Οι αιτιότητες της κρίσης είναι πολλαπλές και οι βασικές ρίζες της βαθιές και άρρηκτα συνδεδεμένες με την Ευρωπαϊκή διάσταση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Οι πιθανοί τρόποι αντιμετώπισής της είναι επίσης διάφοροι. Θεωρώ ότι δικαιούμαστε τουλάχιστον μια κοινωνία που να έχει την οργανωτική δυνατότητα να ανακαλύψει τα ταξικά θέλω της ως προς την έξοδο από την κατάσταση δεδομένων που διαμορφώνονται με το Μνημόνιο. Όμως ζούμε σε μία που δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Οι λόγοι είναι αρκετοί. Μεταξύ τους βασικός είναι και ο τρόπος οργανωτικής λειτουργίας των πολιτικών θεσμών και φορέων. Αυτοί είτε θα ανοικτούν στους πολίτες και τα οργανωμένα κοινωνικά σύνολα, επιτρέποντάς τους να συζητήσουν πληροφορημένα και με επαρκή γνώση των δεδομένων τις πιθανές λύσεις και τα υφιστάμενα προβλήματα, είτε θα λειτουργούν με τρόπο που τους περιθωριοποιεί και αποξενώνει. Από τη στιγμή που υπάρχει έλλειψη διαβούλευσης εντός και μεταξύ των πολιτικών φορέων, αλλά και των λειτουργιών τους στο εσωτερικό των θεσμών, το αποτέλεσμα είναι η η αποσιώπηση σημαντικών στοιχείων που χρειάζονται για να ληφθεί μια πληροφορημένη απόφαση, η άγνοια και η παθητικότητα, η αποπολιτικοποίηση όλο και μεγαλύτερων μερίδων του πληθυσμού και η ανικανότητα πολλών να αντιληφθούν τα αντικειμενικά τους οικονομικά, κοινωνικά και άλλα συμφέροντα.
Που όμως εμφανίζεται το πρόβλημα της έλλειψης διαβούλευσης και ποιες διαστάσεις λαμβάνει; Το ένα επίπεδο εμφάνισής του είναι τα κόμματα· δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάζουν τη στρατηγική τους και δομούν τα επιχειρήματά τους για την κρίση και το Μνημόνιο. Λόγω της ανάγκης για πολιτική συνέπεια, ο ΔΗΣΥ και το ΔΗΚΟ (όπως και το ΑΚΕΛ μεταξύ 2008 και 2013) ουσιαστικά υποστηρίζουν την πολιτική της κυβέρνησης που έκλεξαν, η οποία καθορίζεται χωρίς ουσιαστική συνεισφορά από τα σώματα, τα μέλη ή τους φίλους των κομμάτων αυτών. Παραδείγματος χάριν, τα μαντάτα περί νέων μέτρων για την οικονομία που ανακοίνωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στις 19 Απριλίου ήταν για τη μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού, για τα πλείστα κοινωνικά σύνολα και για τα μέλη των κομμάτων που απαρτίζουν και υποστηρίζουν την κυβέρνηση, άγνωστα προηγουμένως. Δεν δόθηκε η ευκαιρία σε κανένα να συνομιλήσει με την κυβέρνηση, να αφουγκραστεί τις προθέσεις της ή να ασκήσει επιρροή στους σχεδιασμούς της. Το κέλυφος του κράτους σκλήρυνε στο βαθμό που οι συνδέσμοι της κυβέρνησης με την κοινωνία των πολιτών έπαψαν να έχουν ουσιαστική επίδραση πάνω στη δημόσια πολιτική. Επιπλέον, η εκτελεστική εξουσία είχε την απαίτηση όπως όλα τα μνημονιακά νομοσχέδια ψηφιστούν με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, κάτι που τελικά δεν έγινε αποδεκτό από τη Βουλή. Το ίδιο έγινε και κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Χριστόφια, όταν μια ολόκληρη ΠΕΟ έσκυψε το κεφάλι στις εντολές εκ των άνω για ψυχραιμία και αποδοχή των τότε μέτρων ως απαραίτητων.
Το ΑΚΕΛ αποφάσισε αρχικά να προτείνει έξοδο από το Μνημόνιο χωρίς να διευκρινίζει τη θέση του για το Ευρώ και μετέπειτα να προτάξει την ταυτόχρονη (και ελεγχόμενη) έξοδο από την Ευρωζώνη σαν την καλύτερη λύση, χωρίς επίσημο διάλογο στις κομματικές ομάδες βάσεις του (ΚΟΒ), ή την ουσιαστική συμβολή των οργανώσεων του Λαϊκού κινήματος. Πέραν αυτού, το ΑΚΕΛ παρουσίασε την πρότασή του για πρώτη φορά την ημέρα που θα ψηφιζόταν το Μνημόνιο, μερικά λεπτά πριν τη ψηφοφορία. Δεν έγινε προσπάθεια διάχυσης των επιχειρημάτων, των στοιχείων και των προβλέψεων και δεν επεξηγήθηκε η πρόταση δημοσίως (ούτε τηλεοπτικά). Η σύνθεση της ομάδας εργασίας που σύνταξε την πρόταση είναι επί το πλείστον άγνωστη και τα μέλη της δεν έχουν κάνει επεξηγηματικές παρεμβάσεις.
Η ΕΔΕΚ, δια στόματος Γιαννάκη Ομήρου, προχώρησε στη σύσταση εθνικού φόρουμ, που απ’ότι φαίνεται συναντήθηκε μια φορά πριν τη ψήφιση του νομοσχεδίου και λέγεται ότι θα περιλαμβάνει μια σειρά από σεμινάρια, συζητήσεις και δημόσιο διάλογο ‘με στόχο την αξιολόγηση και επεξεργασία, όλων των απόψεων που θα κατατεθούν’. Εν τω μεταξύ η ΕΔΕΚ παρουσιάστηκε στη Βουλή στις 30 Απριλίου δίχως ουσιαστική αντί-πρόταση. Η ομιλία του ηγέτη της ΕΔΕΚ περιορίστικε σε γενικολογίες, χωρίς να αγγίζει τα συγκεκριμένα θέματα που προκύπτουν από τη θέση του κόμματός του για επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου και παραμονή στην Ευρωζώνη. Απ’ότι φαίνεται ούτε στην ΕΔΕΚ υπήρξε διαβούλευση με τη βάση του κόμματος.
Το δεύτερο επίπεδο εμφάνισης του προβλήματος της έλλειψης διαβούλευσης αφορά τη διάδραση των κομμάτων εντός των θεσμών και πιο συγκεκριμένα αυτού της νομοθετικής εξουσίας, όπου το μνημόνιο και τα νομοσχέδιά του συζητήθηκαν πολύ λίγο. Οι εργασίες της Βουλής οργανώνονται με τέτοιο τρόπο, που τα μεγάλα κόμματα ουσιαστικά αποφασίζουν στις εβδομαδιαίες συσκέψεις των αρχηγών των κοινοβουλευτικών τους ομάδων τι θα συζητηθεί και τι όχι στην κάθε ολομέλεια. Αφού λοιπόν δεν σύμφερε προεκλογικά ούτε στο ΑΚΕΛ, ούτε στον ΔΗΣΥ να συζητηθούν διεξοδικά τα μνημονιακά νομοσχέδια του Δεκέμβρη, η συζήτησή τους στην ολομέλεια ήταν στην καλύτερη περίπτωση επιφανειακή· εικοσιτέσσερα από αυτά τα νομοσχέδια συζητήθηκαν σε μια ολοήμερη ολομέλια, από τα οποία αρκετά δεν είχαν κατατεθεί έγκαιρα και άλλα εξετάστηκαν με τη διαδικασία του κατεπείγοντος.
Παρομοίως, την Τρίτη 30 Απριλίου, όταν εγκρίθηκαν από τη Βουλή τα τελευταία μνημονιακά νομοσχέδια πριν την πρώτη εκταμίευση του δανείου της Κύπρου από την τρόικα, η συζήτηση που προηγήθηκε πήρε κυρίως τη μορφή ομιλιών των αρχηγών των κομμάτων και διήρκησε μόλις εφτά ώρες, συμπεριλαμβανομένης και της ψήφισης. Ενώ σε αυτή την περίπτωση η σύσκεψη των αρχηγών αποφάσισε όπως μιλήσουν δεκαεννιά άτομα, στο τέλος η ολομέλεια αποφάσισε ομόφωνα όπως συντομέψει τις εργασίες της κατά ενάμιση ώρα. Σε όλη αυτή την περίοδο εγγράφηκαν πολύ λίγα θέματα στο κεφάλαιο Δ’ σε σχέση με το Μνημόνιο και η συζήτηση μερικών από αυτών εκκρεμεί. Να σημειωθεί επίσης ότι δεν έχει συσταθεί ακόμα επιτροπή που να ελέγχει την κυβέρνηση στη διαχείρηση του πακέτου λιτότητας που συμφωνήθηκε με την τρόικα και η οποία να έχει τη δυνατότητα να καλεί αντιπροσώπους της εκτελεστικής εξουσίας να καταθέτουν αποκλειστικά για θέματα σχετιζόμενα με τις μνημονιακές δεσμεύσεις (όπως γίνεται, παραδείγματος χάριν, στην Πορτογαλία). Τα πλείστα μνημονιακά νομοσχέδια, συμπεριαλαμβανομένου και εκείνου για τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, εξετάστηκαν αποκλειστικά από την Επιτροπή Οικονομικών. Ως εκ τούτου, μια πλειάδα από οργανωμένα σύνολα συμφερόντων, των οποίων η δράση σχετίζεται με τα θέματα που προκύπτουν από τα νομοσχέδια, δεν καλέστηκαν καν σε ακροάσεις στο επίπεδο κοινοβουλευτικών επιτροπών.
Πρόκειται για ένα πολιτικό κορπορατισμό, με βάση τον οποίο δεν προσφέρεται στην Κυπριακή κοινωνία η ευχέρεια να κατανοήσει τον αντίκτυπο της κρίσης, τις πιθανές εξόδους από αυτή, ή ακόμα πιο βασικό, να συνειδητοποιήσει ποιες πολιτικές εκφράζουν τα συμφέροντα της πλειοψηφίας της. Ποιο είναι το πρόβλημα; Από που προήλθε; Ποιες επιλόγες έχουμε; Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις (θετικές/αρνητικές) της κάθε επιλογής; Υπαρχει αντιμνημονιακός δρόμος μέσα στην Ευρωζώνη; Ενώ τα κόμματα είναι κυρίαρχα στα κοινωνικά δρώμενα και εντός των θεσμών, οι πολίτες δεν μπορούν να βασιστούν σε αυτά για την ελάχιστη διαβούλευση και στάθμιση επιχειρημάτων και δεδομένων που απαιτούν οι δημοκρατικότερες εκδοχές της αστικής δημοκρατίας. Το φαινόμενο της διαβούλευσης είναι αυτό που διαχωρίζει τα πολιτικά συστήματα που είναι δομημένα στην αναταλλαγή απόψεων, από εκείνα όπου τα ατομικά και εκλογικά συμφέροντα και τακτικές αυτοπεριχαρακώνονται και αναπαράγουν τον εαυτό τους, όπου η τεκμηρίωση αξιακών προσεγγίσεων εύκολα προσπερνάται, όπου η αμεσότητα μεταξύ των πολιτών και των αντιπροσώπων τους απουσιάζει.
Προκύπτει ταυτόχρονα και το ταξικό ζήτημα στο όλο θέμα της πολιτικής οργάνωσης. Είναι φανερό πως τα μνημονιακά νομοσχέδια και η πορεία της Κύπρου εντός της συμφωνίας με την τρόικα πλήττει πάνω απ’όλα τα χαμηλά και μικρομεσαία στρώματα. Εάν αυτά δεν έχουν την κατάλληλη πληροφόρηση από τα κόμματα εντός και εκτός των θεσμών, τότε πολύ πιο δύσκολα θα μπορέσουν να κατανοήσουν τα αντικειμενικά τους συμφέροντα και να πιστέψουν σε λύσεις εξόδου από το Ευρώ. Μια μεγάλη μερίδα των ανέργων, των χαμηλά αμοιβομένων, των συνταξιούχων, των αγροτών, των βιοτεχνών, των αναπήρων, των φοιτητών και γενικότερα των όσων ζουν κάτω από ή κοντά στο όριο της φτώχιας, δεν διαθέτει ούτε τους οικονομικούς πόρους για να έχει πρόσβαση σε διαρκή διαδικτυακή πληροφόρηση και πολλές φορές ούτε τη μόρφωση ή την τεχνογνωσία που απαιτείται για να συλλέγει πληροφορίες. Βασίζεται λοιπόν στην τηλεόραση και τις εκδηλώσεις των κομμάτων. Ως εκ τούτου, εν τι απουσία πολύπλευρης και ενδελεχούς παρουσίασης των δεδομένων και των ιδεών που τα πραγματεύονται, το φαντασιακό όλων αυτών πολύ πιο εύκολα διεγείρεται (ή ακόμα και φανατίζεται) με τον εθνικισμό, τον λαϊκισμό, τη λογική της τρόικας ως μονοδρόμου, την καλλιέργεια ψευδαισθήσεων για τη μελλοντική πορεία της Κυπριακής οικονομίας. Μέσα από αυτό το φακό, η μελέτη και συζήτηση των όσων περιλαμβάνει η κρισιακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Κύπρος, δύναται να συνδράμει στη διαμόρφωση ταξικής συνείδησης και να προσανατολίσει μερίδα της κοινωνίας σε ριζοσπαστικές και ανατρεπτικές οδούς. Ιστορικά η δημοκρατία έβλαπτε τον καπιταλισμό και τη βαρβαρότητά του, ενώ τα δημοκρατικά ελλείμματα τα ευνοούσαν. Η Κύπρος του σήμερα δεν είναι εξαίρεση.
Γράφει: Γιώργος Χαραλάμπους