Διακινείται και καλλιεργείται από τους πολιτικούς και ιστοριογραφικούς κύκλους –από (ακρο)δεξιά και ενίοτε από «αριστερά»- το εύπεπτο σχήμα εξίσωσης του Γρίβα και του Μακάριου, ως προς τις ιστορικές πολιτικές ευθύνες τους καθενός στην εξέλιξη της κυπριακής τραγωδίας.
Προφανώς ο αφορισμός «Γρίβας και Μακάριος κατέστρεψαν τον τόπο, φτάνει πια να τους τιμούμε» αποτελεί ένα εύπεπτο σχήμα. Βάζει στο ίδιο σακούλι τα πολιτικά λάθη με τα στυγνά εγκλήματα, τους εκλεγμένους ηγέτες με τους πληρωμένους προδότες, την αντίσταση με το πραξικόπημα και σε τελική ανάλυση τη δημοκρατία με το φασισμό. Επιπρόσθετα, αυτή η αυθαίρετη στρογγυλοποίηση ευθυνών και η εξίσωση βολεύει πολλούς. Για παράδειγμα, οι δράστες της εοκαβήτικης τρομοκρατίας της περιόδου 1971-1974 και του πραξικοπήματος μπορούν να αναφωνούν «μα όλοι έκαναν λάθη» και να αυτοσκηνοθετούνται έτσι ως αθώοι και παρεξηγημένοι. Μπορεί επίσης, έτσι, ο γιος, η κόρη, ο συνήγορος του πραξικοπηματία που σήμερα κατέχει ή διεκδικεί καρέκλες στο ΔΗΣΥ, να ισχυρίζεται ότι «πρέπει να αφήσουμε το παρελθόν πίσω μας» και να αποφεύγει –«επικοινωνιακότατα»- τη δύσκολη ερώτηση αν εγκρίνει ή όχι τα εγκλήματα που διέπραξαν οι ομοϊδεάτες του, οι πολιτικοί -ή και οι φυσικοί- γονείς.
Επειδή, παρά τις προσπάθειες δεκαετιών να δικαιωθεί ο Γρίβας και όλα του τα συμπαρομαρτούντα, αυτό δεν έγινε κατορθωτό, ανασύρεται ξανά το επιχείρημα της ολισθηρής πλαγιάς «μα ούτε ο Μακάριος ήταν αλάθητος!» προκειμένου να αντιστραφεί το βάρος της απόδειξης. Aς αντιπαρέλθουμε λοιπόν την αρχή ότι είναι οι κοινωνικές δυνάμεις και τα συμφέροντα που πρωτίστως κινούν την Ιστορία και όχι οι προσωπικότητες, οι οποίες επιταχύνουν ή επιβραδύνουν τις εξελίξεις αναλόγως. Ας αντιπαρέλθουμε και το ότι κάθε σημερινή κρίση για πρόσωπα και γεγονότα της Ιστορίας συντελείται μέσα στην πολυτέλεια της δικής μας εποχής και όχι μέσα στις πιο ταραχώδεις μέρες της Κύπρου. Το ερώτημα αν ήταν ή όχι αλάθητος ο Μακάριος, παρέλκει διότι αλάθητοι δεν υπάρχουν. Αυτό που αξίζει να συζητηθεί όμως –και είναι το κυριότερο- είναι από ποια σκοπιά και με ποια κριτήρια κρίνεται ο Μακάριος.
Για παράδειγμα, άλλη κριτική ασκείται στο Μακάριο από την πλευρά της Δεξιάς –εθνικιστικής και φιλελεύθερης- και άλλη (αντίθετη) από την σκοπιά της Αριστεράς. Η ακροδεξιά αναθεμάτιζε το Μακάριο ως «επίορκο», που απαρνήθηκε το όραμα της Ένωσης, ότι είχε γίνει «όργανο των κομμουνιστών» και τον εγκαλούσε που δεν έθετε εκτός νόμου το ΑΚΕΛ. Οι ίδιοι ακόμα και σήμερα –μαζί βέβαια με το έτερο ήμισυ της Δεξιάς, τους δεξιούς, κατά φαντασία, φιλελεύθερους- διακινούν τις θεωρίες ότι ήταν «Παποκαίσαρας» «τριτοκοσμικός δικτάτορας που φίμωνε την αντίθετη άποψη» (ως «αντίθετη άποψη» προφανώς εννοούν τους ενωτικούς και τους εοκαβητατζήδες), που «κυβερνούσε με βία» προκαλώντας τους ενωτικούς να απαντήσουν με «αντιβία». Και βέβαια, η πιο εκσυγχρονισμένη και επεξεργασμένη κριτική στο Μακάριο, είναι το ιδεολόγημα που ισχυρίζεται ότι αν ο Μακάριος αποδεχόταν μιας μορφής ΝΑΤΟποίηση της Κύπρου, αν δεν «λοξοκοίταζε» στο Κίνημα των Αδεσμεύτων και στη σοσιαλιστική κοινότητα, τότε θα είχαμε την εύνοια των Αμερικανοβρετανών οι οποίοι δεν θα χρειαζόταν να ταλαιπωρηθούν για να στήσουν όλο το σχέδιο πραξικοπήματος-εισβολής και διαμελισμού του νησιού.
Υπάρχει όμως η αντίθετη κριτική, η κριτική της Αριστεράς. Λάθος του Μακαρίου –όπως και σύσσωμης της ελληνοκυπριακής ηγεσίας- ήταν η παροιμιώδης υποτίμηση –για να το θέσουμε ήπια- της τουρκοκυπριακής κοινότητας ως εταίρου στο δικοινοτικό κράτος. Λάθος του Μακαρίου δεν ήταν ότι απαρνήθηκε την Ένωση, αλλά το ακριβώς αντίθετο: το γεγονός ότι άργησε να την απαρνηθεί πραγματικά και χρειάστηκε να βρεθεί στο χείλος του γκρεμού για να το συνειδητοποιήσει –μαζί του και το ΑΚΕΛ- και να ανακρούσει πρύμναν, διακηρύσσοντας, το 1968, την «πολιτική του εφικτού» δηλαδή την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας. Χωρίς να λείπουν εντελώς οι εκλάμψεις ενωσιολογικής ρητορικής και αργότερα. Λάθος δεν ήταν που απέρριπτε τα σχέδια των ΑμερικανοΝΑΤΟϊκών, αλλά ότι έπρεπε να είχε προχωρήσει σε πιο αποφασιστικά ανοίγματα προς την ΕΣΣΔ και τη σοσιαλιστική κοινότητα. Όχι μόνο δεν ήταν «όργανο των κομμουνιστών» και «Κάστρο της Μεσογείου» όπως οπτασιάζονταν οι χουντικοί, το ΝΑΤΟ και ο Κίσσίνγκερ, αλλά ακόμα και όταν το ΑΚΕΛ ήταν η κύρια δύναμη στήριξης του Μακαρίου- το κράτος συνέχιζε να διέπεται από δρακόντειο θεσμικό αντικομμουνισμό και το γιωρκατζικό παρακράτος συνέχιζε να φακελώνει και να στοχοποιεί το ΑΚΕΛ για το οποίο «δεν υπάρχει θέσεις στο ελληνικόν κυπριακόν χώρον». Όχι μόνο, δεν ήταν δικτάτορας ο Μακάριος, αλλά αντίθετα έδειξε ασύγγνωστη ανοχή στην εοκαβήτικη τρομοκρατία και τους χουντικούς, πιστώνοντας τους –αφελώς- με πατριωτισμό. Λάθος του Μακαρίου λοιπόν –μοιραίο και ασυγχώρητο- ήταν που δεν πάταξε αλύπητα τον εοκαβήτικο φασισμό, που δεν οργάνωσε το λαό σε ένοπλη Λαϊκή Πολιτοφυλακή, όπως απαιτούσε το ΑΚΕΛ, ώστε να συντριβεί το πραξικόπημα εν τη γενέσει του. Λάθος του ακόμα, ήταν και ο παρεξηγημένος «κλάδος ελαίας» προς τους πραξικοπηματίες. Ούτε έπρεπε ούτε είχε δικαίωμα ο Μακάριος να παράσχει άφεση αμαρτιών στους αμετανόητους προδότες, την ώρα που ο υπόλοιπος λαός ζούσε σε αντίσκηνα και έθαβε νεκρούς. (Κάτι βέβαια που διορθώθηκε με το Ψήφισμα της Βουλής τον Οκτώβρη του 1975 που ξεκαθάρισε ότι οι αμετανόητοι πραξικοπηματίες θα διωχθούν).
Τέτοια λάθη είναι τα λάθη που διέπραξε ο Μακάριος και ασφαλέστατα πρέπει να λέγονται, να εξετάζονται, να συζητιούνται. Προπαντός πρέπει να διδάσκονται και να διδάσκουν. Οπόταν, συνοψίζοντας, μπορούμε να γράψουμε βιβλία ολόκληρα για τα λάθη του Μακάριου. Όμως καμιά εξίσωση και κανένας συμψηφισμός με την πορεία και τον απολογισμό του Γρίβα δεν είναι νοητός. Όσα κι αν χρεώσουμε στο Μακάριο, κανείς δεν μπορεί να απαρνηθεί ότι ο Μακάριος είχε μαζί του το λαό, σχεδόν καθολικά, ενώνοντας στο ίδιο μέτωπο από τη δημοκρατική δεξιά μέχρι την Αριστερά, ενώ ο Γρίβας μόνο μια μειοψηφία φασιστών. Όσα κι αν φορτωθούν στο Μακάριο, κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι ο Μακάριος συμμετείχε στην προδοσία ή ότι υπήρξε πρόθυμο πιόνι ξένων για το διαμελισμό του νησιού. Δεν είναι σύμπτωση που οι εχθροί του Μακαρίου ήταν και οι εχθροί της Κύπρου. Επιπρόσθετα, για όσους πιστεύουν στην υπόθεση της επανένωσης, δεν μπορούν να μην προσμετρήσουν ότι ο Μακάριος, με το κύρος που διέθετε, ήταν ο μόνος που μπορούσε να σηκώσει το βάρος της αποδοχής της ομοσπονδιακής λύσης, κάτι που έπραξε με τη Συμφωνία του 1977, αρνούμενος την υποταγή στην Τουρκία αλλά επιλέγοντας το σωτήριο συμβιβασμό με τους Τουρκοκυπρίους.
Για αυτό, έξω από θεοποιήσεις και εξιδανικεύσεις, ο Μακάριος δικαιούται τις τιμές από το λαό και το κράτος. Αντίθετα, συνεχίζει να αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία το γεγονός ότι ένα κράτος ονοματίζει δρόμους και λεωφόρους στη μνήμη αυτού που σχεδίασε την πραξικοπηματική κατάλυση του ίδιου του κράτους, πρωταγωνιστώντας συνειδητά στη μεγαλύτερη καταστροφή που βίωσε ο λαός αυτού του κράτους. Πρωτοτυπία ντροπής.
Γράφει: Γιώργος Κουκουμάς