Σοβαρή κριτική για το περιβόητο «γλωσσάρι για την κυπριακή δημοσιογραφία» μπορεί να γίνει μόνο όταν απαλλάξουμε τη δημόσια συζήτηση από την τοξική υστερία που καλλιεργεί εδώ και μερικές μέρες το γαϊτανάκι του ε/κ αντιομοσπονδιακού απορριπτισμού, με επιλεκτικές αναφορές και διαστρεβλώσεις.
Είναι άσκοπο άλλωστε να γίνεται με ορκισμένους –συγκαλυμμένους ή μη- εχθρούς της ιδέας της επανένωσης και της συμβίωσης των δύο κοινοτήτων, συζήτηση για το πώς θα συμβάλλει ο δημοσιογραφικός λόγος στην αλληλοκατανόηση μεταξύ Ε/κ και Τ/κ. Είναι επίσης μέχρι και κωμικό –ισχυρίζομαι- να σηκώνουν τα φλάμπουρα της ελευθεροτυπίας και της ελευθερίας έκφρασης τα παπαγαλάκια της αστικής δημοσιογραφίας που εδώ και χρόνια έχουν αποδεχθεί πρόθυμα, ευλαβικά και πειθαρχημένα το ταξικοπολιτικό «γλωσσάρι» του Προεδρικού, του Αρχιεπισκόπου, των τραπεζών και της ΟΕΒ.
Από την άλλη, το γεγονός ότι η χρήση του προτεινόμενου γλωσσαρίου είναι προαιρετική, καθιστά μεν τις υστερίες άσκοπες, αλλά δεν θέτει το ίδιο το γλωσσάρι υπεράνω κριτικής ή/και απόρριψης. Σπεύδω δε να παραδεχθώ ότι κάθε άλλο παρά εμπιστοσύνη έχω στη σφραγίδα και την αιγίδα του εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσόντος ΟΑΣΕ, με το γνωστό του ρόλο στις φιλοδυτικές «πολύχρωμες επαναστάσεις» στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια.
Πρώτο. Είναι πράγματι ψέμα ότι με το γλωσσάρι «απαγορεύεται η αναφορά σε κατοχή», όπως μεταδίδουν ορισμένα –τα γνωστά…- ΜΜΕ αφού, αντίθετα, καταγράφεται ρητά ότι για τους όρους «κατοχή», «εισβολή» κ.ά δεν κατέστη δυνατό να συμφωνηθεί κάτι. Όμως, οι προτάσεις για αναφορά σε «βόρειες» και «νότιες» περιοχές» αντί σε ελεύθερες και κατεχόμενες περιοχές, ή ο εξωραϊσμός του κατοχικού στρατού σε «τουρκικό στρατό» είναι εξόχως προβληματικές και ουσιωδώς λανθασμένες. Η κύρια –όχι η μόνη βέβαια- πτυχή του Κυπριακού είναι η εισβολή και η κατοχή από την Τουρκία, αλλά και το σύνολο των ξένων επεμβάσεων στο νησί μας. Αυτή είναι –τουλάχιστον για το ΑΚΕΛ, για το οποίο μπορώ να μιλώ- η κύρια πτυχή του Κυπριακού, γιατί ό,τι κι αν προηγήθηκε ή ακολούθησε το 1974 μεταξύ των δύο κοινοτήτων, η στρατιωτική εισβολή ενός τρίτου κράτους στο νησί –παράνομα ασφαλώς, γιατί τέτοιο δικαίωμα δεν έδινε ούτε το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης της Συνθήκης Εγγυήσεων- δεν μπορεί να καταστεί κάτι δευτερεύον. Είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο του Κυπριακού. Προφανώς υπάρχει και η άλλη πτυχή του Κυπριακού – η εσωτερική- που αφορά το πώς θα οργανώσουμε και θα συνδιαχειριζόμαστε το κοινό μας κράτος οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι. Αλλά αυτή δεν αναιρεί –αντίθετα υπογραμμίζει- την ανάγκη να τερματιστεί οριστικά η τουρκική κατοχή, οι εγγυήσεις και τα επεμβατικά δικαιώματα ξένων δυνάμεων στον τόπο μας. Αυτά δηλαδή που προνοεί το Πλαίσιο Γκουτέρες το οποίο δεν καταδέχεται ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και οι νέοι του σύμμαχοι. Όμως αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Δεύτερο. Το ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν είναι ψευδοάνθρωποι, ψευδοΚύπριοι, «άβουλα όργανα της Τουρκίας» όπως υπονοούν ή εννοεί η καθημερινή ρητορική των εθνικιστικών κύκλων της δημοσιογραφίας (και όχι μόνο) δεν σημαίνει ότι η «ΤΔΒΚ» και όλο το οικοδόμημα που στήθηκε στα κατεχόμενα παύει να είναι ψευδοκράτος, παράνομο και καταδικαστέο τετελεσμένο που ισοδυναμεί με τρίτο έγκλημα σε βάρος της ενότητας της Κύπρου. Όσο γραφική καταντά η άκριτη προσθήκη του «ψευδο-» από Ελληνοκύπριους σε ό,τι έχει να κάνει με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, τόσο λανθασμένη είναι η έστω φραστική αναγόρευση του ψευδοκράτους σε «τουρκοκυπριακή διοίκηση» ή όποιοι άλλοι προτεινόμενοι όροι παραπέμπουν σε αποδοχή των δομών της «ΤΔΒΚ». Aυτά είναι την εδραίωση της διαίρεσης του νησιού και του λαού μας που ευνοούν όχι την ομοσπονδιακή επανένωση και τη συμφιλίωση.
Τρίτο. Θα ήταν άδικο να μην υπογραμμίσω ένα αναμφίβολα ορθό και θετικό στοιχείο από τις προτάσεις αυτού του γλωσσαριού, το οποίο –ακόμα και για όσους αποφασίσουν να απορρίψουν όλο το υπόλοιπο περιεχόμενο του- οφείλουμε να κρατήσουμε. Και ως φραστική διατύπωση μα προπαντός ως ουσία. Η δημοσιογραφική, και όχι μόνο, χρήση του όρου «κυπριακός λαός» ως αναφορά μόνο για τους Ελληνοκύπριους συνιστά τη γλωσσική έκφραση μια κατεστημένης αντίληψης σε μεγάλη μερίδα της ελληνοκυπριακής κοινότητας, που θέλει το νησί και το κράτος να ανήκουν μόνο στους Ελληνοκύπριους ενώ τους Τουρκοκύπριους τους θέλει να περιορίζονται στη θέση μειονότητας ή ακόμα και φιλοξενούμενου. Κυπριακός λαός είναι όλοι οι Κύπριοι και αποτελείται από τις δύο πολιτικά ισότιμες κοινότητες. Ούτε αποτελείται μόνο από τους Ελληνοκύπριους, ούτε υπάρχουν «δύο λαοί» στο νησί. Αν αυτό καταστεί κτήμα στο νου και στη γλώσσα ολονών μας, ένθεν και ένθεν του συρματοπλέγματος, θα έχουμε κάνει το αυτονόητο βήμα που περιμένει η Ιστορία εδώ και δεκαετίες.
Προφανώς στο γλωσσάρι αποδόθηκε περισσότερη σημασία από όση πραγματικά έχει. Προφανώς επίσης, όποιος ήθελε να επικοινωνήσει με τους Τουρκοκυπρίους, με γλώσσα κατανόησης και αλληλοσεβασμού, θα το είχε πετύχει προ πολλού, όπως το κατάφερε, σε μεγάλο βαθμό, η Αριστερά. Εντούτοις, αυτός ο θόρυβος αποτελεί μια καλή αφορμή να ξεδιαλύνουμε για άλλη μια φορά ότι οι διαφορετικές αναγνώσεις της Ιστορίας και το διαφορετικό «λεξιλόγιο» για το παρόν του Κυπριακού συνδέονται –συνειδητά ή ασυνείδητα- με τις δύο σχολές σκέψης του Κυπριακού: αυτή του εθνικιστικού απορριπτισμού και εκείνη του φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού, αμφότερες αστικές, έστω κι αν «τσιμπούν» αριστερούς, πρώην ή νυν, πραγματικούς ή κατά φαντασία. Εντούτοις, υπάρχει και μια τρίτη σχολή και γραμμή: η αντιμπεριαλιστική, αντικατοχική, αντιεθνικιστική και συνεπώς γνήσια πατριωτική, με τις γνωστές θέσεις για όσα αποδέχεται και δεν αποδέχεται στις δύο πτυχές του Κυπριακού και η οποία εκφράζεται κατά κύριο λόγο από το ΑΚΕΛ αλλά ενώνει πολίτες και δυνάμεις πέραν αυτού.
Είχα πάντοτε την άποψη ότι το να αφαιρέσουμε χειρουργικά από το δημοσιογραφικό λόγο ή τις πολιτικές δηλώσεις αυτά που ενοχλούν την κοινή γνώμη στη μια ή την άλλη κοινότητα –χωρίς να εξετάζουμε στη βάση αρχών αν πρέπει ή όχι να αφαιρεθούν- μάλλον είναι δημόσιες σχέσεις, όχι ουσιαστική συμβολή στην υπόθεση της ειρήνης και της συμφιλίωσης στον τόπο μας. Ζητούμενο λοιπόν δεν είναι να βρούμε το «μέσο όρο» ανάμεσα στις υποκειμενικές «αλήθειες» των δύο κοινοτήτων. Ζητούμενο είναι να ανακαλύψουμε και να καταλήξουμε στην αντικειμενική αλήθεια που να εκφράζει ολόκληρο τον κυπριακό λαό. Και αυτό είναι εφικτό, γιατί υπάρχει άλλωστε η μαγιά από την Iστορία, τους αγώνες και τη θεώρηση της Αριστεράς. Να αναμετρηθούμε λοιπόν τολμηρά με αυτά που ενοχλούν. Να τα συζητήσουμε. Να ψηλαφήσουμε τις πληγές και τις ψηφίδες του ιμπεριαλιστικού εγκλήματος που αιματοκύλισε και διχοτόμησε το νησί. Να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο. Να δούμε και τις μικρές αλλά και τη μεγάλη εικόνα της Ιστορίας και τότε να πούμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Ή ας γίνουμε πιο πρακτικοί. Κοινή γλώσσα θα έχουμε όταν οι Τουρκοκύπριοι αποδεχθούν ότι το 1974 συντελέστηκε εισβολή και συντελείται κατοχή και εποικισμός. Όταν οι Ελληνοκύπριοι αναγνωρίσουν ότι στη δεκαετία του 1960 επιχειρήθηκε μονομερώς από την ηγεσία της κοινότητας τους να καταληφθεί το κράτος και να οδηγηθεί στην Ένωση με την Ελλάδα ενώ με το φασιστικό πραξικόπημα επιχειρήθηκε η κατάλυση του κράτους. Όταν οι Τουρκοκύπριοι θα μιλούν για τον ένα και μοναδικό λαό της Κύπρου και οι Ελληνοκύπριοι θα αντιλαμβάνονται ότι αυτός αποτελείται και από Ε/κ και από Τ/κ. Όταν θα μιλούμε για τα εγκλήματα του Αττίλα, τις σφαγές των Τ/κ αμάχων και τα πηγάδια με τους αγνοούμενους, όχι με όρους συμψηφισμούς, αλλά με την ίδια οργή και τον ίδιο πόνο. Κοινή γλώσσα θα έχουμε όταν πρώτα από όλα μάθουμε –κυριολεκτικά- ο ένας τη γλώσσα του άλλου.
Και όταν έρθει η ώρα που αυτά τα βήματα δεν θα είναι «εκχωρήσεις» του ενός προς τον άλλο -εν είδει διαπραγματεύσεων και πάρε-δώσε- αλλά η ενιαία, αδιαίρετη δική μας αλήθεια. Η αλήθεια, όλη η αλήθεια και μόνο η αλήθεια. Η κοινή αλήθεια, με κοινή συνείδηση. Ο κοινός αγώνας με κοινές θέσεις. Το κοινό μέλλον στην κοινή πατρίδα.
Γράφει: Γιώργος Κουκουμάς