Home Γιώργος Παυλίδης Δημοσιογραφική Δεοντολογία: Ο Μεγάλος Ασθενής. Του Γιώργου Παυλίδη

Δημοσιογραφική Δεοντολογία: Ο Μεγάλος Ασθενής. Του Γιώργου Παυλίδη

Συγκεκριμένες προτάσεις για βελτίωση της εικόνας

 


Ξεκινώ την παρέμβαση μου μ’ ένα γεγονός και μια παραδοχή:

Πρώτα το γεγονός: Στην εποχή του διαδικτύου οι παραβιάσεις του Κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας αυξάνονται, αν όχι με γεωμετρική, σίγουρα με αριθμητική πρόοδο.

Και τώρα η παραδοχή: Το μοντέλο αυτορρύθμισης όπως λειτουργεί σήμερα, ένα μοντέλο που ο ομιλών στήριξε με πάθος, δεν έχει τα αποτελέσματα που θα θέλαμε να έχει.

Να διευκρινίσω από την αρχή ότι οι παραβιάσεις της δεοντολογίας δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο, ούτε συνδέονται αποκλειστικά και μόνο με την εισβολή του διαδικτύου στο χώρο της επικοινωνίας. Κάθε άλλο. Παραβιάσεις υπήρχαν ανέκαθεν, από τον καιρό του Randolph Hearst – του πρώτου δηλαδή μεγιστάνα των ΜΜΕ – κι ακόμη πιο πριν. Εκείνο που άλλαξε, είναι ο αριθμός και η πυκνότητα των παραβιάσεων. Εντελώς διαφοροποιημένο και συνεχώς διαφοροποιούμενο είναι βεβαίως και το μιντιακό περιβάλλον. Κάποτε είχαμε μόνο έντυπα, στις μέρες μας εκτός αυτών έχουμε τόσο ηλεκτρονικά, όσο και διαδικτυακά Μέσα.

 Η ανεξέλεγκτη αύξηση και η συσσώρευση τεράστιου αριθμού – διαδικτυακών πρωτίστως –  Μέσων σε ένα περιορισμένο οικονομικά χώρο έχει εντείνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα Μέσα. Προκειμένου να επιβιώσουν, τα Μέσα χρειάζονται διαφήμιση. Και για να πάρουν διαφήμιση χρειάζονται αναγνώστες, ακροατές, τηλεθεατές και επισκέπτες. Στο κυνήγι λοιπόν των αριθμών και των clicks, πολύ συχνά η τήρηση της δεοντολογίας μπαίνει δυστυχώς σε δεύτερη μοίρα.

Αυτή προφανώς είναι η κυριότερη, όχι όμως η μοναδική αιτία, που οδηγεί στην κατακόρυφη αύξηση των παραβιάσεων του Κώδικα δεοντολογίας. Όμως στην παρέμβαση μου δεν θέλω να ασχοληθώ με τις αιτίες που την προκαλούν, ούτε με τις μορφές που παίρνει, αλλά με πιθανούς τρόπους θεραπείας της «ασθένειας».

Πως περιορίζουμε λοιπόν το πρόβλημα;

  1. Με την απόκτηση της απαιτούμενης μόρφωσης και τη συνεχή εκπαίδευση των δημοσιογράφων. Ο εκπαιδευμένος λειτουργός οφείλει να γνωρίζει τι είναι δεοντολογικά ορθό και τι όχι. Κι όταν παραβιάζει συνειδητά τον κώδικα θα πρέπει ν αντιλαμβάνεται ότι εκείνη τη στιγμή δεν λειτουργεί ως σωστός επαγγελματίας, αλλά – δανείζομαι τον σκληρό χαρακτηρισμό του αρχισυντάκτη της New York Times John Swinton, ότι λειτουργεί σαν «πιόνι των μεγαλόσχημων», σαν «μαριονέτα», σαν «διανοούμενη πόρνη».
  2. Με τη συνεχή εκπαίδευση του δέκτη των δημοσιογραφικών μηνυμάτων, του κοινού, των χρηστών του διαδικτύου. Η δικαιολογία ο «όφις με παρέσυρε», δηλαδή οι δημοσιογράφοι, πρέπει κάποτε να τελειώσει. Ο παθητικός, μη ενημερωμένος, δεν είναι χρήσιμος δέκτης. Η γνώση και οι απαιτούμενες δεξιότητες είναι αυτές που θα προφυλάξουν το κοινό από τα fake news, το clickbait, τον εθισμό στο φτηνό και γενικά από όλους τους κινδύνους που βρίσκονται καλά καμουφλαρισμένοι στα διαδικτυακά και ηλεκτρονικά Μέσα. Αυτό στην πράξη σημαίνει εισαγωγή του μαθήματος του Γραμματισμού στα Μέσα -Media literacy- σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από το νηπιαγωγείο μέχρι το Πανεπιστήμιο, όπως και στη διαδικασία της δια βίου μάθησης. Οι προσπάθειες που καταβάλλει η Αρχή ραδιοτηλεόρασης προς αυτήν την κατεύθυνση είναι αξιόλογες και αναγκαίες, δεν καλύπτουν ωστόσο το τεράστιο κενό που υπάρχει.
  3. Η Πολιτεία, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να ξεκινήσει ένα διάλογο με τα κυπριακής ιδιοκτησίας διαδικτυακά Μέσα με σκοπό ν’ αντιμετωπίσουν από κοινού τόσο το πρόβλημα των fake news, όσο και όλων των άλλων που σχετίζονται με την παραβίαση του ΚΔΔ. Να σημειώσω εδώ ότι είναι λανθασμένη η εντύπωση που επικρατεί ότι όλα τα Μέσα χρησιμοποιούν αντιδεοντολογικές μεθόδους για να ενισχύσουν τους αριθμούς τους. Αντίθετα, ένα σημαντικό μέρος των Μέσων έχει συνειδητά λάβει μέτρα ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο αριθμός των παραβιάσεων του Κώδικα, πληρώνοντας μάλιστα και μεγάλο κόστος γι’ αυτή τους απόφαση. Άρα όπως δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι «πουλημένοι» και «αλήτες», έτσι και δεν είναι όλα τα Μέσα «διεφθαρμένα». Απλώς τα «σάπια μήλα», που δεν είναι λίγα, καταστρέφουν ολόκληρο το καλάθι…
  4. Από τη στιγμή που η πληροφόρηση θεωρείται αναγκαίο κοινωνικό αγαθό, η Πολιτεία οφείλει να στηρίξει την προσπάθεια αυτή, ανταμείβοντας τους οργανισμούς επικοινωνίας που αναλαμβάνουν ακριβώς να διαδραματίσουν τον διαμεσολαβητικό αυτόν ρόλο. Η στήριξη θα προσφέρει οικονομικές ανάσες τα Μέσα και θα βοηθήσει στη μερική απεξάρτηση τους από τη διαφήμιση. Ωστόσο, αν το Κράτος θέλει να είναι δίκαιο, η εν λόγω στήριξη θα πρέπει πρωτίστως να βασίζεται σε ποιοτικά κριτήρια κι όχι στα διαπλεκόμενα συμφέροντα, τις πολιτικές και προσωπικές εξαρτήσεις. Η αυστηρή τήρηση του Κώδικα δεοντολογίας θα πρέπει οπωσδήποτε να αποτελέσει το πρώτο και πιο σημαντικό κριτήριο της όλης διαδικασίας.
  5. Στο δίλημμα αυτορρύθμιση ή επιβολή, ως πανεπιστημιακός, επαγγελματίας δημοσιογράφος, αλλά και ως για δύο και πλέον δεκαετίες στέλεχος της ΕΔΔ, υποστήριξα συνειδητά την αυτορρυθμιση. Ένας καλλιεργημένος, ελεύθερος επαγγελματίας θα πρέπει να έχει το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής. Η άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης προτίμησης επιφορτίζει τον δημοσιογράφο με το βάρος της ευθύνης για τις επιλογές του. Ο εξαναγκασμός και η τυφλή υπακοή σε κανόνες και διαταγές δεν αποτελεί χαρακτηριστικό ελεύθερων ανθρώπων και ελεύθερων κοινωνιών. Η αυτορρύθμιση δεν είναι απάτη όπως κάποιοι ισχυρίζονται, είναι απλώς ο δύσκολος, αναγκαίος δρόμος. Επειδή ακριβώς  απαιτεί βαθιά γνώση και ψηλό επίπεδο επαγγελματισμού. Η συνειδητή, ελεύθερη επιλογή κανόνων που προασπίζονται αρχές, ελευθερίες και ανθρώπινα δικαιώματα δεν αποτελεί απλώς ηθική υποχρέωση, αλλά κυρίως κοινωνική αναγκαιότητα. Αυτό εννοείται δεν αφορά μόνο τους λειτουργούς, αλλά και τα ίδια τα Μέσα.

Η αύξηση της συχνότητας αλλά και του απόλυτου αριθμού των παραβιάσεων του Κώδικα δεοντολογίας, όπως επίσης και η δικαιολογημένη οργή των πολιτών, αποτέλεσε για αρκετό καιρό αντικείμενο συζήτησης, προβληματισμού, αλλά και έρευνας στην ΕΔΔ. Το ερώτημα που μας βασάνισε ήταν ο τρόπος αντιμετώπισης εκείνων των περιπτώσεων επαγγελματιών δημοσιογράφων – η συζήτηση δεν αφορούσε τους πολίτες / δημοσιογράφους – οι οποίοι παρ’ όλες τις προσπάθειες και νουθεσίες της Επιτροπής εξακολουθούν κατ’ επανάληψη και κατά συρροή να παραβιάζουν τους δεοντολογικούς κανόνες. Για την αντιμετώπιση αυτών των περιπτώσεων, η Επιτροπή ομόφωνα κατέληξε και εισηγήθηκε στους αρμόδιους φορείς τη λύση αυτού που στο βιβλίο ονομάζω «αποφασιστική αυτορρύθμιση». Κοντολογίς,  η Επιτροπή εισηγείται όπως όταν και εφ’ όσων όλες οι προσπάθειες για αυτορρύθμιση εξαντλούνται και αποτυγχάνουν, οι επιμένοντες να παραβιάζουν τον Κώδικα να παραπέμπονται σ ένα Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο θα συστήνεται από τους φορείς και όχι από το Κράτος και θ’ αποτελείται από άτομα που έχουν γνώση του χώρου και του αντικειμένου . Το σώμα αυτό θα λειτουργεί παράλληλα και σε πλήρη συνεργασία με την ΕΔΔ. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αφού θα πείθεται ότι όντως όλες οι προσπάθειες για αυτορρύθμιση έχουν εξαντληθεί, θα επιβάλει κυρώσεις, όχι ποινές, οι οποίες θα δημοσιοποιούνται. (Διότι ως γνωστό προτιμότερο είναι να σου βγει το μάτι παρά το όνομα). Οι κυρώσεις αυτές θα έχουν κλιμακωτό χαρακτήρα και θα πρέπει να αποκτήσουν νομική κατοχύρωση.

Βέβαια για να λειτουργήσει η διαδικασία της «αποφασιστικής αυτορρύθμισης» πρέπει να πληρωθούν ορισμένες προϋποθέσεις, όπως είναι η επίσημη θεσμοθέτηση κι αναγνώριση της ΕΔΔ και του Κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας, η νομική κατοχύρωση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και των δημοσιογράφων, η εξασφάλιση άδειας άσκησης δημοσιογραφικού επαγγέλματος όπως γίνεται σε πολλά άλλα επαγγέλματα, η νομική κατοχύρωση των δημοσιογραφικών ελευθεριών, η απάλειψη αναχρονιστικών προνοιών που υπάρχουν στο νόμο, η επιβράβευση όσων δημοσιογράφων και Μέσων υπηρετούν συνειδητά χωρίς παρεκκλίσεις τη δεοντολογία κ.α.

Η συγκεκριμένη πρόταση κατατέθηκε και συζητήθηκε διεξοδικά στο Υπουργείο εσωτερικών, το οποίο έχει την αρμοδιότητα και την ευθύνη για την επεξεργασία και κατάθεση σχετικού νομοσχεδίου. Από τις συζητήσεις που έγιναν στο Υπουργείο Εσωτερικών και στις οποίες συμμετείχα, αποκόμισα την εντύπωση ότι η πρόταση της Επιτροπής έτυχε θετικής αντιμετώπισης και από τους τρεις τελευταίους Υπουργούς. Το γιατί όμως το όλο θέμα δεν προχώρησε και δεν ετοιμάστηκε το σχετικό νομοσχέδιο είναι κάτι που δεν γνωρίζω. Μόνο εικασίες μπορώ να κάνω. Κρατώ ωστόσο δύο δημόσιες δεσμεύσεις του Προέδρου Αναστασιάδη, ότι το σχετικό νομοσχέδιο θα έφθανε στη Βουλή πριν το τέλος της πρώτης του θητείας του το 2018.

Ίσως έφθασε η στιγμή κάποιοι άλλοι ν’ αναλάβουν πρωτοβουλία…

*Η παρέμβαση έγινε κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Παυλίδη «Περί δημοσιογραφικής δεοντολογίας».