«Λάβρος κατά των αδυνάτων, δεξί εξτρέμ των δυνατών..»
Τα ΜΜΕ έχουν χαρακτηριστεί ως «τέταρτη εξουσία» για το ρόλο ελέγχου τον οποίο έχουν επωμιστεί σε σχέση με τις άλλες τρεις εξουσίες και ειδικά την εκτελεστική και τη νομοθετική. Πολλοί, όμως, θέτουν το ερώτημα αν αυτή η «τέταρτη εξουσία» έχει, πλέον, καταστεί «πρώτη». Μια υπερεξουσία, δηλαδή, η οποία νιώθει τόσο ισχυρή ώστε να μην χρειάζεται να λογοδοτεί σε κανένα. Μια εξουσία, η οποία συνεπικουρούμενη πολιτικών ανοχών και της τεράστιας οικονομικής ισχύος που ιδιοκτησιακά διαθέτει, δραστηριοποιείται σε ένα περιβάλλον στο οποίο (όχι μόνο στην Κύπρο) δεν υπάρχουν ουσιαστικοί περιορισμοί στη δική της αυθαιρεσία, πέραν της προσωπικής ηθικής και μέτρου του δημοσιογράφου, τα οποία, όμως, είναι πολύ ευάλωτα στην οικονομική και επιχειρηματική ιδιοκτησία.
Αυτή η κατάσταση πραγμάτων έχει αφετηρία σε μεγάλο βαθμό την (άναρχη) δόμηση του (ιδιοκτησιακού) καθεστώτος των ΜΜΕ στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Από τους παραδοσιακούς εκδότες-δημοσιογράφους, η ιδιοκτησία εφημερίδων και πολύ περισσότερο των νεοδημιούργητων ιδιωτικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, περνάει σταδιακά σε ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες με παράλληλη δραστηριότητα και σε άλλους οικονομικούς κλάδους. Μια πορεία κοινή με άλλες χώρες της Ευρώπης και ειδικά την Ελλάδα.
Η κατοχή εκ μέρους των διαφόρων επιχειρηματιών μέσων μαζικής ενημέρωσης, και μάλιστα πολλών ταυτόχρονα, χρησιμοποιείται ως πολιτικό χρήμα: ανταλλάσσουν την πολιτική υποστήριξη με την κατοχύρωση των οικονομικών τους απαιτήσεων. Τα ΜΜΕ γίνονται, έτσι, προπαγανδιστικοί μηχανισμοί στήριξης των συμφερόντων των ιδιοκτητών τους.
Ο ενισχυμένος ιδεολογικός και πολιτικός ρόλος των ΜΜΕ, αντικατοπτρίζεται σταδιακά σε ένα νέο τύπο δημόσιου διανοούμενου, του δημοσιογράφου, του οποίου ο ρόλος είναι όχι να ενημερώνει την κοινωνία, αλλά να προετοιμάζει το ιδεολογικό κλίμα συγκεκριμένων πολιτικών, να αποσιωπά (συνειδητά ή από άγνοια) διαστάσεις της πραγματικότητας, να λειτουργεί ως εκπρόσωπος της συμμαχίας των επιχειρηματικών συμφερόντων και μερίδας της πολιτικής τάξης (βέβαια αυτό δεν ισχύει για την ολότητα ή και την πλειοψηφία των δημοσιογράφων, αλλά για μια μερίδα). Πολλοί από αυτούς στελεχώνουν γραφεία επικοινωνίας μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς και πολιτικών προσώπων ή κομμάτων, ενώ ταυτόχρονα αρθρογραφούν δήθεν ανεξάρτητα.
Οι επικείμενες προεδρικές εκλογές και η υπόθεση με το μνημόνιο έφεραν στην επιφάνια την προβληματική αυτή κατάσταση. Ο βαθμός στον οποίο αρκετές εφημερίδες και τηλεοπτικά κανάλια εδώ και καιρό έχουν πάρει (κοινή) θέση για τις προεδρικές είναι χαρακτηριστικός. Αυτό από μόνο του φυσικά δεν είναι πρόβλημα διότι αποτελεί δικαίωμα του κάθε μέσου να κάνει τις επιλογές του. Είναι ωστόσο πρόβλημα στον βαθμό που τα ίδια θέλουν να παρουσιάζονται ως «ανεξάρτητα» και «αντικειμενικά».
Η ίδια «συγχορδία» παρουσιάστηκε και στο θέμα του μνημονίου, το οποίο για μήνες διατυπωνόταν ως η μοναδική ορθή διέξοδος για την κυπριακή οικονομία, ενώ τα επί μέρους μέτρα του προετοιμάζονταν από καιρό. Ενδεικτικό της εν λόγω συγχορδίας είναι δύο ζητήματα. Αφενός, η φορολόγηση της ακίνητης ιδιοκτησίας, που έγινε το μέγα και μοναδικό θέμα του μνημονίου. Όλα τα άλλα που αφορούν στις μάζες και στους εργαζόμενους και που είναι η ουσία του μνημονίου παρουσιάζονταν ως μια «αναγκαιότητα» που «δυστυχώς» πρέπει να γίνει αποδεχτή. Αφετέρου, η τεχνητή διαίρεση που καλλιεργήθηκε μεταξύ εργαζομένων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα ώστε να προετοιμαστεί αρχικά η επίθεση ενάντια στα κεκτημένα του δημόσιου (όχι τα προνόμια) και μεταγενέστερα (ή και ταυτόχρονα) σε όλα τα εργατικά κεκτημένα.
Όλο αυτό το πλέγμα δημιουργεί τη φυσιολογική απορία: ποιος θα κρίνει αυτούς που θέλουν να κρίνουν όλους τους άλλους; Η απάντηση δεν μπορεί να έχει απλοϊκή ή και απλουστευμένη εξήγηση: αυτοί που πληρώνουν και αγοράζουν τις εφημερίδες, ή παρακολουθούν τα κανάλια. Επειδή ακριβώς και τα δύο είδη ΜΜΕ ζουν βασικά από τις διαφημίσεις και δεν αγοράζονται κυρίως για το «πολιτικό τους προϊόν» αλλά για το ψυχαγωγικό. Επιπλέον, διότι το ίδιο επιχείρημα μπορεί να ειπωθεί και για τα κόμματα και τους εκάστοτε προέδρους, αφού ψηφίζονται. Δεν μπορεί να ισχύει η λογική των δύο μέτρων και δύο σταθμών.
Γράφει: Γιάννος Κατσουρίδης