Η αγγλική λέξη “crony”, σημαίνει “στενός φίλος” ή “παλιόφιλος”. Μάλιστα, ετυμολογικά φέρεται να έχει ελληνική ρίζα, προερχόμενη από τη λέξη “χρόνιος”, έχοντας δηλαδή ως επίκεντρο τη διαχρονικότητα της φιλικής σχέσης.
Στην κυπριακή καθομιλουμένη, μάλλον η πιο ακριβής απόδοση είναι λέξη “κουμπάρος”. Ο όρος “crony capitalism” αναφέρεται διεθνώς σε οικονομίες όπου η επιτυχία στον επιχειρηματικό τομέα βασίζεται στις στενές σχέσεις μεταξύ του επιχειρηματικού κόσμου και του πολιτικού κόσμου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι “αυστηροί κανόνες” και οι “εποπτικές διαδικασίες” που υποτίθεται ότι αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της ελεύθερης αγοράς, γίνονται λάστιχο για να εξυπηρετήσουν τον πλουτισμό των “παλιόφιλων” και των “κουμπάρων”. Έτσι, ορισμένοι επιχειρηματίες έχουν προνομιακή μεταχείριση, αναλαμβάνουν συμβόλαια για δουλειές του δημοσίου, απολαμβάνουν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, και δεν πληρώνουν τους φόρους που τους αναλογούν, ενώ ορισμένοι πολιτικοί λαμβάνουν πλούσια δώρα και δέχονται χρηματοδότηση για τις προεκλογικές τους εκστρατείες. Έτσι, πολιτικοί και επιχειρηματίες γίνονται συγκοινωνούντα και αλληλοεηξυπηρετούμενα δοχεία, ενώ κάποιες φορές ταυτίζονται απόλυτα, με αμοιβαίες ανταλλαγές και μεταγραφές.
Η κυπριακή εκδοχή του “crony capitalism”, ο “κουμπαροκαπιταλισμός”, αποτελεί την κατ’ εξοχήν αιτία της αποτυχίας του κυπριακού οικονομικού μοντέλου. Για πάρα πολλά χρόνια, οι μεγάλοι παίκτες της κυπριακής οικονομίας δεν βασίστηκαν στο επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, δεν βασίστηκαν στις καινοτόμες ιδέες τους και δεν βασίστηκαν στις εξειδικευμένες γνώσεις τους. Αντίθετα, βασίστηκαν στις προνομιακές σχέσεις τους με την εξουσία, η οποία τους βοήθησε να αποκτήσουν τη δεσπόζουσα θέση που εξακολουθούν να κατέχουν σήμερα. Κομβικό σημείο της διαπλοκής του επιχειρηματικού και του πολιτικού κόσμου ήταν το κυπριακό τραπεζικό σύστημα. Οι διευθύνσεις και οι διοικήσεις των τραπεζών διορίζονταν κατά βάση με κριτήριο την ετοιμότητά τους για εξυπηρέτηση των συμφερόντων της επιχειρηματικής ολιγαρχίας και του πολιτικού κατεστημένου. Εξάλλου, όπως φαίνεται από τα στοιχεία που βλέπουν πλέον το φως της δημοσιότητας, οι μεγαλοοφειλέτες των κυπριακών τραπεζών λάμβαναν τεράστια δάνεια, χωρίς εξασφαλίσεις και με αδιαφανείς διαδικασίες. Αυτή η πρακτική οδήγησε στη σημερινή κατάσταση όπου οι τράπεζες δεν έχουν λεφτά στα ταμεία τους, επειδή μια χούφτα άνθρωποι έχουν δανειστεί χατιρικά μερικά δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία δεν μπορούν να αποπληρώσουν.
Πλέον, η Κύπρος πρέπει να αποφασίσει: θα συνεχίσει να λειτουργεί με το μοντέλο του “κουμπαροκαπιταλισμού” ή θα λειτουργήσει με βάση συγκεκριμένους κανόνες οι οποίοι να ισχύουν για όλους; Η κυπριακή επιχειρηματική ολιγαρχία θα δυσκολευτεί πολύ να επιβιώσει σε ένα ορθολογικό πλαίσιο, επειδή δεν διαθέτει την εμπειρία, τις γνώσεις, τις δεξιότητες, τις ικανότητες και τη διάθεση για κάτι τέτοιο. Αντίθετα, είναι εθισμένη στο εύκολο και γρήγορο κέρδος, στον εύκολο και φτηνό δανεισμό, στα αγύριστα δανεικά, στα παραθυράκια της νομοθεσίας και στους διαδρόμους της εξουσίας. Οπότε, θα αγωνιστεί μέχρι θανάτου για να εμποδίσει τον εξορθολογισμό της κυπριακής οικονομίας και των κυπριακών τραπεζών. Αυτό είναι απολύτως κατανοητό και φυσιολογικό, αφού βασίζεται στο πρωτόγονο ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Όμως, η αυτοσυντήρηση της κυπριακής ολιγαρχίας θα έχει ως τίμημα την επιβίωση και την ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας και της κυπριακής κοινωνίας, που θα καταδικαστούν να ζήσουν σε επανάληψη το αμαρτωλό παρελθόν με την ίδια τραγική κατάληξη. Εν ολίγοις: Προβλέπω ότι πολύ σύντομα, ο Εκτελεστικός Διευθυντής της Τράπεζας Κύπρου Τζον Χούρικαν, θα δαιμονοποιηθεί και θα διαπομπευθεί σαν πράκτορας ξένων συμφερόντων, εκτός εάν ανανήψει αιφνιδίως και δοξασθεί αναλόγως σαν “παλιόφιλος” και σαν “κουμπάρος”.
Γράφει: Γιάννης Παναγιώτου