Home Γιώργος Κουκουμάς Τι (δεν) θα πουν για την Ένωση. Του Γιώργου Κουκουμά

Τι (δεν) θα πουν για την Ένωση. Του Γιώργου Κουκουμά


 

enosisphoto

Είτε το δούμε ως τραγωδία, είτε ως κωμωδία, είτε είναι απλώς μια εκλογική πρόβα φουστανέλας, η προχθεσινή ενέργεια της Βουλής δεν παύει να είναι μια πράξη πολιτική.

Η χρονική στιγμή, τα μηνύματα που στέλλει, το Κυπριακό, η αφετηρία της πρότασης θέτουν ζητήματα καθαρά πολιτικά για τα επτά κόμματα της Βουλής που στήριξαν την πρόταση. «Τι πρόβλημα έχετε με το να διδάσκεται ένα ιστορικό γεγονός;» απαντούν στη διαπασών στα κοινωνικά δίκτυα. Όμως το πρόβλημα είναι ότι δεν πρόκειται να διδάσκεται αλλά να εορτάζεται ένα γεγονός και μάλιστα επιλεγμένο αποσπασματικά και αφού βέβαια προσπεράσουμε τα 60 χρόνια βεβαρημένης ιστορίας του αιτήματος της Ένωσης που το ακολούθησαν. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι τι θα πουν για την Ένωση αλλά αυτά που (και πάλι) δεν θα πουν.

Πρώτο. Το «Ενωτικό Δημοψήφισμα» του 1950 δεν μπορεί να συζητιέται -πόσο μάλλον να εορτάζεται στα σχολεία- χωρίς να εντάσσεται στη συνολική ιστορία του αιτήματος της Ένωσης και της τραγικής του κατάληξης. Το αίτημα της Ένωσης επανέρχεται σπειροειδώς σε ολόκληρη την κυπριακή ιστορία του 20ου αιώνα –και ποιος θα μας το έλεγε- και του 21ου αιώνα, αποκτώντας κάθε φορά διαφορετικό περιεχόμενο μέσα στις διαφορετικές συνθήκες. Αυτό που αποτελούσε εθνικό πόθο τη δεκαετία του 1930 και αντιμπεριαλιστικό αίτημα τη δεκαετία του 1940, κατέστη ανέφικτο τη δεκαετία του 1950. Kαταστροφικό το ’60. Eνσυνείδητη προδοσία το ’70. Σοβινιστική ψύχωση από το 1974 και εντεύθεν. Το 2017 είναι η επανάληψη συμπυκνωμένης της τραγωδίας της Κύπρου ως φάρσα. Ποιος να το φανταζόταν ότι 50 χρόνια ακριβώς μετά από το ομόφωνο –δυστυχώς- ψήφισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων υπέρ της Ένωσης, η Βουλή –όχι ομόφωνα, ευτυχώς, αυτή τη φορά- θα ανακινούσε έστω και με αυτό τον τρόπο το θέμα της Ένωσης; Θα έλεγε κανείς ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλά αυτό δεν είναι ακριβές. Διότι κάθε φορά που η ενωσιολογία επαναλαμβάνεται δεν καταλήγουμε στο ίδιο αποτέλεσμα, αλλά σε χειρότερο. Άλλοτε η ενωσιολογία κατέληξε στην πίκρη διάψευση οραμάτων. Αργότερα δυναμίτισε το κοινό ανεξάρτητο κράτος. Πιο μετά έγινε το όχημα της προδοσίας και της εισβολής. Σήμερα, μιλούμε για ανοικτή συνηγορία υπέρ της οριστικής διχοτόμησης. Προφανώς, η ενωσιολογία δεν ήταν η μόνη και ούτε καν η κύρια αιτία για τα δεινά του κυπριακού λαού. Υπήρξε όμως η θρυαλλίδα που πυροδότησε περιπέτειες και τραγωδίες. Αν στις σχολικές τάξεις θα γίνει μια τέτοια συζήτηση για την Ένωση, τότε θα ήταν ευπρόσδεκτη.

Δεύτερο. Το ίδιο το Ενωτικό Δημοψήφισμα ξεκίνησε με πρωτοβουλία του ΑΚΕΛ προκειμένου να τεθεί το Κυπριακό στον ΟΗΕ. Εντούτοις, για λόγους ενότητας, το απέσυρε όταν η Εθναρχία (αρνούμενη να συνεργαστεί με την Αριστερά διότι «πάσα συνεργασία με τον κομμουνισμόν αποτελεί σοβαρότατον παράπτωμα ισοδυναμούν με εθνική προδοσία») εξήγγειλε δική της εκστρατεία συλλογής υπογραφών στις εκκλησίες. Είναι επίσης αλήθεια ότι το ΑΚΕΛ όχι απλά στήριζε την Ένωση, αλλά για πολλά χρόνια –και πολύ πριν η Εθναρχία αποφασίσει τον ένοπλο αγώνα- ήταν (ακόμα και στα χρόνια του ΚΚΚ που ζητούσε ανεξαρτησία και όχι Ένωση) η μόνη δύναμη στο νησί που κινητοποιούσε το λαό ενάντια στη βρετανικήαποικιοκρατία, μετρώντας μάλιστα τους πρώτους νεκρούς της αντιαποικιακής πάλης. Θα είχε ενδιαφέρον να μας ενημερώσει το Υπουργείο Παιδείας αν στα επετειακά μηνύματα θα αναφερθεί ο παθολογικός αντικομμουνισμός της Δεξιάς και ο πρωτοπόρος ρόλος της Αριστεράς. Αν θα αναφερθούν οι απεργίες, τα συλλαλητήρια, οι διαδηλώσεις που συγκλόνιζαν το νησί,οι φυλακίσεις, οι εξορίες, οι νεκροί, οι δύο φορές που τέθηκε το Κόμμα στην παρανομία. Όλα αυτά που συνθέτουν μια ολόκληρη Ιστορία η οποία δεν μπήκε ποτέ στα σχολεία και δεν είδε ποτέ το φως του επίσημου ιστορικού αφηγήματος. Υποψιάζομαι ότι αυτά δεν θα περιληφθούν στις επετειακές εκδηλώσεις, γιατί αν γίνει αυτό τότε θα έχουν καταρρίψει μόνοι τους το μύθο για το «ανθελληνικό» και «προδοτικό» ΑΚΕΛ και θα μάς μείνουν ανεπάγγελτοι τόσοι και τόσοι καθηγητάδες και πολιτευτές της δεξιάς.

Τρίτο. Αφού τους έπιασε ο καημός για την ιστορική αλήθεια, τότε θα πρέπει να πουν όλες τις αλήθειες. Θα πρέπει να πουν ότι τα χρόνια που ο κυπριακός λαός βρισκόταν κάτω από τη βρετανική μπότα και την εξαθλίωση, υπήρχαν κάποιοι …σεβαστοί Κύπριοι που είχαν αγαστές σχέσεις με τους εκάστοτε Βρετανούς Κυβερνήτες. Ήταν οι ανερχόμενοι αστοί, οι μεγαλοτσιφλικάδες,  ο ανώτατος κλήρος, όλοι αυτοί που στελέχωναν τη δημόσια διοίκηση και αιμοδοτούνταν οικονομικά από το καθεστώς. Μόνο να μετροφυλλήσει κανείς τα αρχεία με τα ονόματα όσων διορίζονταν από τους Βρετανούς στα νευραλγικά πόστα της αποικιακής κυβέρνησης, θα αντιληφθεί ότι πρόκειται για τα ίδια τζάκια που κρατούν μέχρι σήμερα στα χέρια τους την οικονομικοπολιτική ισχύ του τόπου. Επρόκειτο για την -τόσο γνώριμη και στις μέρες μας- φάρα δημαγωγών που στα μπαλκόνια έβγαζε δεκαρικούς για την Ένωση με την Ελλάδα και στα σαλόνια έκανε εδαφιαίες υποκλίσεις στους Βρετανούς. Στον τότε πρόξενο της Ελλάδας στην Κύπρο, τον Αλέξανδρο Κουντουριώτη, ανήκει η εξής διαπίστωση:«Η περίφημος δεξιά κυπριακή παράταξις, η κατ’ ευφημισμόν “εθνικόφρων”, της οποίας η ηγεσία έχει περιβληθή την ενωτικήν λεοντήν, χωρίς να πιστεύη εις την Ένωσιν. Την περιεβλήθη δια να της χρησιμεύση ως όπλον κατά του άθεου και απάτριδος κομμουνισμού από τον οποίον κινδυνεύει. Το υλικόν συμφέρον το οποίον αποτελεί το κατ’ εξοχήν πιστεύω της ηγεσίας της δεξιόφρονος παρατάξεως δεν επιθυμεί την από την Κύπρον αναχώρησιν των Άγγλων. (…)  Η  λέξις “προδοσία” θα ήτο επιεικής, δια να χαρακτηρίση κανείς τα εντός τεσσάρων τοίχων λεχθέντα υπό…των φανατικών ενωτικών της δεξιάς παρατάξεως προς τους Άγγλους κυριάρχους». Άραγε θα διαβαστούν και αυτά στο επετειακό μήνυμα προς τους μαθητές;

Τέταρτο. Ακόμα και όταν, στις δεκαετίες του 1940 και του 1950, ο διακηρυκτικός στόχος του αντιαποικιακού αγώνα, ήταν κοινός, δηλαδή η Ένωση, το ΑΚΕΛ έδιδε θεμελιωδώς διαφορετικό περιεχόμενο στον αγώνα από ότι η Δεξιά και η Εθναρχία. Δεν ήταν μόνο η χιλιοσυζητημένη διαφωνία στην τακτική: το μαζικοπολιτικό παλλαϊκό αγώνα που πρότεινε το ΑΚΕΛ και τον ένοπλο αγώνα που διεξήγαγε η Δεξιά. Η Αριστερά υπερασπιζόταν τα δικαιώματα και την οντότητα των Τουρκοκυπρίων ακόμα και σε ένα μελλοντικό καθεστώς της Ένωσης. Καλούσε σε ενιαίο αντιαποικιακό μέτωπο πάλης όλο το λαό. Κυριότερα όμως, η Αριστερά έδινε αντιμπεριαλιστικό χαρακτήρα στην εθνικοαπελευθερωτική πάλη και δεν αποδεχόταν την παραχώρηση ανταλλαγμάτων στους Βρετανούς και τις μητέρες πατρίδες, εξ ου και απέρριψε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Στον αντίποδα, η Δεξιά και η Εθναρχία έβλεπε τον αγώνα με το φακό του εθνικισμού και ως συνέχεια των αλυτρωτικών αγώνων και της «Μεγάλης Ιδέας» του περιούσιου ελληνισμού. Αναζητούσε λύσεις μέσα στην αυταπάτη της «ελληνοβρετανικής φιλίας» και δεν είχε κανένα δισταγμό να αποδεχθεί –όπως αποδέχθηκε με τις Συμφωνίες του 1959-  «κυρίαρχες» στρατιωτικές βάσεις στους Βρετανούς, στρατιωτική παρουσία Ελλάδας και Τουρκίας, και την εγκαθίδρυση του καθεστώτος των εγγυητριών δυνάμεων στο σβέρκο της Κύπρου. Αναπόφευκτοι οι συνειρμοί και οι ιστορικές αντιστοιχίσεις…

enosis2

Πέμπτο. Υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην υποστήριξη του στόχου της Ένωσης πριν το 1960 και στην εμμονή σε αυτή μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η συζήτηση για το αν ήταν ή όχι δίκαιη ή εφικτή η Ένωση πριν το 1960 είναι μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, αλλά ανήκει στο πεδίο της ιστορικής επιστήμης. Η εξέταση, όμως, του αιτήματος της Ένωσης μετά το 1960 έχει και πολιτικές προεκτάσεις, γιατί ενόσω υπάρχει –και εφόσον θέλουμε να συνεχίσει να υπάρχει- η Κυπριακή Δημοκρατία, κάθε επαναφορά της Ένωσης αντιστρατεύεται την ίδια την κρατική υπόσταση της πατρίδας μας. Επιπρόσθετα δε, από το 1974 και μετά, το λάβαρο της Ένωσης δεν έχει χρώμα γαλανόλευκο. Έχει το μαύρο χρώμα της προδοσίας και του φασισμού. Αυτό δεν ξεπλένεται όσες γιορτές και αν εγκρίνουν αγκαλιά με τους φασίστες τα έξι αστικά κοινοβουλευτικά κόμματα.

Έκτο. Φύεται συνεχώς στο δημόσιο λόγο ένα εξαιρετικά εύπεπτο –αλλά εξαιρετικά αβάσιμο- σχήμα που εξισώνει ιστορικά το Γρίβα και το Μακάριο –προκειμένου να αποενοχοποιήσει το γριβισμό. Με βάση αυτο το αξίωμα, εξισώνεται η ανερμάτιστη και αυτοκαταστροφική ενωσιολογία σύσσωμης της ελληνοκυπριακής ηγεσίας στα μέσα της δεκαετίας του 1960, με την ένοπλη πραξικοπηματική δράση των «ενωτικών» που ακολούθησε. Μπορούμε να γράψουμε βιβλία ολόκληρα για τα τραγικά λάθη του Μακάριου. Όμως τα λάθη δεν μπαίνουν στα ίδια κατάστιχα με την προδοσία. Η ενωσιολογία της γριβικής εοκαβήτα και της χούντας δεν ήταν ούτε ενωτικός πόθος, ούτε πάθος, ούτε λάθος. Ήταν δολλαριοκίνητη τρομοκρατία αίματος και δολοφονιών, συνειδητή συνέργεια στη συνωμοσία για διαμελισμό και ΝΑΤΟποίηση της Κύπρου. Ο Μακάριος, το ΑΚΕΛ και η συντριπτική πλειοψηφία του λαού διείδαν –έστω και την υστάτη- τον επερχόμενο όλεθρο και άλλαξαν ρότα προς την πολιτική του εφικτού, δηλαδή της ανεξαρτησίας, η οποία σφραγίστηκε με την πανηγυρική επανεκλογή του στην Προεδρία το 1968. Αντίθετα, οι «αμετανόητοι ενωτικοί» σε Ελλάδα και Κύπρο, διέπραξαν μέχρι τέλους αυτό για το οποίο είχαν ταχθεί από τα υπερατλαντικά αφεντικά τους.

Έβδομο. Είναι αλήθεια, ότι ακόμα και το ΑΚΕΛ παρασύρθηκε από το κλίμα της «εθνικής ομοψυχίας» και προσχώρησε με διακηρύξεις και συνθηματολογία στην ενωσιολογία, κυρίως την περίοδο 1964-67. Δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι η στάση του ΑΚΕΛ, που ήταν ούτως ή άλλως εκτός των κέντρων αποφάσεων, επηρέασε τη ροή των ιστορικών εξελίξεων. Εντούτοις, η στάση του ΑΚΕΛ έστω και αν είχε τη ρίζα της στην έγνοια του να μην απομονωθεί, συνιστούσε αναμφίβολα πολιτικό λάθος. Λάθος για το οποίο –έστω και δύο δεκαετίες μετά- προέβη με απόφαση της Κ.Ε., σε αυτοκριτική ενώπιον του λαού και της ιστορίας του, γιατί τα λάθη και η αναγνώριση τους είναι ίσως η πιο ζωτική πηγή σοφίας. Αυτή η συσσωρευμένη πείρα συμβάλλει καθοριστικά για να έχει το ΑΚΕΛ τη δύναμη να υπερασπίζεται αλήθειες και αρχές, ακόμα και σε στιγμές που μένει μόνο του, όπως για παράδειγμα προχθές στη Βουλή. Το ερώτημα βέβαια πλανάται: πώς είναι δυνατόν τα άλλα πολιτικα κόμματα –«τα κόμματα του μακαριακού κέντρου», «τα κόμματα που θέλουν λύση», «τα κόμματα που υπερασπίζονται αρειμανίως την Κυπριακή Δημοκρατία»- όχι μόνο να μην παραδέχονται ότι διαπράχθηκαν λάθη από την ελληνοκυπριακή ηγεσία αλλά να επιστρέφουν μισό αιώνα μετά και να διαπράττουν τα ίδια με παροιμιώδη αναισθησία. Βέβαια –θα πει κανείς- εδώ δεν έγινε αυτοκριτική για τα «λάθη» που είναι φωταγωγημένα στο Πενταδάκτυλο και διάσπαρτα στα νεκροταφεία της Κύπρου…

Όγδοο. Το γεγονός ότι το ΔΗΣΥ, το ΔΗΚΟ, η ΕΔΕΚ, η Συμμαχία, οι Οικολόγοι και η Αλληλεγγύη δεν δίστασαν να στηρίξουν –υπερψηφίζοντας ή απέχοντας- μια τροπολογία που προέρχεται από το ΕΛΑΜ, το παράρτημα της Χρυσής Αυγής, συνιστά από μόνο του ένα πολιτικο γεγονός που σηματοδοτεί συμβολικά τη μετατόπιση συνολικά των ε/κ αστικών κομμάτων στα (ακρο)δεξιότερα. Μπορεί η απόφαση της Βουλής να είναι μια κραυγαλέα ανοησία, εντούτοις στην πολιτική –και πόσο δε μάλλον στην κυπριακή πολιτική ζωή- οι ανοησίες έχουν τη δύναμη να παράγουν σοβαρές πολιτικές εξελίξεις, ακόμα και να πυροδοτούν χιονοστοιβάβα εξελίξεων που ενδεχομένως ούτε οι ίδιοι που τις προκάλεσαν να μην τις αντέχουν και να μην τις θέλουν.

Ένατο. Ή μήπως τις θέλουν; Αυτό είναι το ερώτημα που αξίζει να απαντηθεί. Διότι και τα επτά κόμματα, προχώρησαν σε αυτή την ενέργεια γνωρίζοντας τι σημαίνει –μεσούντων των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό- και έχοντας –σίγουρα- ακούσει το «επιχείρημα» «και τι θα κάνουν οι Τ/κ αν οι Ε/κ αποφασίσουν ξανά ότι θέλουν Ένωση;» που επαναλαμβάνει η τουρκική πλευρά προκειμένου να υποστηρίξει την εσαεί παραμονη των εγγυήσεων και στρατευμάτων της Τουρκίας. Διότι στοιχηματίζω, επίσης, ότι ούτε οι ΕΛΑΜίτες ούτε όλοι οι άλλοι πιστεύουν ότι πρόκειται να επιτευχθεί η Ένωση με την Ελλάδα. Εντούτοις, διέπραξαν την προχθεσινή ενέργεια στη Βουλή θέλοντας προφανέστατα να στείλουν κάποια μηνύματα προς πολλές κατευθύνσεις: στην κοινωνία, στους νέους, στους ψηφοφόρους τους, στους Τουρκοκύπριους, στις ξένες πρεσβείες. Ισχυρίζομαι ότι το καθένα τους θέλει παράλληλα να στείλει και το δικό του μήνυμα προς το ΑΚΕΛ, αλλά αυτό είναι μια διαφορετική ιστορία. Εντούτοις, εικάζω με φόβο ότι –όπως τόσες άλλες φορές στην πολύπαθη ιστορία της Κύπρου- το ξεπούλημα και ο συμβιβασμός με τη διχοτόμηση μπορεί να έρθει ντυμένος γαλανόλευκα και ενωτικά.

ΓράφειΓιώργος Κουκουμάς