Η δημοσίευση των αποτελεσμάτων της διεθνούς έρευνας PISA απασχόλησε την κυπριακή επικαιρότητα των τελευταίων ημερών μάλλον επιδερμικά καθώς αρκετά άρθρα αντί συστηματικής ανάλυσης περιορίστηκαν σε συνθηματολογία.
Αντίθετα, στη Φιλανδία που για μια δεκαετία απολάμβανε τις πρώτες θέσεις στη σχετική έρευνα, αποτελεί θέμα έντονης δημόσιας συζήτησης η ‘πτώση’ της χώρας στη δέκατη θέση. Η Φιλανδία, μας ενημερώνει ο ημερήσιος τύπος της, σκέφτεται σοβαρά να αναθέσει σε μια επιτροπή αποτελούμενη από επιστήμονες εκτός της χώρας να εξετάσει τα αίτια της ‘πτώσης’ και να προτείνει λύσεις.
Εμείς, ‘ο πάτος της Ευρώπης’, όπως εύστοχα ερμηνεύτηκε το απογοητευτικό αποτέλεσμα από ορισμένους, τί ακριβώς κάνουμε; Οι εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών φορέων των εκπαιδευτικών δεν αρνούνται μέρος της ευθύνης του αποτελέσματος αλλά στην ουσιαστικά αυτό που τους απασχολεί σοβαρά είναι να μην ‘κηλιδωθεί’ η ‘εξαίρετη δουλειά’ που κάνουν στα σχολεία και κυρίως να μην τύχει εκμετάλλευσης το θέμα από το Υπουργείο Παιδείας στο επίκαιρο ζήτημα αντιπαράθεσης Υπουργείου-εκπαιδευτικών, της κατάργησης, δηλαδή, του καταλόγου διοριστέων εκπαιδευτικών. Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, το καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργείο να μας εξηγήσει πώς και γιατί βρεθήκαμε στον ‘πάτο’ της κατάταξης, μάλλον σφυρίζει αδιάφορα δακτυλοδείχνοντας έμμεσα ως ενόχους του αποκαρδιωτικού αποτελέσματος τους εκπαιδευτικούς, λες και οι εκπαιδευτικοί εργοδοτούνται, εποπτεύονται και επιμορφώνονται από κάποιο άλλο φορέα. Η επιστημονική και ερευνητική κοινότητα του τόπου και οι οργανωμένοι γονείς; Αυτοί μάλλον ασχολούνται με σημαντικότερα θέματα ή δεν έχουν λόγο να εμπλακούν σε μια σοβαρή συζήτηση για το πού πάει η παιδεία του τόπου.
Θα προσπαθήσω εν συντομία να εξηγήσω τί είναι η PISA και τί αξιολογεί και να παραθέσω μερικές σκέψεις, προκειμένου να πείσω ότι η κατάταξη της PISA δεν είναι το τέλος του κόσμου αλλά είναι ανάγκη να γίνει αντιληπτή ως εφαλτήριο προβληματισμού και χάραξης εκπαιδευτικής και κοινωνικής πολιτικής.
Η PISA είναι διεθνής εκπαιδευτική έρευνα που θέτει ως γενικό στόχο τη σύγκριση της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών που συμμετέχουν σε αυτή. Στην τελευταία PISA, αυτή που ανακοινώθηκε πριν λίγες βδομάδες, συμμετείχαν 65 χώρες εκπροσωπώντας τόσο τον ανεπτυγμένο όσο και το λεγόμενο αναπτυσσόμενο κόσμο. Στο πλαίσιο της έρευνας εξετάστηκε η κατανόηση που έχουν πετύχει οι δεκαπεντάχρονοι μαθητές στα μαθηματικά, την ανάγνωση και την επιστήμη. Σημειώστε ότι η ηλικία των παιδιών δεν είναι τυχαία καθώς στα περισσότερα εκπαιδευτικά συστήματα κάπου στα δεκαπέντε χρόνια κλείνει ο κύκλος της υποχρεωτικής εγκύκλιας εκπαίδευσης και αρχίζει ένας νέος εξειδικευμένος κύκλος που οδηγεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Με άλλα λόγια, μπορεί να ισχυριστεί δικαιολογημένα κάποιος ότι η εικόνα της PISA για κάθε εκπαιδευτικό σύστημα είναι ενδεικτική του μέσου όρου γνώσεων και δεξιοτήτων που αποκτάει ο αυριανός μέσος πολίτης κάθε συμμετέχουσας χώρας στα τρία παραπάνω μαθησιακά αντικείμενα. Πού βρίσκεται η Κύπρος σ’ αυτήν την κατάταξη; Πάνω από τις αραβικές χώρες και τις χώρες της λατινικής Αμερικής λίγο κάτω από τις βαλκανικές, αρκετά κάτω από την ομάδα των κεντροευρωπαϊκών χωρών, της Ρωσίας και των ΗΠΑ που βρίσκονται λίγο πάνω από το μέσο όρο των 65 χωρών και πολύ μακριά από την ομάδα των βορειοευρωπαϊκών και ασιατικών χωρών των οποίων ο μέσος όρος επίδοσης είναι περίπου 30% υψηλότερος του δικού μας. Νομίζω αξίζει να εστιάσουμε την προσοχή μας στο ερώτημα τί ακριβώς αντανακλάται σ’ αυτή τη διαφορά μέσου όρου.
Η διαφορά αυτή έχει ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας. Οι μαθητές των χωρών που έχουν υψηλότερο μέσο όρο από εμάς πέτυχαν να απαντήσουν σωστά όχι μόνο πολύ περισσότερες ερωτήσεις αλλά κυρίως περισσότερες ερωτήσεις αυξημένης δυσκολίας. Για παράδειγμα, σε ερωτήσεις του τύπου: Η Μαρία έκανε με το ποδήλατό της τη Δευτέρα 8 χιλιόμετρα σε 4 λεπτά και την Τρίτη 4 χιλιόμετρα σε 2 λεπτά. Ποια από τις παρακάτω ερωτήσεις είναι η ορθή: α. Δεν μπορεί να υπολογιστεί η ταχύτητα της Μαρίας , β. Η Μαρία έτρεχε με μεγαλύτερη ταχύτητα τη Δευτέρα, γ. Η Μαρία έτρεχε με μεγαλύτερη ταχύτητα την Τρίτη δ. Η Μαρία έτρεχε με την ίδια ταχύτητα και τις δύο μέρες, περίπου το 85% των μαθητών στις χώρες με πολύ υψηλούς μέσους απάντησε σωστά ενώ σε εμάς μόλις το 15% έδωσε σωστή απάντηση σε τέτοιας δυσκολίας ερωτήσεις.
Κοντολογίς, οι μαθητές μας δεν απάντησαν απλά λιγότερες ερωτήσεις αλλά απάντησαν και τις ευκολότερες. Πιο απλά, οι καλοί μαθητές μας απάντησαν τόσες και τόσης δυσκολίας ερωτήσεις όσες πάνω κάτω απάντησαν οι μέτριοι μαθητές των χωρών που κατετάγησαν στην πρώτη δεκάδα. Αβίαστα μπορεί να συμπεράνει κανείς με βάση τα αποτελέσματα της PISA ότι ο μέσος Κύπριος μαθητής στο τέλος των γυμνασιακών του σπουδών έχει σαφώς λιγότερες γνώσεις και δεξιότητες μαθηματικής, αναγνωστικής και επιστημονικής σκέψης συγκρινόμενος με το Γερμανό, Βρετανό ή το Βιετναμέζο συνομήλικο του. Πώς αυτή η αλήθεια συμβιβάζεται με το γεγονός ότι το 1/3 περίπου των μαθητών γυμνασίου κρίνονται από το εκπαιδευτικό μας σύστημα ως άριστοι επιτυγχάνοντας μέση βαθμολογία υψηλότερη του 18.5; Αν οι καλοί μας μαθητές έχουν γνώσεις και δεξιότητες όμοιες με τους μέτριους της πρώτης δεκάδας, τί γνώσεις και δεξιότητες διαθέτουν οι μέτριοι μαθητές μας; Τα σημαντικότερα, βέβαια, ερωτήματα που στριφογυρίζουν στο μυαλό όλων είναι ποιος φταίει γι’ αυτό και τί πρέπει να γίνει για να διορθωθεί η ζοφερή εκπαιδευτική μας κατάσταση.
Πριν αναζητήσουμε τους ενόχους και τη θεραπεία, αξίζει να αναρωτηθούμε ποιες είναι οι σημαντικές παράμετροι στην εξίσωση του εκπαιδευτικού μαθησιακού αποτελέσματος ή της επίδοσης. Η πρώτη παράμετρος χωρίς αμφιβολία είναι το νοητικό δυναμικό του παιδιού. Κάθε παιδί έχει διαφορετικές δυνατότητες σε διαφορετικά μαθησιακά πεδία οι οποίες αποτελούν προϊόν της συνεχούς αλληλεπίδρασης των γενετικών και περιβαλλοντικών του προδιαγραφών. Η δεύτερη παράμετρος είναι το περιεχόμενο ή η δεξιότητα προς μάθηση. Διαφορετικού τύπου γνώση και δεξιότητες, για παράδειγμα απαιτούνται στα μαθηματικά από ό,τι στην ανάγνωση. Η τρίτη παράμετρος είναι το σχολείο. Λέγοντας σχολείο εννοούμε τη διδακτική προσέγγιση, την παιδαγωγική κατάρτιση των εκπαιδευτικών, το σχολικό κλίμα, τη σχολική κουλτούρα εν γένει. Τέλος, η τέταρτη παράμετρος είναι η οικογένεια. Η οικογένεια συνιστά το φυσικό, κοινωνικό και ψυχολογικό πλαίσιο της μαθησιακής προσπάθειας του παιδιού. Μέχρι εδώ η εξίσωση της μάθησης μοιάζει μάλλον απλή και επιλύσιμη. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι αλλάζοντας σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό κάποια ή κάποιες παραμέτρους μπορούμε να πετύχουμε το αποτέλεσμα που θέλουμε, δηλαδή, μια καλύτερη εκπαίδευση. Δυστυχώς, το φαινόμενο της μάθησης και, κατ’ επέκταση, της εκπαίδευσης είναι συνθετότερο καθώς στην εξίσωση του μαθησιακού αποτελέσματος πρέπει να συμπεριλάβουμε και όλες τις αλληλεπιδράσεις των τεσσάρων γενικών παραμέτρων που αναφέρθηκαν. Δηλαδή, για να έχεις καλό αποτέλεσμα δεν αρκεί μόνο να έχεις καλό σχολείο ή νοητικά ικανούς μαθητές ή γονείς που ενδιαφέρονται για τη μάθηση του παιδιού τους αλλά όλες τις παραμέτρους συγχρονισμένες προς την επίτευξη του καλύτερου δυνατού εκπαιδευτικού αποτελέσματος.
Στην περίπτωση του κυπριακού εκπαιδευτικού συστήματος ποιες παράμετροι ή ποιες αλληλεπιδράσεις παραμέτρων ευθύνονται για το αποθαρρυντικό αποτέλεσμα; Σίγουρα θα πρέπει να αποκλείσουμε την πρώτη παράμετρο, το νοητικό δυναμικό των παιδιών μας. Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι τα παιδιά μας μειονεκτούν νοητικά έναντι των παιδιών των άλλων χωρών. Θα πρόσθετα επίσης την τέταρτη παράμετρο σε αυτές που δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε ότι δυσλειτουργούν. Το αντίθετο, μάλιστα, δεδομένου ότι ο κύπριος γονέας διαθέτει το ίδιο πρότυπο μορφωσιολατρείας που χαρακτηρίζει διαχρονικά τον ελληνισμό.
Συνεπώς, το πρόβλημα μας πρέπει να εντοπίζεται στη δεύτερη και τρίτη παράμετρο, στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις και τις αλληλεπιδράσεις τους με την πρώτη και τέταρτη παράμετρο. Πόσες ώρες, για παράδειγμα, αφιερώνονται προκειμένου να εμπεδωθούν στέρεα θεμελιώδεις έννοιες των μαθηματικών, της επιστήμης και της γλώσσας στο γυμνάσιο μας σε σύγκριση με τις χώρες που πρωτεύουν; Πόσο καλά καταρτισμένοι είναι οι εκπαιδευτικοί μας να μεταδώσουν τις σχετικές γνώσεις και κυρίως να τις μετατρέψουν σε δεξιότητες σκέψης σε σύγκριση με τις χώρες που πρωτεύουν; Πόσο καλά αντιλαμβανόμαστε ως γονείς και ευρύτερα ως κοινωνία ότι θεμελιακός στόχος της εκπαίδευσης πρέπει να είναι η διαμόρφωση κριτικά σκεπτόμενων μαθητών και όχι μαθητών με υψηλούς βαθμούς; Σε ποιο βαθμό έχουμε αντιληφθεί, εκπαιδευτικοί και γονείς, ότι η μάθηση είναι μια επίμοχθη, χρονοβόρα διαδικασία η οποία θεμελιώνεται πάνω στην αυτοπειθαρχία, την επιμονή και την κινητοποίηση;
Στην περίπτωση, λοιπόν, της κυπριακής εκπαίδευσης και των χαμηλών θέσεων που συστηματικά αυτή καταλαμβάνει σε διεθνείς έρευνες συγκριτικής παιδαγωγικής, η ευθύνη δεν πρέπει να αποδοθεί σε μια παράμετρο αλλά συνολικά σε όλους όσους διακονούν την εκπαίδευση, δηλαδή, την πολιτεία, τον εκπαιδευτικό κόσμο και εν μέρει τους οργανωμένους γονείς. Σε καθένα αναλογεί διαφορετική ευθύνη για την κατάντια της εκπαίδευσης. Διαφορετικές επίσης είναι οι ευθύνες που πρέπει να επωμιστούν ο καθένας, προκειμένου να αντιστραφεί η πορεία προς τον πάτο.
Η κυπριακή εκπαίδευση μοιάζει να βρίσκεται στον ‘αυτόματο πιλότο’ εδώ και καιρό. Τα αποτελέσματα της PISA πρέπει να ιδωθούν από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ως χρυσή ευκαιρία να μετακινήσει την κυπριακή εκπαίδευση από τη θέση του ‘αυτόματου πιλότου’ στη θέση ουσιαστική, εκ βάθρων μεταρρύθμιση όλων των ‘δυσλειτουργικών’ παραμέτρων της εκπαίδευσης. Όταν λέμε μεταρρύθμιση δεν εννοούμε μόνο τα Αναλυτικά Προγράμματα, αυτό που πρωτίστως επιχειρείται τα τελευταία χρόνια. Η κύρια ευθύνη για την κακή κατάσταση της Παιδείας βαραίνει το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Αυτό έχει και την απόλυτη ευθύνη αφού μελετήσει συστηματικά, χωρίς χρονοτριβή, τα προβλήματα της, να αρχίσει τάχιστα την ουσιαστική, εκ βάθρων μεταρρύθμιση.
Ωστόσο, για να το πετύχει αυτό, πρέπει πρώτα να μεταρρυθμίσει τις δικές του δομές και κατεστημένες νοοτροπίες. Δεν νοείται να μένει σιωπηλό στη συνεχή υποβάθμιση της ‘ακριβής’ κυπριακής εκπαίδευσης. Αυτή την προσπάθεια πρέπει να τη βοηθήσουν και όλοι οι ενδιαφερόμενοι, εκπαιδευτικοί και γονείς.
Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αναγνωρίσουν τις ευθύνες τους, να αφήσουν κατά μέρος τις συνδικαλιστικές προσεγγίσεις, τη φυγόπονη αντιμετώπιση της εκπαιδευτικής πράξης και θαρραλέα ‘σαν έτοιμοι από καιρό’ να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.
Οι οργανωμένοι γονείς πρέπει να γίνουν περισσότερο διεκδικητικοί ως φορολογούμενοι πολίτες αυτού του τόπου. Η βαθμοθηρική αντιμετώπιση του σχολείου και οι συναντήσεις γνωριμίας πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε οργανωμένες συζητήσεις και διαφώτιση για τα προβλήματα και τις ανάγκες της εκπαίδευσης.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, ότι οι παράμετροι της εκπαίδευσης δεν είναι και δεν πρέπει να αφεθούν να λειτουργούν ο ένας ανταγωνιστικά προς τον άλλο. Στους δύσκολους καιρούς της οικονομικής, κοινωνικής και ηθικής κρίσης που μαστίζει τον ελληνισμό πρέπει να λειτουργούμε συνεργατικά και συναινετικά, αν θέλουμε να δούμε τον κυπριακό ελληνισμό να ανθεί πνευματικά, οικονομικά και κοινωνικά.
Γράφει: Γιώργος Σπανούδης