«Φίλοι μου, ελάτε να σμίξουμε ξανά, ελάτε να βγάλουμε τη βρώμα απ’ τα μυαλά μας! Ελάτε να δοκιμάσουμε να δημιουργήσουμε μια πατρίδα για όλους τους Κυπραίους – ελληνόφωνους, τουρκόφωνους, αλλά πάνω απ’ όλα, Κυπραίους!»
Η κραυγή αγωνίας και απόγνωσης του Γιουτζέλ που βγαίνει από τα έγκατα της ψυχής με συγκλονίζει.
Θυμάμαι το Χικμέτ:
Φωνάζω, Φωνάζω, Φωνάζω, Φωνάζω: Ελάτε γρήγορα να λιώσουμε το μολύβι!
Βέρος Λεμεσιανός, ο Γιουτζέλ σεργιανίζει νοερά στα σοκάκια του ’40. Τα «Κιεσουγλούδκια» ήταν κάποτε η καρδιά της πόλης. Ήταν το εμπορικό κέντρο• Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι και Αρμένηδες μια οικογένεια.
«Απέναντι από το πατρικό μου, το σπίτι του Μεμέτη του Πάτσαλου, ήταν το εστιατόριο του Παττή και το κονάτζι του Aρμένη του Καραπέτ, δίπλα ο ταβερνιάρης ο Μηνάς, πιο πέρα το καμπαρέ του Πισσούριου, το καφενείο του Ψαρά. Στη γωνιά ο Αχμέτ ο παρπέρης, ο Χασάνης ο θείος μου, το περίπτερο του Χότζια. Στο άλλο στενό ο Τηλέμαχος ο μπακάλης…»
Είναι σαν να τους βλέπω όλους μπροστά μου• ζωντανούς, όμορφους, χαμογελαστούς, με μουντζωμένα τα ρούχα της δουλειάς, αλλά με καθαρά χέρια κι ακόμα πιο καθάριες καρδιές, έτοιμες να χωρέσουν όλο τον κόσμο.
«Στη γειτονιά μέσα ανακαλύψαμε τη ζωή, γνωρίσαμε κι οριοθετήσαμε το σύμπαν, μάθαμε τα πρώτα γράμματα, ελληνικά και τούρκικα, τουρλού-τουρλού… Με τον Αντρέα και τον Στέλιο Σαμουήλ, τον Δώρο, τον Άκη τον γιο του μπογιατζή και τον Αλέκο τον Οράτη ήμασταν κάθε μέρα μαζί, σαν αδέλφια. Θυμάμαι μια μέρα παίζαμε ποδόσφαιρο στην αυλή της εκκλησιάς της Αγίας Τριάδας. Από μια κόντρα έσπασε το πόδι του ο Δώρος. Δεν μπορούσε να κινηθεί. Ούρλιαζε. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, αν και μεγαλύτερός μου, τον φορτώθηκα στον ώμο και τον πήρα στο σπίτι για να του δώσουμε τις πρώτες βοήθειες, μέχρι να έρθει ο γιατρός…»
Η Άνοιξη όμως δεν κράτησε για πολύ. Στα χρόνια της ΕΟΚΑ η γειτονιά σκοτείνιασε. Το ίδιο και τα πρόσωπα. Ο φόβος, η καχυποψία και σιγά-σιγά η εχθρότητα εισέβαλε απρόσκλητη στον μαχαλά. Η διχόνοια έβγαλε τα ποντίκια της περίπατο. Πρώτα άρχισαν τα μουρμουρητά, ακολούθησαν οι απειλές, οι φοβέρες. Δεν άργησαν να έρθουν και τα χειρότερα…
«Το καλοκαίρι του ’58 δυο δρόμους πάρα κάτω, στην Οδό Θράκης, η ΕΟΚΑ σκότωσε τον Αχμέτ, της ξαδέλφης μου τον άντρα. Προηγήθηκε μια αιματηρή συμπλοκή στη Λευκωσία. Η διαταγή που ακολούθησε ήταν ξεκάθαρη: εκδίκηση. Ένας Τούρκος, ο οποιοσδήποτε – τα ονόματα δεν είχαν σημασία – έπρεπε να σκοτωθεί.
Φοιτητής τότε στην Άγκυρα, περνούσα τις πρώτες καλοκαιρινές διακοπές στην πατρίδα. Εκείνο το πρωινό κατηφόριζα για την Παμπούλα. Εκεί έμενε ο φίλος μου, ο Λοΐζος ο ράφτης, χρυσός άνθρωπος. Ήθελα να τον ευχαριστήσω για τα τρία κοστούμια που μου χάρισε για να μπορώ κι εγώ ως άνθρωπος να μπαίνω στην αίθουσα διαλέξεων του Πανεπιστημίου. Στην Ανεξαρτησίας με πρόλαβαν οι πυροβολισμοί. Προτού αντιληφθώ τι, ποιος και γιατί, ένας νεαρός με πυκνό μαύρο μουστάκι πέρασε σαν σίφουνας μπροστά μου με το ποδήλατο. Τα κακά μαντάτα βύθισαν την οικογένεια στο πένθος. Η γειτονιά στάθηκε στο πλευρό μας, όμως ο φόβος μπήκε για καλά στις ψυχές μας. Αμέσως μετά την κηδεία του Αχμέτη τα μαζέψαμε άρον-άρον και ταμπουρωθήκαμε στην τουρκική συνοικία».
Η διχοτόμηση έβαλε από τότε μπρος, πρώτα στα μυαλά κι ύστερα στις καρδιές. Το ’74 πήρε σάρκα κι οστά, ολοκληρώθηκε…
Τριάντα τέσσερα χρόνια όμως είναι πολλά …
«Κανεί πκιόν, κανεί! Αρκετό αίμα και δάκρυα χύθηκαν σ’ ετούτο τον τόπο. Κάποτε οι πολιτικοί θα πρέπει να βρουν τη δύναμη να παραδεχτούν τα λάθη που έγιναν και από τις δύο πλευρές, να πουν την αλήθεια και να ζητήσουν συγχώρεση όχι απ’ αυτούς που αδικήθηκαν, αλλά από τα παιδιά και πολύ περισσότερο από τις γενιές που θα ’ρθουν».
Δάσκαλος, ηθοποιός, μεταφραστής, έμπορας ο Γιουτζέλ Κιεσίογλου είναι από τους πρωτομάστορες της επανένωσης. Για χρόνια στέλεχος της αντιπολίτευσης, ήταν ένας από τους «δηλωμένους» επικριτές του καθεστώτος Ντενκτάς. Στην «άνοιξη» της τουρκοκυπριακής κοινότητας έβαλε κι αυτός το λιθαράκι του. Στον αγώνα για την επαναπροσέγγιση δίκαια κερδίζει μια θέση στην πρώτη γραμμή. Μαζί με τον Οσμάν ήταν οι πρώτοι δύο ηθοποιοί που τόλμησαν να εμφανιστούν μπροστά σε ελληνοκυπριακό κοινό. Οι παραστάσεις του «Σκάσε και κάνε τη δουλειά σου» με το Σατιρικό Θέατρο έγραψαν ιστορία. Δυστυχώς, όμως, η προσπάθεια έμεινε ημιτελής. Μια εγχείρηση στο θυρεοειδή τού γκρέμισε τα όνειρα. Τον συνάντησα στο κατάστημα που διατηρεί στην κατεχόμενη περιοχή της Κέρμια, μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα από το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου. Φαινόταν καταβεβλημένος. Οι φωνητικές χορδές λαβώθηκαν και αδυνάτισαν. Περισσότερο, όμως, λαβώθηκε η καρδιά του.
«Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν θα μπορούσα να λάβω μέρος στη «Λυσιστράτη» και την «Ειρήνη», ένιωσα το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Έκλαια μέρες ολόκληρες. Το θέατρο είναι η ζωή μου, οι θεατές το οξυγόνο μου. Ήθελα πολύ να κλείσω την καριέρα μου μ’ αυτά τα δύο έργα. Να δω για τελευταία φορά από τη σκηνή το θέατρο γεμάτο με Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Να στείλουμε όλοι μαζί το μήνυμα της συναδέλφωσης και της ελπίδας. Για να διαλυθούν επιτέλους τα σκοτάδια και να γίνουν φως! Φίλε Γιώργο, να σου ξομολογηθώ κάτι: Νιώθω να μην αντέχω άλλο αυτό τον χωρισμό…»
Όσες φορές τον κάλεσα σε ραδιοφωνική εκπομπή, δεν είπε όχι. Αληθινός, ειλικρινής κι ανθρώπινος αγγίζει τις καρδιές. Και τις ανοίγει φύλλο-φύλλο. Το ίδιο έπραξε και την περασμένη Πέμπτη, παραμονή της συνάντησης Χριστόφια – Ταλάτ.
«Τα τελευταία σαράντα χρόνια το κυπριακό έφαγε τα νιάτα μου. Χωρίς να το καταλάβω έγινα 70 χρονών… Δημήτρη, Μεχμέτ, βάλτε σας παρακαλώ ένα τέλος σ’ αυτό το πρόβλημα, για να δω έστω και στα γηρατειά το λαό μου ενωμένο, χαρούμενο να βαδίζει προς το μέλλον με σιγουριά, χωρίς σωβινισμούς, χωρίς οδοφράγματα, χωρίς άρματα μάχης, χωρίς στρατιώτες. Κι όταν έρθει η στιγμή να φύγω, να δώσω την ψυχή μου χαρούμενος, ευτυχισμένος!»
Αν κάποιος μου ζητούσε από το αφηρημένο να περάσω στο συγκεκριμένο και να δώσω στη λέξη “πατριώτης” μορφή κι ανθρώπινο πρόσωπο, τότε η ιδανικότερη λύση είναι σίγουρα η φιγούρα του Γιουτζέλ, του Γιουτζέλ Κιεσίογλου, του γνήσιου Κυπραίου από τη Λεμεσό… του φίλου μου!
Κλείνοντας το μικρόφωνο μαζί με τις ευχές για καλύτερες μέρες θυμήθηκα και πάλι τον ποιητή:
… Κι εκείνοι που κατοπινά μας θα ’ρθούνε, θα χαρούνε τ’ ανοιξιάτικα δειλινά όχι πίσωθε απ’ τα σιδερόφρακτα κάγκελα, μα μέσ’ απ’ τα κρεμαστά περιβόλια!
«Ίσιαλλαχ αδελφέ,
Ο Θεός να δώσει καρντάση…»
Υ.Γ. O Γιουτζέλ Κιεσίογλου έφυγε από τη ζωή στις 2 Ιουλίου του 2011 χωρίς να δει το όνειρο για ενωμένη πατρίδα να γίνεται πραγματικότητα…
Γράφει: Γιώργος Παυλίδης