Home Γιάννος Κατσουρίδης «Εκσυγχρονιστάν» Του Γιάννου Κατσουρίδη

«Εκσυγχρονιστάν» Του Γιάννου Κατσουρίδη

article photo0000888989988888889888898

Ο εκσυγχρονισμός, ως σλόγκαν, έχει δημιουργήσει εδώ και χρόνια φανατικούς οπαδούς. Φανατισμός, ο οποίος πολλές φορές είναι τόσο έντονος ώστε να προσομοιάζει με θεοκρατισμό τύπου Ταλιμπάν.


Εξού και ο νεολογισμός «εκσυγχρονιστάν» που έχει χρησιμοποιηθεί για να αποδώσει αυτό τον φανατισμό. Η χρήση του όρου αυτού θέλει να καταδείξει την αδιαλλαξία και θρησκοληπτική σχεδόν εμμονή με την οποία προωθούν τις πολιτικές και τις απόψεις τους για την κοινωνία. Το τραγικό, αν όχι τραγελαφικό, της υπόθεσης αυτής είναι ότι στους οπαδούς του «εκσυγχρονιστάν» βρίσκεται σημαντικός αριθμός ανθρώπων που η εργασιακή τους θέση (π.χ. δημόσιοι υπάλληλοι) θα τους ήθελε ενάντια, ακριβώς λόγω των βασικών θέσεων του ιδεολογήματος αυτού. Αν αυτό δεν είναι ψευδής συνείδηση, ενδεχομένως να είναι κάτι πολύ χειρότερο, αλλά ας μην το αναλύσουμε εδώ αυτό.

Ο εκσυγχρονισμός σε Κύπρο και Ελλάδα, εμφανίζεται ως όρος με τον Σημίτη στην περίοδο της διαδοχής του Α. Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ το 1995. Οι εκσυγχρονιστές εμφανίζονταν ως μια άφθαρτη ομάδα τεχνοκρατών, έτοιμη να διαχειριστεί την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Ως προς το περιεχόμενο του όρου δεν υπάρχουν κοινές παραδοχές. Το ακριβές νόημα και πε­ριεχόμενο της έννοιας ποτέ δεν εξηγήθηκαν πλή­ρως, ούτε και αναπτύχθηκαν θεωρητικά. Το εγχείρημα του «εκσυγχρονισμού» οριζόταν στην ουσία με αρ­νητική παρά θετική χροιά: έπαιρνε την μορφή εναντίωσης στις παλιές λαϊκιστικές πρακτικές, καθώς και στον συντηρητικό συνασπισμό που εκπροσωπούσε η ΝΔ. Όταν οριζόταν με θετική χροιά, ταυτιζόταν με την πρόοδο και το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν ως ο υποστη­ρικτής των «προοδευτικών» δυνάμεων στην ελληνική κοινωνία.

Πίσω από την ταμπέλα του εκσυγχρονισμού καλύφθηκαν, και καλύπτονται, μια σειρά από στόχοι και πολιτικές, πολλές φορές ανόμοιες και αντιφατικές μεταξύ τους. Ο καθένας που χρησιμοποιεί τον όρο το κάνει με το δικό του σκεπτικό διότι αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να πωλήσει τη θέση του πιο πειστικά. Αποτελεί μια ωραία καραμέλα πίσω από την οποία κρύβονται επιμελώς πραγματικές προθέσεις πολιτικών δυνάμεων, επιχειρηματικών και μιντιακών (ΜΜΕ) ομίλων.

Αν ως προς το θεωρητικό περιεχόμενο υπάρχουν ασάφειες, ως προς την πολιτική του χρήση υπάρχουν κοινές συνισταμένες και πρακτικές. Οι πολιτικές της λιτότητας, της συγκράτησης και της μείωσης του εργασιακού κόστους, του λιγότερου κοινωνικού κράτους και της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, αποτελούν οργανικό κομμάτι όλων των πολιτικών δυνάμεων που ευαγγελίζονται τον εκσυγχρονισμό, είτε δεξιών είτε σοσιαλδημοκρατών. Ταυτόχρονα, κάθε αναφορά σε κοινωνικές κατακτήσεις και κάθε προσπάθεια διατήρησης εργατικών κεκτημένων, κάθε κριτική των αγορών, συκοφαντείται από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο ως λαϊκισμός, αναχρονισμός, ή συντεχνιασμός.

Ο εκσυγχρονισμός είναι μια ουδέτερη διατύπωση που αποκρύπτει τις ιδεολογικές του ρίζες και στοχεύσεις. Στην ουσία, εκσυγχρονισμός, ή νεοφιλελευθερισμός, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Πρεσβεύουν πίστη στην αγορά, επιδιώκουν μείωση του δημόσιου τομέα επειδή είναι αντιπαραγωγικός, επειδή γεννά δημοσιονομικά ελλείμματα και έχει μικρή αποτελεσματικότητα. Θεωρούν ότι το κράτος πρέπει να περιοριστεί ως προς το εύρος της παρέμβασης του. Το κράτος πρόνοιας πρέπει να δίνει ουσιαστική βοήθεια όπου αυτή χρειάζεται, αλλά όχι εσαεί. Θεωρούν ότι το κοινωνικό κράτος δεν αποτελεί προϊόν ενός ιστορικού ταξικού συσχετισμού μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας, αλλά τυπικό εργαλείο άσκησης κρατικών πολιτικών. Το κράτος πρόνοιας αποτελεί εξωτερική μορφή παρέμβασης στην οικονομία, μέσω του οποίου ορισμένες ομάδες προσπορίζονται ωφελήματα, γι’ αυτό και πρέπει να καταργηθεί, ή έστω να σμικρυνθεί δραματικά. Σε αυτή τη λογική, το κόστος χρηματοδότησης των κρατικά παρεχόμενων αγαθών και υπηρεσιών πρέπει να το επιφορτίζεται ο χρήστης και όχι το κοινωνικό σύνολο.

Εν κατακλείδι. Όταν ακούτε ένα εκσυγχρονιστή/νεοφιλελεύθερο (το είδος αυτό ευδοκιμεί στη σύγχρονη Κύπρο) να λέει ότι για την αντιμετώπιση του τάδε προβλήματος δεν πρέπει να έχουμε ταμπού, να μεταφράζετε ότι χρειάζεται περισσότερος ανταγωνισμός, επέκταση της αγοράς, ιδιωτικοποιήσεις και μειώσεις μισθών.

 

Γράφει: Γιάννος Κατσουρίδης