Συνήθως, μεταξύ του πανηγυρικού ενθουσιασμού και της μηδενιστικής απογοήτευσης που ακολουθούν τα σημαντικά πολιτικά γεγονότα, κρύβεται η αλήθεια.
Στην περίπτωση της πρόσφατης διαβούλευσης και απόφασης για το ελληνικό ζήτημα στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αλήθεια δεν είναι ιδιαιτέρως κρυμμένη, αφού περιγράφηκε γλαφυρά από τον Έλληνα Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος ανέφερε ότι έγινε «ένα μικρό βήμα προς μια νέα κατεύθυνση», χωρίς τυμπανοκρουσίες και χωρίς νενικήκαμεν. Όμως, είναι σημαντικό να αξιολογηθεί το περιεχόμενο αυτού του μικρού βήματος, οι προοπτικές της νέας κατεύθυνσης και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες το πρώτο βήμα θα είναι σταθερό και θα το ακολουθήσουν άλλα.
Το σημαντικότερο επίτευγμα για την ελληνική πλευρά είναι η ουσιαστική ακύρωση της μνημονιακής υποχρέωσης για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3% για το 2015, το οποίο θα κατευθυνόταν προς την αποπληρωμή του παλαιού χρέους. Η ακύρωση αυτής της πρόνοιας είναι ιδιαίτερα σημαντική επειδή αποτελεί την πεμπτουσία της πολιτικής της λιτότητας, και συνεπάγεται την απελευθέρωση οικονομικών πόρων οι οποίοι μπορούν να αξιοποιηθούν αναπτυξιακά, κοινωνικά και ανθρωπιστικά. Παράλληλα, επανατοποθετήθηκε η σχέση της ελληνικής Κυβέρνησης με τους δανειστές της, και πλέον αντί της παρουσίας του τροϊκανού κλιμακίου των τεχνοκρατών που δεν είναι σε θέση να διαπραγματευθεί αλλά μόνο να αστυνομεύει, τίθεται σε εφαρμογή η απευθείας επαφή με τους επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υπό καθεστώς διαρκούς ισότιμης πολιτικής διαπραγμάτευσης. Επιπρόσθετα, η ελληνική πλευρά επανακτά το αυτονόητο δικαίωμα της διαμόρφωσης και της ιεράρχησης των μεταρρυθμίσεων που θα υλοποιηθούν, οι οποίες πλέον δεν θα είναι δοτές από τους δανειστές, ενώ το πλαίσιο αυτών των μεταρρυθμίσεων συμφωνήθηκε και βασίζεται μεταξύ άλλων σε έννοιες όπως η ανάπτυξη και η κοινωνική δικαιοσύνη. Ακόμη, η ελληνική Κυβέρνηση είναι σε θέση να ακυρώσει μνημονιακές ρυθμίσεις που αποφασίστηκαν στο παρελθόν, και να υποκαταστήσει τα έσοδα από αυτές με άλλους δικαιότερους τρόπους, ενώ μετά από την γεφυρωτική περίοδο των τεσσάρων μηνών θα είναι σε θέση να επαναδιαπραγματευθεί συνολικά το δανειακό πρόγραμμα σε μια νέα βάση.
Σε συνδυασμό με τα πιο πάνω, η ελληνική πλευρά πέτυχε τη διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος και την τοποθέτηση του στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ως πανευρωπαϊκού ζητήματος, που έχει να κάνει με την ανάγκη αντικατάστασης των πολιτικών της λιτότητας με πολιτικές ανάπτυξης. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η ελληνική Κυβέρνηση χρειάζεται συμμάχους σε επίπεδο ευρωπαϊκών Κυβερνήσεων, οι οποίες αναμένεται ότι κατά το προσεχές διάστημα μπορούν να προκύψουν είτε μέσα από εκλογικές διαδικασίες σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ισπανία και η Ιρλανδία, είτε μέσα από την πολιτική στροφή Κυβερνήσεων όπως αυτές της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Κύπρου. Ταυτόχρονα, παράγοντες των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται να κρατούν αποστάσεις από την άτεγκτη στάση της Γερμανίας, οι οποίες δεν θα παραμείνουν στατικές αλλά θα μεγαλώνουν αναλόγως των κινδύνων που αυτή η στάση προκαλεί στην ευρωπαϊκή συνοχή και αναλόγως της εποικοδομητικής στάσης της Ελλάδας.
Παρ’ όλα αυτά, για την κεφαλαιοποίηση των μικρών βημάτων που πέτυχε η Ελλάδα και για την ενεργοποίηση του πολιτικού momentum που δημιουργήθηκε, υπάρχουν ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις: Η ελληνική Κυβέρνηση πρέπει να επιδείξει αποφασιστικότητα στη μεταρρυθμιστική προοπτική της χώρας, πρέπει να συγκρουστεί με τα κατεστημένα που κρατούν την Ελλάδα δεμένη στο παρελθόν, πρέπει να παραμείνει μακριά από τη διαπλοκή και τη διαφθορά, πρέπει να δείξει επιμονή και υπομονή, πρέπει να καταφέρει να παραμείνει συμπαγής και πρέπει να καταφέρει να συνδυάσει τον ιδεαλισμό με το ρεαλισμό. Η ανταπόκριση σε αυτές τις προϋποθέσεις δεν είναι εύκολη, όμως το εγχείρημα της ελληνικής Κυβέρνησης είναι ούτως ή άλλως δύσκολο: Θέλει να παραμείνει στην Ευρώπη και στην Ευρωζώνη, αλλάζοντας την Ευρώπη και την Ευρωζώνη. Αυτή η αλλαγή δεν θα συμβεί αυτόματα, δεν θα συμβεί εύκολα, και σίγουρα δεν έχει συμβεί ακόμη. Αλλά τουλάχιστον ξεκινά να αχνοφαίνεται.
Γράφει: Γιάννης Παναγιώτου