Home Γιάννος Κατσουρίδης Ας ΖΥΓΙστούμε. Του Γιάννου Κατσουρίδη

Ας ΖΥΓΙστούμε. Του Γιάννου Κατσουρίδη

Είμαι εξ’ αυτών που πιστεύουν, και το έχω σημειώσει σε αρκετές περιπτώσεις, ότι η πιο δύσκολη μάχη του καθενός είναι με τον εαυτό του.


Με τα εμπόδια, τα στερεότυπα και πολλά άλλα που τίθενται στον καθένα μας ως περιορισμοί από το κοινωνικό μας περιβάλλον, τις όποιες εξαρτήσεις μας, τις προκαταλήψεις μας, τις διαχρονικά εμπεδωμένες στρεβλώσεις μας και τα «εμφυτεύματα» των κατασκευασμένων και μονόπλευρων παρουσιάσεων από τα κυρίαρχα ΜΜΕ (το δεξί εξτρέμ του συστήματος όπως λέει ο Παπακωνσταντίνου σε ένα από τα άσματα του).

Όλα τα παραπάνω εμφανίστηκαν πληθωρικά ενώπιον μας στην τελευταία έξαρση των πιο άγριων και απολίτιστων ενστίκτων μερίδας της κοινωνίας μας, όπως φάνηκε από το περιστατικό με το θέμα της φιλοξενίας ασυνόδευτων ΠΑΙΔΙΩΝ στο Ζύγι. Δεν θα γενικεύσω διότι αρνούμαι, όπως και πολλοί άλλοι φαντάζομαι, να μπω στο ίδιο καζάνι με όλους όσοι αντέδρασαν και με τον τρόπο που αντέδρασαν. Όμως, η περίπτωση του Ζυγίου και των αντιδράσεων της κοινότητας εκεί έχουν θέσει επί τάπητος μια σειρά από ζητήματα που μπορεί να είναι σύνθετα μεν, αλλά καταλήγουν στο εξής απλό δε: την κοσμοθέωρηση/κοσμοαντίληψη του καθενός μας. Τη στάση που υιοθετούμε έκαστος απέναντι στον άνθρωπο και στα προβλήματα της εποχής μας.

Η πολυπλοκότητα των ζητημάτων που αναδείχθηκαν στην περίπτωση του Ζυγίου έγκειται στο ότι μπλέκουν ιστορία (π.χ., συγκρούσεις και μνήμες προσφυγιάς), σύγχρονη πολιτική (π.χ., πολέμους και μεταναστευτικά/προσφυγικά ρεύματα), κανονιστικά ζητήματα (π.χ., τι είναι ανθρωπισμός και μέχρι που φτάνει;), αλλά και τα πολλά και αντικρουόμενα συμφέροντα ως προς το μοντέλο ανάπτυξης της σύγχρονης κυπριακής κοινωνίας (ανθρωποκεντρικό, ή κερδοσκοπικό;).

Επισημαίνω ως αφετηριακό σημείο ότι ζούμε σε μια εποχή που έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός «σημείου κινδύνου» (danger point). Ένα σημείο κινδύνου έχει οριστεί στη βιβλιογραφία (πολύ αδρά και χονδροειδώς το αναφέρω εδώ) ως το σημείο εκείνο όπου μια κοινωνία βρίσκεται ενώπιον ραγδαίων αλλαγών. Αυτή η συνθήκη (της αλλαγής) μοιραία (;) δημιουργεί αποπροσανατολισμό και ανασφάλειες. Ας κρατήσουμε αυτό το στοιχείο της ανασφάλειας και του φόβου διότι αποτελεί κινητήριο μοχλό των εθνικιστικών, ακροδεξιών και ξενοφοβικών κινημάτων παντού.

Η αλλαγή σε όλες τις κοινωνίες αντιμετωπίζεται με δυσπιστία. Κάποτε δικαιολογημένα, κάποτε λανθασμένα. Δεν είμαι εξ’ αυτών που θεωρούν την όποια αλλαγή και ειδικά αυτές που η όποια άρχουσα τάξη βαφτίζει ως εξορθολογισμό, ή εκσυγχρονισμό, ως κάτι εκ προοιμίου θετικό. Το σημειώνω, όμως, ως γεγονός. Οι μικρές κοινωνίες -όπως η Κύπρος- λόγω ακριβώς του μεγέθους τους είναι ακόμα πιο δύσπιστες στην αποδοχή των αλλαγών. Πόσο μάλλον οι τοπικές κοινωνίες (όπως το Ζύγι) σε μια μικρή χώρα όπως η Κύπρος.

Ποια ζητήματα λοιπόν ανέδειξε η πρόσφατη δημόσια συζήτηση με το περιστατικό στο Ζύγι και την μικρόψυχη (για να μην πω κάτι πιο βαρετό) αντίδραση της κοινότητας και ειδικά των εκπροσώπων της; Από τα ζητήματα αυτά, που θα σημειώσω παρακάτω, προκύπτουν άλλα που αφορούν στον κάθε ένα από εμάς είτε ως άνθρωπο, είτε ως κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο. Και σε αυτά αναφέρομαι όταν λέω ότι η δυσκολότερη μας μάχη είναι με τον εαυτό μας.

Πρώτα απ’ όλα το ζήτημα της ιστορικής μνήμης της κυπριακής κοινωνίας η οποία αποδεικνύεται θολή, επιλεκτική και προβληματική. Ο πόλεμος και η δική μας προσφυγιά ξεχάστηκαν πολύ εύκολα. Δείξαμε πως ένα θύμα εύκολα μπορεί να γίνει θύτης.

Κατά δεύτερον, το ζήτημα του πολέμου και της προσφυγιάς στη σύγχρονη εποχή. Και εδώ είναι που για μένα τουλάχιστον σταματούν τα κοινά σημεία με πολλούς (νεο)φιλελεύθερους, που ενώ οδύρονται για τον ρατσισμό στην Κύπρο, κάνουν πως δεν καταλάβουν γιατί και πώς προκλήθηκαν αυτά τα κύματα προσφύγων στην γειτονιά μας. Αλλά αν δείξουν πως καταλάβουν σημαίνει να κονταροχτυπηθούν με την πίστη τους στη Δύση και στην ανωτερότητα του δυτικού πολιτισμού που «προάγει την δημοκρατία στην περιοχή». Οπόταν είναι πιο βολικό να μείνουμε στο Ζύγι.

Τρίτο, προκύπτει το ζήτημα της (δισ)λειτουργίας της κυπριακής κοινωνίας. Αυτό που επισημαίνεται εδώ και καιρό από κοινωνιολόγους, ακτιβιστές και πολιτικούς αναλυτές είναι ότι το κοινωνικό μοντέλο της Κύπρου, με τα θετικά και τα αρνητικά του, φαίνεται να έχει φτάσει στα όρια του. Είναι ένα κοινωνικό μοντέλο που έχει οικοδομηθεί πάνω σε ένα άναρχο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, του οποίου ο στόχος είναι μόνο το πρόσκαιρο κέρδος με οποιοδήποτε τίμημα (είτε το τίμημα είναι ο άνθρωπος, είτε η φύση). Ένα τέτοιο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης τι αναμένουμε να παράξει; Ανθρώπους με τι είδους συνείδηση; Είναι ως να φυτεύεις κάκτους και να αναμένεις να βλαστήσουν τριαντάφυλλα!

Τέταρτο, προκύπτει το ζήτημα των στερεοτυπικών αντιλήψεων για τον οποιονδήποτε «άλλο» που έχει διαφορετικό χρώμα, φυλή, εθνικότητα, θρησκευτική πίστη, κτλ. Αποδεικνύεται ένας υφέρπων, τουλάχιστον, ρατσισμός ο οποίος διαπερνά μερίδες της κοινωνίας μας και ο οποίος άλλοτε εκφράζεται ανοιχτά, όπως στην περίπτωση του Ζυγίου, άλλοτε πιο συγκεκαλυμμένα. Δεν θα πω ότι η κοινωνία μας είναι στο στάδιο του εκφασισμού, αλλά όπως έχουν δείξει αρκετές έρευνες η κυπριακή κοινωνία έχει αρκετά αποθέματα συντηρητισμού και εθνικισμού. Μπορεί το επιχείρημα να ντύνεται με εύηχα περιτυλίγματα (π.χ., να μας κάνετε μια μελέτη να δούμε τις συνέπειες), αλλά δεν αλλάζει την ουσία του. Και η ουσία είναι στο τι εκφράζει το όποιο αίτημα. Το συγκεκριμένο αίτημα της κοινότητας όζει ρατσισμού. Όπως και αν ντυθεί.

Πέμπτο, προκύπτει το ζήτημα της κινητοποίησης της ανασφάλειας και του φόβου από εθνικιστικές, ξενοφοβικές και ενίοτε, όπως στη δική μας περίπτωση, ακροδεξιές ομάδες. Οι ομάδες αυτές (π.χ., ΕΛΑΜ) κτίζουν στον φόβο και στην ανασφάλεια και επενδύουν στο ένστικτο. Όλα τα άλλα τα έχουν κάνει άλλοι γι’ αυτούς ήδη (πολιτικές φτωχοποίησης, πολέμους, κτλ.). Ας μην βλέπουμε μόνο το αποτέλεσμα (άνοδος ακροδεξιών κομμάτων και απόψεων), αλλά ας δούμε και τα αίτια και τους αίτιους. Δεν είναι μακριά. Συναγελαζόμαστε μαζί τους τακτικά.

Τέλος, υπάρχει ένα ζήτημα που δεν έχει τεθεί ιδιαίτερα στο δημόσιο διάλογο και δεν ισχυρίζομαι ότι είμαι ειδικός σε αυτό. Είναι το ζήτημα της γκετοποίησης των παιδιών αν επιλεγεί η λύση τοποθέτησης τους σε ένα τέτοιο χώρο όπως το στρατόπεδο στο Ζύγι. Αυτό πρέπει να τύχει συζήτησης με ανθρώπους ειδικούς στο πεδίο αυτό ώστε να επιλεγεί ο καλύτερος τρόπος με τον οποίο το παιδιά αυτά θα μπορέσουν να λειτουργήσουν μέσα στην κοινωνία. Από εδώ προκύπτει μια ευρύτερη συζήτηση που δεν αρέσει σε πολλούς και που αφορά στην στρατηγική της ΕΕ για την αντιμετώπιση του προσφυγικού/μεταναστευτικού. Μια στρατηγική που αποθεώνει την Ευρώπη φρούριο, που ανέδειξε με τις πολιτικές της κυβερνήσεις που κτίζουν τείχη, που χρηματοδοτεί και συμμετέχει σε πολέμους αλλά ταυτόχρονα χρηματοδοτεί και χώρες όπως η Τουρκία απλώς για να κρατούν τα προσφυγικά κύματα στο εσωτερικό της, για να μην μολύνουν το άγιο ευρωπαϊκό έδαφος.

Ο ρατσισμός είναι ταξικός

Δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας αν πω ότι ο ρατσισμός, είτε υφέρπων είτε φανερός είναι ταξικός. Αν στο χώρο του στρατοπέδου στο Ζύγι αντί παιδιά είχαμε πρόταση να κτιστεί ένα πολυώροφο καζίνο στο οποίο θα επένδυαν εκατομμύρια ευρώ Σομαλοί ή Αφγανοί εκατομμυριούχοι, είμαι σίγουρος ότι δεν θα είχαμε καμιά αντίδραση. Τουλάχιστον από αυτούς που αντιδρούν σήμερα. Σε παλαιότερη μας έρευνα ως Ινστιτούτο Ερευνών Προμηθέας για τη ρητορική μίσους στην κυπριακή κοινωνία είχαμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε μεγαλοπρεπώς αυτό. Ο ρατσισμός είναι στη φύση του ταξικός και εκφράζεται με ταυτοτικό περιτύλιγμα.

Ας ζυγιστούμε λοιπόν ο καθένας με τη συνείδηση του. Έτσι και αλλιώς η μάχη είναι εκεί. Είτε ως άτομα, είτε ως πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς. Η μέθοδος για να το κάνουμε είναι απλή, πολύ απλή. Όπως ο κάθε νεοφιλελεύθερος υπουργός με τη μεγαλύτερη ευκολία λέει ότι ο κατώτατος μισθός είναι πολύ ψηλός αλλά δεν τολμά να ζήσει με αυτό τον μισθό ο ίδιος, η απάντηση και στην προκειμένη περίπτωση είναι να βάλει ο καθένας μας τον εαυτό του στη θέση αυτών των παιδιών. Καλύτερα ακόμα, αν είναι γονέας, να βάλει στη θέση αυτών των παιδιών τα παιδιά του. Και να αναρωτηθεί πως θα ήθελε να αντιμετωπίσουν το δικό του παιδί κάποιοι τρίτοι. Το όλο ζήτημα είναι βαθιά ιδεολογικό και ζήτημα κοσμοθεώρησης του καθενός

Γράφει: Γιάννος Κατσουρίδης