“Ο τύπος μόνον τότε καθίσταται μοχλός και ελατήριον πολιτισμού ότε ό,τι χαμερπές, ό,τι δούλον, ό,τι τυραννικόν, ό,τι στάσιμον, πάντα τα φαντάσματα δεν φοβείται, αλλά εκπέμπτων κατ’ αυτών ως εύστοχον βολήν της χρυσοφαή της αληθείας ακτίνα..”.
Αυτά έγραφε μεταξύ άλλων τον Αύγουστο του 1878 στην επιφυλλίδα της πρώτης έκδοσης της πρώτης κυπριακής εφημερίδας ο Θεόδουλος Κωνσταντινίδης. Ο πατέρας της κυπριακής δημοσιογραφίας ουσιαστικά μιμήθηκε όλους όσοι προηγήθηκαν στην Ευρώπη και στο κόσμο, τονίζοντας το αυτονόητο: Ότι στόχος του δημοσιογράφου είναι να υπηρετεί την αλήθεια. “Τα ΜΜΕ μεριμνούν ώστε να μη δημοσιεύονται ανακριβείς, παραπλανητικές, φανταστικές ή διαστρεβλωτικές της Αλήθειας ειδήσεις, πληροφορίες ή σχόλια”, αναφέρει στο πρώτο του κιόλας άρθρο ο Κυπριακός Κώδικας δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Την αλήθεια λοιπόν και μόνο την αλήθεια, με πάθος, αλλά χωρίς φόβο. Εννοείται ότι η αρχή αυτή, δίκην αξιώματος, πρέπει να ισχύει σε όλες τις μορφές, και σε όλο το φάσμα της δημοσιογραφικής θεματολογίας, του κυπριακού κατ΄ επέκταση μη εξαιρουμένου.
Αναφερόμενος λοιπόν στον τρόπο κάλυψης του Κυπριακού προβλήματος από τους δημοσιογράφους και κατά πόσο αυτός συνάδει με τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, οφείλω να σημειώσω κάτι το πολύ σημαντικό: Ο δημοσιογράφος λόγος δεν είναι ενιαίος. Αποτελείται από διάφορα είδη με ξεχωριστές ιδιαιτερότητες και προδιαγραφές το κάθε ένα. Ο κύριος διαχωρισμός είναι ανάμεσα στα περιγραφικά και τα αναλυτικά είδη. Στα περιγραφικά ο δημοσιογράφος ως παρατηρητής περιγράφει και μεταφέρει τα γεγονότα στο δέκτη, ενώ στα αναλυτικά, ο δημοσιογράφος γίνεται μέρος του θέματος, ερευνά, διασταυρώνει, αξιολογεί, αντιπαραβάλλει, ιεραρχεί, αναλύει, κρίνει και σχολιάζει τα γεγονότα. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ότι από τη μια ο δημοσιογράφος πρέπει να διαχωρίζει την είδηση και την ανταπόκριση από το σχόλιο, το άρθρο και το ρεπορτάζ και από την άλλη, ο δέκτης πρέπει να έχει απαίτηση να ενημερώνεται για τα γεγονότα ως έχουν, αλλά παράλληλα να αναγνωρίζει στο δημοσιογράφο το δικαίωμα να κρίνει και να τοποθετείται επ’ αυτών. Βασική όμως προϋπόθεση ο διαχωρισμός των δύο: Άλλο είδηση, κι άλλο σχόλιο. Η είδηση δεν έχει χρώμα, δεν περιέχει τοποθέτηση. Το σχόλιο, η έρευνα, το ρεπορτάζ, η συνέντευξη και το άρθρο έχουν υπογραφή.
Αυτά σε επίπεδο θεωρίας. Στην πράξη δυστυχώς τα πράγματα σε μεγάλο βαθμό είναι διαφορετικά. Συχνά βλέπουμε τα γεγονότα να διαστρεβλώνονται, να χρωματίζονται, η δε είδηση να γίνεται ένα με το σχόλιο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Για πολλούς λόγους. Κάποιος μπορεί να μιλήσει για ανεπάρκεια, ή για έλλειμμα επαγγελματισμού από πλευράς των λειτουργών. Ωστόσο ο κυριότερος λόγος είναι η άσκηση πιέσεων και η δημιουργία σχέσης εξάρτησης των δημοσιογράφων και των Μέσων. Σ’ ένα κόσμο και σε μια κοινωνία που όλα συνδέονται και διαπλέκονται μεταξύ τους, ο δημοσιογράφος δεν μπορεί – ακόμα κι αν το παλεύει, να είναι πλήρως απαλλαγμένος από κάθε μορφή εξαρτήσεις: Οικονομικές, πολιτικές, κομματικές, κοινωνικές, κρατικές, εθνικές.
Θέλω να σταθώ στις εθνικές κυρίως εξαρτήσεις, οι οποίες έχουν άμεση σχέση με το αντικείμενο της σημερινής εκδήλωσης. Στην κάλυψη θεμάτων που αφορούν στο κυπριακό, ο δημοσιογράφος χωρίς να το συνειδητοποιεί πολλές φορές, λειτουργεί ως εκπρόσωπος της πλευράς του, εξυπηρετώντας τα κοινοτικά, ή τα εθνικά της συμφέροντα. Και δεν αναφέρομαι εδώ στα σχόλια και στις τοποθετήσεις, αλλά στην είδηση. Να δώσω ένα παράδειγμα: “Σε πρωτοφανείς, απαράδεκτους και άκρως προκλητικούς ισχυρισμούς προέβη σήμερα ο κατοχικός ηγέτης”, ενώ σε “εποικοδομητικές, λογικές και πλήρως τεκμηριωμένες δηλώσεις προέβη σήμερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας”. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο δημοσιογράφος περιχαρακώνεται πίσω από το διώνυμο “εμείς και οι άλλοι”, όπου εμείς έχουμε δίκαιο και είμαστε πάντα ορθοί, ενώ οι άλλοι, όποιοι κι αν είναι αυτοί, έχουν άδικο και είναι μονίμως λανθασμένοι. Μπορεί όντως τα πράγματα να είναι έτσι, όμως ο δημοσιογράφος οφείλει με βάση τη δεοντολογία του λειτουργήματος να δώσει πρώτα την είδηση χωρίς επίθετα, χαρακτηρισμούς και χρώμα και ακολούθως μπορεί, αν το επιθυμεί, να κρίνει και να σχολιάσει τις δηλώσεις. Επαναλαμβάνω ότι ο πολίτης έχει δικαίωμα για απροκάλυπτη και αντικειμενική ενημέρωση. Στόχος της είδησης δεν είναι να καλουπώσει, να ποδηγετήσει το δέκτη και να δημιουργήσει κοινή γνώμη. Στόχος της ειδησεογραφίας είναι η ενημέρωση και μόνο.
Άρα το πρώτο συμπέρασμα στο οποίο μπορεί κάποιος να καταλήξει είναι ότι σε ό, τι αφορά στο Κυπριακό οι δέκτες έχουν έλλειμμα ενημέρωσης, ή για ν’ ακριβολογώ, ένα μεγάλο μέρος της ενημέρωσης που δέχεται είναι χρωματισμένο και διαστρεβλωμένο. Και εδώ ναι, έχουμε παραβίαση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και συγκεκριμένα του άρθρου περί ακρίβειας.
Ας μη θεωρηθεί βέβαια ότι η κάλυψη αυτού του κενού, είναι εύκολη υπόθεση, ή ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα δεοντολογίας που αντιμετωπίζει αποκλειστικά μόνο η Κύπρος. Κάθε άλλο. Μετά το κτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, οι αμερικανοί δημοσιογράφοι βρέθηκαν σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση αφού έπρεπε να βρουν την διαχωριστική γραμμή μεταξύ του πατριωτισμού και της δημοσιογραφίας, μεταξύ των συναισθημάτων τους για την τραγωδία που συνέβη στη χώρα τους και της αντικειμενικότητας που πρέπει να έχουν στην κάλυψη των γεγονότων. Μπορεί να ακούγεται εξωπραγματικό για την αμερικανική πραγματικότητα, αλλά την ώρα που στη Νέα Υόρκη μετρούσαν νεκρούς υπήρξε έντονη κριτική ενάντια σ εκείνους τους δημοσιογράφους που εμφανίσθηκαν στο γυαλί φορώντας στο πέτο την κορδέλα με τα εθνικά χρώματα των ΗΠΑ, ένα παναμερικανικό σύμβολο που προέκυψε μετά την τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου. «Ο πατριωτισμός είναι σεβαστός», έγραψε η Joanne Ostrow τηλεκριτικός της εφημερίδας «Denver Post», «αλλά η δουλειά των δημοσιογράφων είναι να μεταδίδουν τα νέα και όχι να ηγούνται παρελάσεων». Όταν όμως ο διευθυντής ειδήσεων του καναλιού «News 12» που εκπέμπει στη Νέα Υόρκη, στο New Jersey και το Connecticut απαγόρευσε με γραπτό υπόμνημά του σ’ όλους τους δημοσιογράφους να φορούν τα εθνικά σύμβολα της Αμερικής, το τηλεφωνικό κέντρο του καναλιού πήρε φωτιά. Εξαγριωμένοι τηλεθεατές τον στόλισαν με διάφορα επίθετα – τον είπαν προδότη, λακέ των τρομοκρατών κ.α. Ο Διευθυντής υποχρεώθηκε τότε να βγει για πρώτη φορά στο γυαλί και να προβεί στην ακόλουθη δήλωση: «Είμαστε πατριώτες αλλά δεν θέλουμε κανείς ν’ αποκομίσει την εντύπωση ότι τα πατριωτικά μας αισθήματα θα σκιάσουν την δημοσιογραφική επιταγή για αποκάλυψη της αλήθειας. Θέλουμε να είστε άπαντες πεπεισμένοι ότι λέμε όλα όσα γίνονται. Είτε πρόκειται για καλά, είτε για κακά νέα, η Αμερική πρέπει να ξέρει την αλήθεια». Το παράδειγμα του “News 12” κάπως καθυστερημένα ακολούθησαν κι άλλα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια. Το ABC, για παράδειγμα έβγαλε εγκύκλιο απαγόρευσης στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρονταν και τα ακόλουθα: «Ειδικά σε περιόδους εθνικής κρίσης η πλέον πατριωτική πράξη που οι δημοσιογράφοι μπορούν να κάνουν είναι να παραμείνουν όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικοί.»
Αναφέρομαι σε παραδείγματα από τις ΗΠΑ, όμως ο κάθε ένας σ’ αυτήν την αίθουσα είναι νομίζω σε θέση να διερωτηθεί και να κρίνει αν ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται στην πρακτική της κυπριακής δημοσιογραφίας. Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι όλοι και πάντα λειτουργούμε ως κρατικοί, ή εθνικοί προπαγανδιστές, όμως η αλήθεια είναι ότι συχνά πυκνά συμπεριφερόμαστε ως να είμαστε οι επί του τύπου εκπρόσωποι της ελληνοκυπριακής πλευράς.
Ο δημοσιογράφος, όπως ανέφερα ήδη, δεν στερείται του δικαιώματος σχολιασμού. Δεν είναι απλώς φορέας, χαμάλης ειδήσεων. Αντίθετα. Στο πλαίσιο της σχολιογραφίας έχει κάθε δικαίωμα να αναλύει, να κρίνει και να επικρίνει τις θέσεις και απόψεις του όποιουδήποτε. Όμως και εδώ η δεοντολογία, απαιτεί όπως η δημοσιογραφική κριτική και οι τοποθετήσεις να στηρίζονται σε αληθινά και όχι φανταστικά επιχειρήματα και γεγονότα. Οι λειτουργοί του τύπου μπορούν να είναι εποικοδομητικοί, θετικοί, ή έντονα επικριτικοί και αρνητικοί. Δεν μπορούν όμως να στηρίζουν την επιχειρηματολογία τους στο ψέμα, στη διαστρέβλωση και στη μυθοπλασία. Επίσης πρέπει να επισημάνω ότι με βάση τον Κώδικα Δεοντολογίας, αλλά και τις διεθνείς συμβάσεις, ο δημοσιογράφος δεν έχει δικαίωμα να μετατρέπει τον εαυτό του σε κήρυκα μίσους, δεν επιτρέπεται να προβαίνει σε ρατσιστικά σχόλια, ή σε εκτιμήσεις που ενθαρρύνουν τις δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος όποιουδήποτε. Εννοείται ότι οι κανόνες αυτοί ισχύουν και στη θεματολογία του Κυπριακού. Κοντολογίς ο δημοσιογράφος θα πρέπει να βρει εκείνες τις φόρμες, εκείνα τα λεκτικά σχήματα, τα οποία από τη μια θα του δίνουν την δυνατότητα να πει ελεύθερα αυτά που νιώθει την ανάγκη να πει, χωρίς την ιδία στιγμή από την άλλη να ξεπερνά τις κόκκινες γραμμές που οριοθετεί η δεοντολογία.
Μια δημοκρατική κοινωνία οφείλει να ανέχεται, και ταυτόχρονα να ενθαρρύνει τον πλουραλισμό απόψεων, ακόμα και σε ζητήματα που άπτονται εθνικων ή κοινοτικών συμφερόντων. Ο ελληνοκύπριος δημοσιογράφος για παράδειγμα θα πρέπει να έχει το δικαίωμα χωρίς να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί προδότης, ή εθνικιστής, να εκφράσει την αντίθεση του για πολιτικές, συμπεριφορές, και αποφάσεις που έλαβε η ε/κ πλευρά σε μια σειρά από ζητήματα που αφορούν στο Κυπριακό. Μ’ άλλα λόγια, ο δημοσιογράφος δεν μπορεί να μπαίνει στη λογική της “εθνικής γραμμής”. Ως ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος θα πρέπει να διατηρεί για τον εαυτό του, αλλά και να του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να διαφωνεί και να ασκεί κριτική ακόμα και σε θέματα που για τους περισσότερους αποτελούν «ιερές αγελάδες». Όταν ο Μαικλ Μουρ κατά τρόπο τεκμηριωμένο κατηγορούσε την Κυβέρνηση των ΗΠΑ για υπόθαλψη της τρομοκρατίας και για παροχή προστασίας στο δίκτυο της Αλ Κάιντα, το αμερικάνικο κατεστημένο προσπάθησε να τον γελοιοποιήσει χαρακτηρίζοντάς τον γραφικό και εν πολλοίς ανισόρροπο. Ωστόσο όλοι οι σοβαροί παρατηρητές αναγνωρίζουν στις επισημάνσεις του αμερικανού ερευνητή, αν μη τι άλλο, μεγάλη δόση αλήθειας.
Με όσα αναφέρω εδώ πέρα δεν θέλω σε καμία περίπτωση ν’ αφήσω να εννοηθεί ότι εξωθώ τους δημοσιογράφους να ασκήσουν καταλυτική κριτική, ή ν’ αμφισβητήσουν αυτά που η ε/κ πλευρά θεωρεί δίκαια αιτήματα. Απλώς υπογραμμίζω την ανάγκη αναγνώρισης του δικαιώματος ελεύθερης προτίμησης. Όπως και σε μια σειρά από άλλα ζητήματα, έτσι και εδώ, η τάση που υπάρχει στον τομέα της δημοσιογραφικής δεοντολογίας είναι η προάσπιση της διαφορετικής προσέγγισης, της μειοψηφούσας άποψης και κατ’ επέκταση της ελευθερίας έκφρασης.
Η απαλλαγή του δημοσιογράφου από κάθε είδους εξαρτήσεις οδηγεί στην ελευθερία και η ελευθερία με τη σειρά της στην ευθύνη. Να το πω διαφορετικά: Η κοινωνία έχει κάθε δικαίωμα να ζητά εξηγήσεις από τους δημοσιογράφους όταν αυτοί λειτουργούν ελεύθερα κι όχι ως φερέφωνα οποιωνδήποτε συμφερόντων, των εθνικών μη εξαιρουμένων. Να θυμίσω τη ρήση του Αλμπερτ Καμύ: «Ο ελεύθερος τύπος μπορεί να είναι καλός, ή κακός. Ο ανελεύθερος είναι σίγουρα κακός».
Αν λοιπόν είναι ένα γενικό συμπέρασμα που εξάγεται από την τοποθέτηση αυτή είναι ότι η Πολιτεία και το Κράτος οφείλουν να ενισχύσουν την ανεξαρτησία και την ελευθερία των δημοσιογράφων. Μην θεωρηθεί ότι η δημοσιογραφική οικογένεια αποτελεί μια χαρισματική κοινότητα διανοουμένων, μια προνομιούχα ομάδα ξεκομμένη από την υπόλοιπη κοινωνία. Αντίθετα, κατά το μάλλον ή ήττον κατατρυχόμαστε κι εμείς από τις ίδιες παθογένειες που χαρακτηρίζουν την κοινωνία γενικά και την κυπριακή πολιτική σκηνή ειδικότερα. Είμαστε κομμάτι της ίδιας κουλτούρας που χαρακτηρίζει τα πολιτικά δρώμενα του τόπου. Εκείνο που η Πολιτεία έχει υποχρέωση να πράξει είναι, αναγνωρίζοντας το ρόλο της δημοσιογραφίας, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ανάπτυξης της ελευθεροτυπίας και ελευθεροστομίας και κατ’ επέκταση της ποιότητας του δημοσιογραφικού λόγου. Αυτό στην πράξη σημαίνει κατοχύρωση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, δημιουργία ενός σύγχρονου θεσμικού πλαισίου και προσέγγιση ζητημάτων που άπτονται της δημοσιογραφικής δεοντολογίας με γνώμονα την αυτορρύθμιση ή έστω τη συρρύθμιση, αλλά σε καμία περίπτωση την επιβολή, ή την ποινικοποίηση. Η κοινωνική ευθύνη των δημοσιογράφων δεν είναι κάτι που επιβάλλεται, αλλά κάτι που καλλιεργείται. Από τη δημιουργία μιας γενιάς εκπαιδευμένων, καλλιεργημένων και ελεύθερα σκεπτόμενων λειτουργών του τύπου, ο τόπος θα βγει κερδισμένος.
*Από την ομιλία μου στη Δημοσιογραφική Εστία 10/3/2016, με θέμα “Κυπριακό και Δημοσιογραφική Δεοντολογία”
Γράφει: Γιώργος Παυλίδης