρημα είναι αναπόφευκτο, θα έλεγα μάλιστα ότι είναι μέρος του «παιχνιδιού». Άλλωστε, πώς θα αναπτύξει ένα παιδί, στην πορεία προς την ωριμότητα, το αισθητικό του κριτήριο, αν δεν έχει δει και παραστάσεις που θα τις ταξινομήσει με αρνητικό πρόσημο; Ναι. Επιτρέψτε μου εδώ να επιχειρήσω μια αναλογία με τη διατροφή. Αν κάθε μέρα το παιδί σας τρώει υγιεινά, με πλούσιο και ισορροπημένο διαιτολόγιο, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και να φάει μια στις τόσες ένα «βρώμικο», όπως λέγεται. Μπορεί να αποδειχτεί και ευχάριστη έκπληξη, μπορεί και όχι, αλλά, σε κάθε περίπτωση, θα μπορεί να προοδευτικά να διακρίνει περί τίνος πρόκειται. Αν όμως τρέφεται καθημερινά με junk food, τότε και το στομάχι του θα χαλάσει, και διατροφική κουλτούρα δεν πρόκειται να αναπτύξει.
Κλείνω με μια αισιόδοξη πρόβλεψη: Έχω την αίσθηση ότι τα επόμενα χρόνια, με το νέο αίμα, τους νέους καλλιτέχνες που συνεχώς έρχονται, γεμάτοι εμπειρίες και ιδέες από τις σπουδές τους, με αγωνία να διαφοροποιηθούν και να αναδειχτούν, σε ένα πολύ ανταγωνιστικό πλαίσιο, θα δούμε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες δουλειές. Επίσης, μέσω μιας διαλεκτικής σύνθεσης, εκείνοι οι παλαιότεροι στον χώρο άνθρωποι του θεάτρου που διατηρούν ανοιχτούς τους δημιουργικούς τους ορίζοντες, έρχονται σε επαφή με τα σύγχρονα ρεύματα, θα έχουν αξιόλογη παρουσία. Η Κύπρος αλλάζει και εκσυγχρονίζεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς, και στον πολιτισμό. Σε πιο προσωπικό τόνο, το θεατρικό τοπίο που αντίκρισα το 2003, όταν ήρθα να ζήσω στην Κύπρο, διαφέρει δραματικά από το τωρινό, προς το καλύτερο. Και μπορεί να συνεχίσει προς αυτή την κατεύθυνση, σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό, αρκεί να βρίσκεται σε συνεχή δημιουργικό διάλογο με τις διεθνείς καλλιτεχνικές εξελίξεις και, συγχρόνως τις ενδιαφέρουσες διεργασίες, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές, στο εσωτερικό της κυπριακής κοινωνίας.
Γράφει: Γιώργος Στόγιας