Η αναφορά στην λεγόμενη «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» μπορεί να έχει την δραματική έννοια που της αποδίδεται μέσα από την καθημερινότητα, ή την συνταγματική έννοια που της αποδίδεται μέσα από το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Γράφει: Γιάννης Παναγιώτου
Η κατάσταση που ισχύει σήμερα λόγω του κινδύνου εξάπλωσης του COVID-19 είναι όντως έκτακτη, όμως η χώρα δεν έχει – προς το παρόν – κηρυχθεί συνταγματικά σε «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης», παρά τις αμφιλεγόμενες δημόσιες αναφορές. Η ανησυχία των πολιτών για τους κινδύνους που φαίνεται ότι απειλούν την δημόσια υγεία, καθιστά την απαίτηση για λήψη αυστηρών μέτρων χαρακτηριστικά επιτακτική. Ωστόσο, είναι σημαντική η προσεκτική, ψύχραιμη και νηφάλια επιλογή των πολιτικών εργαλείων που αξιοποιούνται ή θα αξιοποιηθούν, ώστε η όποια επιλογή να είναι βαθιά συνειδητή και ευρέως κατανοητή.
Σύμφωνα με το Άρθρο 183 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε περίπτωση πολέμου ή άλλου δημόσιου κινδύνου που απειλεί την χώρα, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει την εξουσία κήρυξης «καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης», μέσα από την έκδοση σχετικής προκήρυξης. Στα πλαίσια αυτής της προκήρυξης καθορίζονται τα Άρθρα του Συντάγματος που αναστέλλονται κατά της διάρκεια της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Ακολούθως, η προκήρυξη δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στη συνέχεια κατατίθεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία μπορεί να την εγκρίνει ή να την απορρίψει. Εάν η Βουλή απορρίψει την προκήρυξη αυτή δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ, ενώ εάν την εγκρίνει, τότε η απόφαση της Βουλής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας και τίθεται σε ισχύ. Κατά τη διάρκεια ισχύος της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει σχετικά Διατάγματα τα οποία έχουν την ίδια ισχύ με τους Νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας, και τα οποία παύουν να ισχύουν όταν λήξει η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Τα Άρθρα του Συντάγματος τα οποία μπορούν να ανακληθούν έχουν να κάνουν κυρίως με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών. Ακολούθως παρατίθενται ορισμένες από τις εξουσίες που αποκτά το Υπουργικό Συμβούλιο ως αποτέλεσμα της ανάκλησης των αντίστοιχων Άρθρων του Συντάγματος, στα πλαίσια κήρυξης της χώρας σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης:
- Θα μπορεί να επιβληθεί η εκτέλεση αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας. (Άρθρο 10).
- Θα μπορούν να γίνουν συλλήψεις, κρατήσεις και φυλακίσεις χωρίς αποφάσεις δικαστηρίου και χωρίς να γίνεται αναφορά σε κάποιο αδίκημα στη βάση της νομοθεσίας (Άρθρο 11).
- Θα μπορούν να επιβληθούν απαγορευτικοί περιορισμοί στην ελεύθερη μετακίνηση (Άρθρο 13).
- Θα μπορεί να παραβιαστεί η ατομική κατοικία χωρίς την συναίνεση του ενοίκου και χωρίς την απόφαση δικαστηρίου (Άρθρο 16).
- Θα μπορεί να παραβιαστεί το δικαίωμα στο απόρρητο της αλληλογραφίας και κάθε άλλης επικοινωνίας (Άρθρο 17).
- Θα μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας έκφρασης (Άρθρο 19).
- Θα μπορεί να απαγορευθεί η δημιουργία οργανώσεων για προστασία των συμφερόντων των μελών τους, υπό τη μορφή συντεχνιών (Άρθρο 21).
- Θα μπορεί να επιταχθεί από το κράτος οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο χωρίς αποζημίωση και χωρίς τη δυνατότητα καταφυγής στο δικαστήριο (Άρθρο 23)
- Θα μπορεί να απαγορευθεί η δυνατότητα άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος, εμπορικής δραστηριότητας ή επικερδούς εργασίας (Άρθρο 25).
- Θα μπορεί να απαγορευθεί το δικαίωμα απεργίας (Άρθρο 27).
Παράλληλα, σημειώνεται ότι για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, μπορούν να επιβληθούν ούτως ή άλλως ορισμένοι περιορισμοί χωρίς την κήρυξη κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, όπως εξάλλου έχει ήδη αποφασιστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Κάθε περίοδος κρίσης, συνεπάγεται σημαντικές προκλήσεις, σημαντικά διλήμματα και σημαντικές αποφάσεις. Για την λήψη αυτών των αποφάσεων είναι απαραίτητη η διατήρηση της ψυχραιμίας, τόσο της κοινωνίας όσο και της πολιτικής ηγεσίας. Η κήρυξη οποιουδήποτε κράτους σε «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός, το οποίο πρέπει να προσεγγίζεται με σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Μια τέτοια εξέλιξη είναι προφανώς απευκταία, αφού η περιστολή ελευθεριών και δικαιωμάτων που θεωρούνται αυτονόητα δεν θα είναι ευχάριστη. Και για να μην καταστεί αυτή η επιλογή μονόδρομος, πρέπει τα υφιστάμενα εργαλεία να αξιοποιηθούν εύστοχα και αποτελεσματικά.
Γράφει: Γιάννης Παναγιώτου