Στο μεσοδιάστημα μεταξύ πρώτης και δεύτερης εισβολής, στην περίοδο της ούτω καλούμενης εκεχειρίας, ο πατέρας μου κατάφερε με κίνδυνο της ζωής του να επιστρέψει στο εκκενωμένο και αξονικά περικυκλωμένο από τους Τούρκους χωριό μας.
Επέστρεψε για να ποτίσει τα δέντρα και να φέρει λίγα “εφόδια”, για την προσωρινή, όπως οι περισσότεροι νόμιζαν, εξορία μας. Μαζί του σ αυτό το ριψοκίνδυνο ταξίδι, η μάνα μου κι εγώ! Προφανώς δεν άντεξε την γκρίνια και τα παράπονά μου. Δεν τον αρκούσε το μαράζι, είχε και μένα να τον ζαλίζω για…τον Τζακ.
Ποιος ήταν ο Τζακ; Ένα καθαρόαιμο κόκερ σπάνιελ, το οποίο μου χάρισε δυο χρόνια προηγουμένως ο θείος Κώστας. Ένα κατά τα άλλα καλομαθημένο, ευγενικής καταγωγής τετράποδο, το οποίο πάσκιζε το καημένο να εγκλιματιστεί μέσα στις δύσκολες συνθήκες του αγροκτήματος και του σκληροτράχηλου τοπίου.
Ζώντας στις παρυφές του χωριού και μη έχοντας καθημερινά τη δυνατότητα για παιχνίδι και κουβέντα με τους συνομίληκούς μου, το σκυλί αυτό είχε γίνει ο σταθερός και στενότερός μου φίλος. Κι ας περίσσευαν οι ιδιοτροπίες και τα προβλήματα που μας προκαλούσε κάθε λίγο και λιγάκι…
Όταν στις 26 του Ιούλη του 1974 η καμπάνα του χωριού έδωσε το σύνθημα για εκκένωση, ο Τζακ ξεκίνησε να τρέχει μαζί μας πάνω κάτω – από το σπίτι στο στάβλο, κι από το κοτέτσι στ´ αλώνι -. Ένα “μποκσιά” ρούχα, λίγα φρούτα, γάλα σκόνη για τα μωρά, το καθίκι του Άθου – τελικά ο Άθως έφυγε μονοσάνταλος – κι ένα τεράστιο καρπούζι από το μποστάνι. Βλέπετε μου ήταν αδύνατο ν’ αφήσω να πέσει στα χέρια και στα δόντια των Τούρκων το τελευταίο καρπούζι που με τόσο κόπο κι’ αγάπη μεγάλωνα για ένα και πλέον μήνα…
Μας φόρτωσαν “σαν τα ζά”, κατά που λέει κι ο ποιητής, στο λεωφορείο της γραμμής.
Καμιά εκατοστή γυναικόπαιδα σε ένα παλιό τριανταθέσιο Bedford του 60. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, μας ακολουθούσαν με τα φορτηγά και με τα λίγα σαλούν που δεν είχε επιτάξει η Εθνική Φρουρά.
– Τα παντελόνια που ήταν κρεμασμένα στο σχοινί τα πήρες;
– Τα πήρα!
– Τ´ αυγά από το καλάθι;
– Κι αυτά τα πήρα!
– Το μπιμπερό του μωρού;
– Όλα τα πήραμε! Άντε ρε μάνα, κλείσε την πόρτα να φύγουμε και περιμένει ο κόσμος.
Η πόρτα έκλεισε και το φορτηγό ξεκίνησε. Και κάπου εκείνη τη στιγμή, έκανα “κλικ”. Ο Τζακ! Άνοιξα με ορμή το παραθυράκι και φώναξα:
– Μπαμπά, τον Τζακ, φέρε μου τον Τζακ! Θα τον κρατώ στα γόνατα, μαζί με το καρπούζι!
Ο μακαρίτης με άγριοκοίταξε και χωρίς να πει λέξη, έγνεψε στον οδηγό να συνεχίσει.
Ο Τζακ τα ´χε χαμένα. Μας έβλεπε ν απομακρυνόμαστε και έδειξε ν απορεί.
– Ρε σεις που μ αφήνετε μόνο στο χωριό; Πάρτε με μαζί σας, δεν θέλω να μείνω εγκλωβισμένος εδώ πέρα!
Για δέκα λεπτά, μα τον Θεό, το δυστυχισμένο ζωντανό ακολουθούσε τρέχοντας και εκλιπαρώντας.
– Πάρε με μαζί σου, μην μ´ αφήνεις.
Κόλλησα το πρόσωπο στο τζάμι και τον παρακολουθούσα όσο ξέμενε ολοένα και πιο πίσω και πιο πίσω μέχρι που χάθηκε στο βάθος του δρόμου.
Όταν μετά από ώρες μαζευτήκαμε στα Πλατάνια τόλμησα να ρωτήσω το μακαρίτη που έφθασε με το επόμενο μπουλούκι των συγχωριανών:
– Γιατί; Αφού σου είπα, θα τον κρατούσα στα χέρια μου…
Όλως παραδόξως αντί μιας “αξινόστραφης“, ο πατέρας μ’ απάντησε με αυστηρό μεν, αλλά συνάμα απολογητικό ύφος:
– Εδώ δεν ξέραμε αν θα βγαίναμε ζωντανοί από την κόλαση εμείς και τα βρέφη, για τον σκύλο θα νοιαζόμασταν; Μην λυπάσαι όμως, τα ζώα έχουν το ένστικτο της επιβίωσης. Θα τα καταφέρει!
Όταν στις 6 τ´ Αυγούστου μας ανακοίνωσε ότι την επομένη θα επιχειρούσε να επιστρέψει στο περικυκλωμένο από τα τουρκικά στρατεύματα χωριό μας για να δει τι γίνεται και να μαζέψει λίγα πράγματα, του έγινα κολλιτσίδα.
-Θα έρθω κι εγώ! Θα ψάξω να βρω τον Τζακ και θα τον φέρω μαζί μου!
Η επιμονή μου ήταν τόσο μεγάλη, που ο πατέρας υπέκυψε.
Μόλις σταμάτησε τ´ αυτοκίνητο στ’ αλώνι, όρμησα στον στάβλο, στο χώρο που επέλεγε να περνάει ξαπλωμένος την ώρα του τα καλοκαίρια. Τζακ! Τζακ! Τζακ! Άφαντος ο Τζακ. “Χτένισα” το σπίτι, την αυλή, τα γύρω χωράφια, τον απέναντι λόφο, έφτασα μέχρι τα λαγούμια που συνορεύουν με το γειτονικό τουρκοχώρι. Μπήκα στο καμίνι, μέσα στο νερόλακκο. Πουθενά! Ο Τζακ είχε εξαφανιστεί…
Γύρισα σπίτι κατσουφιασμένος. Άρχισα να κλαίω βουβά. Του κάκου προσπαθούσε η μάνα να με παρηγορήσει:
– Μπορεί να πήγε στην Καμπυλή. Μπορεί να βρήκε το Χασάνη που τον ξέρει και να έμεινε μαζί του ή πάλι μπορεί να έφθασε στις μάντρες του Χουσεϊνη και να έπιασε παρέες με τα τσοπανόσκυλα…
– Κόψε το δούλεμα ρε μάνα! Ο Τζακ έμεινε νηστικός, χωρίς νερό και πέθανε. Τελεία. Δεν θέλω ποτέ ξανά να μου πεις λέξη γι’ αυτό. Αφήστε με ήσυχο…
Τρεις ώρες μετά πήραμε το δρόμο της επιστροφής στην οροσειρά του Τρόοδους. Αμίλητοι, “σκοτωμένοι”. Ο μακαρίτης έβαλε μπρος το παλιό Mazda και το “δεκαεξάρι” βαρυφορτωμένο όπως ήταν, ξεκίνησε αγκομαχώντας. Στη μεγάλη στροφή, λίγο μετά τον λόφο που μοιάζει με πυραμίδα, σταμάτησε απότομα. Ανασηκώθηκα.
– Είδες κάτι; Τον Τζάκ μήπως;
Άνοιξε την πόρτα και κατεβήκαμε. Τον κοιτάξαμε απορημένοι. Στάθηκε στον βράχο κι αγνάντεψε τον ορίζοντα. Αφού έμεινε σιωπηλός για δυο – τρία λεπτά, γύρισε και μας ψιθύρισε ξεψυχισμένα:
– Δες τε το χωριό σας καλά γιατί δεν θα το ξαναδείτε!
Η μάνα πήγε κάτι να πει, αλλά της έκοψε τη φόρα:
– Δες καλά τα χωράφια, τα σπίτια, τα δέντρα, μύρισε το χώμα και φρόντισε να τα κρατήσεις μέσα σου, διότι τα βλέπεις για τελευταία φορά!
Και όντως για τους γονείς μου ήταν η τελευταία φορά. Ακόμα και όταν το 2003 άνοιξαν τα οδοφράγματα, δεν θέλησαν να διασταυρώσουν την πράσινη γραμμή. “Δεν θα τ´ αντέξουμε”, μουρμούρησαν. “Δεν θα τ´ αντέξουμε”.
Όπως προφανώς δεν άντεξε ούτε κι ο Τζακ…