Το δημοψήφισμα της Κυριακής στην Ελλάδα έχει μεγάλη και ευρύτερα πολιτική σημασία. Δεν αφορά απλά τις πρόνοιες των προτάσεων Γιούνκερ ούτε αποκλειστικά την Ελλάδα.
Αυτό που διακυβεύεται την Κυριακή και κυρίως από την Δευτέρα και μετά είναι σύνθετο και θα έπρεπε να μην διασπάται στα πολλαπλά επιμέρους ζητήματα, αλλά να αντιμετωπίζεται σαν το πλαίσιο της κυρίαρχης πολιτικής και τα όρια της όποιας αντίστασης και εναλλακτικής σε αυτήν. Το’Ναι’ θα επικυρώσει, θα σφραγίσει και θα νομιμοποιήσει την υφιστάμενη διαχείριση της κρίσης με όλες τις καταστροφές που επέφερε τα τελευταία πέντε χρόνια, ενώ το ‘Όχι’ θα ανοίξει τον δρόμο για μια ουσιαστική αμφισβήτησή της. Το ‘Ναι’ θα παραλύσει τη ριζοσπαστική αριστερά σε όλες τις μορφές της – κομματικές, κινηματικές και άλλες – όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και πανευρωπαϊκά, ενώ το ‘Όχι’ θα ενδυναμώσει μια εν δυνάμει αντιπολιτευτική ή εναλλακτική κυβερνητική δύναμη στις κοινωνίες του νότουεξυπηρετώντας την δημοκρατία, ακόμα και με την εντελώς φιλελεύθερη νοηματοδότησή της, αυτή της υγιούς ύπαρξης του αντίπαλου δέους και της εναλλαγής στην εξουσία.
Δυστυχώς, στις τάξεις της Ελληνικής αριστεράς αυτό το δίλημμα δεν αντιμετωπίζεται με πλήρη σαφήνεια. Αρκετοί έλληνες κομμουνιστές μένουν εκτός του πολιτκού διπόλου όπου διαδραματίζεται σήμερα ένα σοβαρότατο ταξικό ζήτημα. Η θέση του ΚΚΕ, που στην ουσία καλεί σε άκυρο ψηφοδέλτιο, αδυνατίζει το ‘Οχι’ και ντε φάκτο ενισχύει αναλογικά το ‘Ναι’. Εάν στερηθούν ψήφοι από το ΄Οχι΄ αλλά αυτό επικρατήσει, τότε στερείται δυναμική η διαδικασία της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης. Σε περίπτωση μικρής επικράτησης του ‘Ναι΄ και την επικύρωση της τελευταίας πρότασης των δανειστών ή ακόμα μιας χειρότερης, αμβλύνονται οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες στα λαϊκά και μεσαία στρώματα, που σχεδόν νομοτελειακά θα συνεχίσουν να υπόκεινται σε κοινωνική εκμετάλλευση, αδικία, φτώχια και ανασφάλεια. Είναι μεγάλο το βάρος του ΚΚΕ, που εν τέλει φλερτάρει με μια απολίτικη στάση και έναν απομονωτισμό που μπλοκάρει, την αναγκαία στην ιστορική φάση που διανύουμε, συστράτευση της ευρύτερης αριστεράς στη σημερινή της πολυσυλλεκτική και διαφοροποιημένη μορφή.
Οι πλείστες απαιτήσεις από τους δανειστές αφορούν κυρίως θεσμικού και δομικού τύπου ζητήματα, αντανακλούν ιδεολογικές απόψεις για το τι συνιστά αποδεκτή πολιτική και κυρίως εγκλωβίζουν την ελληνική κοινωνία στο υφιστάμενο υφεσιακό σπιράλ και την συνέχιση της υποτίμησης του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας. Δεν είναι απλά ζήτημα λογιστικών δεδομένων, ούτε καν οικονομικής διαχείρισης – είναι πάνω από όλα ζήτημα πολιτικό, και ως τέτοιο αντιμετωπίζεται από όλους τους παίχτες, παρά τις θεαματικές και προπαγανδιστικές αναφορές σε αριθμούς. Το χρέος εδώ χρησιμοποιείται σαν εργαλείο για την διεκπεραίωση μιας πολιτικής στρατηγικής, που εξυπηρετεί τον στόχο της υποτίμησης της εργασίας, της αποψίλωσης της κοινωνικής πρόνοιας και της συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα. Το χρέος έχει γιγαντωθεί μέσα από την διαχείριση της κρίσης σε τέτοιο βαθμό που καταδικάζει το ελληνικό κράτος σε μόνιμη λιτότητα για την πληρωμή των τόκων, την ελληνική οικονομία σε σμίκρυνση και την ελληνική κοινωνία σε διάλυση. Χωρίς ρύθμιση του χρέους και διαγραφή μεγάλου μέρους του δεν έχει νόημα καμιά συμφωνία για δημοσιονομικούς στόχους, οικονομική πολιτική ή το νόμισμα.
Οι υποχωρήσεις και οι παλινωδίες του ΣΥΡΙΖΑ από τον Φεβρουάριο που ανέλαβε την Ελληνική κυβέρνηση πρέπει να είναι επίσης δεδομένες και ακολουθούν μια πορεία τουλάχιστον από το 2012. Συνεχίζουν οι αμφίσημες δηλώσεις, συνεχίζουν οι αντίπαλες αντιλήψεις εντός του κόμματος και του κυβερνητικού σχήματος για ζητήματα ιδεολογίας, στρατηγικής και τακτικών. Η διαφορά μεταξύ της κατατρόπωσης που θα επέφερνε ένα ‘Ναι’ και της ελπίδας για ριζοσπαστική αλλαγή που εμπεριέχει το ‘Όχι’ θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι είναι σήμερα, σε συνθήκες ασφυκτικής πολιτικής πίεσης. Αν η κυβέρνηση τηρούσε μια αποφασιστική στάση αμέσως μετά την εκλογή της, εθνικοποιώντας τις τράπεζες ή έστω καλούσε τον λαό σε δημοψήφισμα νωρίτερα, οι δυναμικές θα ήταν μάλλον διαφορετικές. Το ότι μπήκε στη λογική των υποχωρήσεων χωρίς να κερδίσει καν την αναδιάρθρωση του χρέους, με αποκορύφωμα την κίνηση πανικού με την επιστολή της Τρίτης είναι ιδιαίτερα προβληματικό.
Ωστόσο, ανεξαρτήτως των συγκυριών που έχουν οδηγήσει στο δημοψήφισμα, όσο και να μην οφείλονται σε μια στοχευμένη ιδεολογική γραμμή και ένα ξεκάθαρο στρατηγικό πλάνο, το δημοψήφισμα έδωσε μια διέξοδο στον ΣΥΡΙΖΑ, την ελληνική κοινωνία και την διεθνή αριστερά γενικότερα, που μένει ωστόσο να ολοκληρωθεί. Ως πολιτική πράξη υπήρξε η πιο ριζοσπαστική, στρατηγικά σωστή και ελπιδοφόρα κίνηση της κυβέρνησης από την ανάληψη της εξουσίας. Και αυτό όχι μόνο επειδή διεύρυνε την δημοκρατική διαδικασία, αλλά και επειδή άνοιξε προοπτική για κάτι διαφορετικό. Κάτι που δεν τόλμησε το ΑΚΕΛ στην Κύπρο, ως η πρώτη αριστερή κυβέρνηση εντός της ΕΕ και της ευρωζώνης και κάτι που είναι πλέον, την δεύτερη φορά, ιστορικό προηγούμενο και λαϊκό κεκτημένο. Ήδη η κυβέρνηση επαναθέτει, μετά από μήνες, την αναδιάρθρωση του χρέους σαν το κεντρικό της πρόταγμα. Εάν αντιμετωπιστεί σαν τέτοιο, τότε το δημοψήφισμα και πιο συγκεκριμένα το ‘Όχι’ ανοίγει δύο προοπτικές: Πρώτα και άμεσα ισχυροποιείται η κυβέρνηση εσωτερικά, ιδιαίτερα αν η επικράτηση είναι άνετη, και οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις και τα συμφέροντα που εκπροσωπούν δέχονται πλήγμα. Επιπλέον, δίνεται ώθηση να συνεχιστούν οι ευρωπαϊκές κινητοποιήσεις ενάντια στη λιτότητα και να αποκτήσουν περαιτέρω πολιτικό και κοινωνικό κεφάλαιο οι δυνάμεις εκείνες που απορρίπτουν τη βιωσιμότητα και τη νομιμότητα του χρέους, αλλά και τις οικονομικές συνταγές που επιβάλλονται εις αντάλλαγμα της δανειοδότησης.
Με βάση τα δεδομένα που υφίστανται, το ‘Όχι’ την Κυριακή είναι η μόνη ελπίδα για μια συμβιβαστική συμφωνία που να αναδιαρθρώνει το χρέος και να μετριάζει κάπως τα δημοσιονομικά μέτρα λιτότητας και εάν αυτό δεν καταστεί εφικτό τότε για τη μονομερή διαγραφή του χρέους και για την όσο πιο ήπια το δυνατό μετάβαση σε εθνικό νόμισμα. Αυτό θα συνεπάγεται δυσκολίες και προβλήματα προσαρμογής αλλά σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα η προοπτική είναι πολύ καλύτερη από την διάλυση του κοινωνικού ιστού και την ελεγχόμενη υποτίμηση του βιοτικού επιπέδου που κλειδώνει στο μνημονιακό πλαίσιο και που διαιωνίζεται μέσα από το χρέος. Η έξοδος από την ευρωζώνη και τους περιορισμούς που επιβάλλει θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να ελέγξει τις τράπεζες και να προχωρήσει στην αναμόρφωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, παίρνοντας κάποια μέτρα για την αναδιανομή του εισοδήματος.
Μέχρι σήμερα – μετά και το δεύτερο διάγγελμα του Αλέξη Τσίπρα – η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αρνείται να υπονοήσει καν την μονομερή διαγραφή του χρέους και την πιθανότητα εξόδου από το Ευρώ. Η κυρίαρχη γραμμή είναι η προσδοκία ότι θα επιτευχθεί μια καλύτερη συμφωνία, υπό την μορφή ενός ηπιότερου μνημονίου. Αυτό όμως προϋποθέτει αλλαγή των συσχετισμών σε διεθνές επίπεδο, κάτι που δεν φαίνεται εφικτό στο άμεσο μέλλον. Ενώ στελέχη και θεωρητικοί του ΣΥΡΙΖΑ παραδέχτηκαν ότι το κόμμα υπερεκτίμησε προεκλογικά την ευελιξία των δανειστών, η κυβέρνηση δεν το κάνει επίσημα και με πολιτικούς όρους.
Αυτή η επιμονή της μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητή εάν κάποιος χαρτογραφήσει τις δυναμικές και ρητορικές που κυριαρχούν στα εγχώρια ΜΜΕ. Η προπαγάνδα που έχει εξαπολυθεί και που συμπεριλαμβάνει από αλλοίωση φωτογραφιών και αποσπασματική χρήση τραπεζικών δημοσκοπήσεων, μέχρι την ταύτιση όλων των ιδιωτικών καναλιών στην Ελλάδα με την καμπάνια του ‘Ναι’, συνδράμει στις ασάφιες, τον πανικό, αλλά και εμποδίζει την δημιουργεία συνείδησης που να αντικατοπτρίζει την κοινωνική θέση. Σε αυτό το πλαίσιο, το παιχνίδι θα παιχτεί κυρίως (όχι εξολοκλήρου) με επίκεντρο τα μεσαία στρώματα, αφού η αστική τάξη από την μια και τα λαϊκά στρώματα από την άλλη έχουν επί το πλείστον ξεκάθαρο ταξικό συμφέρον το οποίο φαίνεται να αντιλαμβάνονται υπέρ του ναι και του όχι, αντίστοιχα. Είναι κάπου εδώ στον ταξικό χάρτη που εξελίσσεται πιο δυναμικά η αντιπαράθεση επιχειρημάτων. Ενόσω δεν έχει παρθεί καμία ακόμα απόφαση, ούτε έχει καν οριστικοποιηθεί η μορφή της όποιας συμφωνίας, στο Ευρωπαϊκό, στο εθνικό ή στο κομματικό επίπεδο, η συστράτευση με τον ΣΥΡΙΖΑ πολλαπλασιάζει τα κανάλια διοχέτευσης επιχειρημάτων που μπορούν να αποτρέψουν την πολιτική ήττα σε μια ιστορική συγκυρία και σε ένα αμιγώς πολιτικό ζήτημα.
Όμως οι επόμενες μέρες μετά το δημοψήφισμα θα είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Ήδη ο Πρωθυπουργός υπόσχεται συμφωνία σε 48 ώρες μετά το ‘Οχι’, ενώ οι πολιτικοί ηγέτες των δανειστών επιμένουν σε έξοδο από το Ευρώ. Η ρευστότητα της κατάστασης καθιστά απαραίτητο αυτό το ‘Όχι’ να συνοδεύεται με ένα ‘αλλά’, διότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολλαπλά συμπώματα. Φάνηκε ήδη παράλογα υποχωρητικός πριν καταφύγει στον λαό, είναι επιπλέον γεμάτος εσωτερικές αντιφάσεις και αντιθέσεις, αλλά και δεν έχει σχηματοποιημένο στρατηγικό προσανατολισμό. Ο εθνικισμός των ΑΝΕΛ και ο πατριωτισμός γενικότερα δεν θα παραμείνει ακίνδυνος και συναποτελεί και ένα εξωτερικό σύμπτωμα, όχι απαραίτητα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σίγουρα της κυβέρνησης. Είναι βασικό λοιπόν το ‘Όχι’ να μην συστρατευτεί πλήρως ή να ταυτιστεί εντελώς με την κυβέρνηση. Σε περίπτωση που αυτή επιλέξει ένα ελαφρώς ηπιότερο μνημόνιο χωρίς άμεση αναδιάρθρωση του χρέους, την αναδιάρθρωση υπό όρους κοινωνικού ακρωτηριασμού ή ακόμα αποφασίσει να μετατραπεί, με αργούς ή γρήγορους ρυθμούς, σε κεντρώα σοσιαλδημοκρατία, το ‘Όχι’ θα πρέπει να διατηρεί την προοπτική να αυτονομηθεί. Έτσι ώστε να αποτελέσει την αρχή για την εν δυνάμει διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής εκπροσώπησης της αριστεράς στην βάση κινηματικών χαρακτηριστικών.
Γράφουν: Γιώργος Χαραλάμπους και Γρηγόρης Ιωάννου
Δημοσιεύτηκε και στο Rednotebook.gr
Ο Γρηγόρης Ιωάννου είναι κοινωνιολόγος και διδάσκει μαθήματα στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η διδακτορική του διατριβή (Warwick, 2011) είχε θέμα “Εργασιακές σχέσεις στη Κύπρο: εργοδότηση, συνδικαλισμός και ταξική σύνθεση”. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα σήμερα περιλαμβάνουν επίσης την παραγωγή δημόσιου λόγου, την επικοινωνία και τη σημειωτική.