Για να καταστεί επιτυχημένη η τρέχουσα προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, είναι σημαντικό να αντληθούν διδάγματα από την αποτυχημένη διαδικασία του 2004.
Πέρα από τη σημασία που αποδίδεται στις διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και στη λεγόμενη περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκείνης της περιόδου, τα σημαντικότερα στοιχεία που καθόρισαν το τελικό αρνητικό αποτέλεσμα περιλαμβάνονταν σε αυτήν καθ’ εαυτήν τη συμφωνία που τότε τελικά διαμορφώθηκε. Έτσι, κατά τις τωρινές διαπραγματεύσεις, αυτά τα στοιχεία δεν πρέπει να επαναληφθούν με τρόπο που να επιβαρύνουν ξανά μια νέα συμφωνία, αυξάνοντας της πιθανότητες μιας νέας απόρριψης. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος, ενόψει της διαχείρισης του αρνητικού αποτελέσματος του Δημοψηφίσματος του 2004, κατέγραψε αναλυτικά τα σημαντικότερα προβληματικά στοιχεία του Σχεδίου Ανάν που οδήγησαν την ελληνοκυπριακή κοινότητα στην απόρριψή του, στα πλαίσια εγγράφου που αξιοποιήθηκε για την ενημέρωση της διεθνούς κοινότητας. Αυτά τα στοιχεία είναι χρήσιμο σήμερα να επισημαίνονται εποικοδομητικά, ως συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προς αποφυγήν, αφού η επιθυμία όλων είναι η κατάληξη σε μια συμφωνία που να μπορεί να υποστηριχθεί και να εγκριθεί από τη μεγάλη πλειοψηφία των Κυπρίων πολιτών. Εξάλλου, ο βασικότερος λόγος της απόρριψης του Σχεδίου Ανάν ήταν η επιδίωξη μιας καλύτερης λύσης του Κυπριακού, και όχι η επίκληση προφάσεων για την απόρριψη οποιασδήποτε λύσης του Κυπριακού.
Καταγράφοντας τους λόγους απόρριψης του Σχεδίου Ανάν, ο Τάσσος Παπαδόπουλος επεσήμαινε ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα αξιολόγησε αρνητικά συγκεκριμένες πτυχές του περιεχομένου του: Κεντρική θέση σε αυτή την αξιολόγηση έλαβαν τα θέματα που αφορούσαν την ασφάλεια, αφού το Σχέδιο Ανάν προνοούσε «την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων εις το διηνεκές, ακόμη και μετά την πιθανή ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ» και «τη διατήρηση της Συμφωνίας Εγγύησης για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, με διευρυμένο πεδίο επέμβασης σε σύγκριση με την Συμφωνία του 1960». Σημαντικό αρνητικό ρόλο διαδραμάτισε η παραμονή σημαντικού αριθμού εποίκων, αφού «45000 Τούρκοι έποικοι θα αποκτούσαν την κυπριακή υπηκοότητα, πέραν εκείνων που είναι παντρεμένοι με Τ/κ ή έχουν γεννηθεί στην Κύπρο, συν 20000 ακόμη που θα αποκτούσαν μόνιμη κατοικία με την προοπτική να αποκτήσουν την υπηκοότητα εντός τεσσάρων χρόνων», ενώ θα επιτρεπόταν «η μόνιμη ροή Τούρκων πολιτών στην Κύπρο». Ιδιαίτερη ήταν η σημασία των προβλημάτων στον τομέα της λειτουργικότητας, αφού θα δημιουργείτο «ένα πολύπλοκο και δυσλειτουργικό κράτος, με την πιθανότητα διαρκών αδιεξόδων σε καθαρά πολιτικά θέματα μη κατάλληλα για δικαστική επιδιαιτησία», ενώ σε σχέση με το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, «ορισμένες πρόνοιες αποτελούσαν καθαρή παραβίαση ή μακροχρόνια αναστολή – αφαίρεση της απόλαυσης θεμελιωδών δικαιωμάτων». Σε σχέση με την επιστροφή των προσφύγων ο Τάσσος Παπαδόπουλος σημείωνε ότι το Σχέδιο Ανάν «αρνιόταν στην πλειοψηφία των προσφύγων το δικαίωμα της επιστροφής στα σπίτια τους με ασφάλεια», ενώ σχετικά με το περιουσιακό, «ο προτεινόμενος περίπλοκος μηχανισμός σχετικά με την εξάσκηση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας των προσφύγων, με τους πολυάριθμους όρους που συνοδεύουν την αποκατάσταση της ιδιοκτησίας, απέτυχαν να πείσουν ότι πραγματικά θα λειτουργούσαν», και ταυτόχρονα, λόγω της έλλειψης ρυθμίσεων σε σχέση με την οικονομική πτυχή, οι Ελληνοκύπριοι θα αναλάμβαναν «την υποχρέωση να πληρώσουν τις μεγάλες αξιώσεις για απώλεια χρήσης περιουσιών στις τουρκοκρατούμενες περιοχές». Επίσης προβληματική θα ήταν η συμμετοχή της επανενωμένης Κύπρου στην ΕΕ, αφού η Κύπρος δεν θα μπορούσε «να θέσει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της στη διάθεση της ΕΕ, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, χωρίς τη συγκατάθεση Ελλάδας και Τουρκίας». Τέλος, ο Τάσσος Παπαδόπουλος επεσήμαινε ότι το Σχέδιο Ανάν απορρίφθηκε επειδή δεν υπήρχαν σαφείς διαδικασίες για την εφαρμογή του, αφού «δεν περιείχε πρόνοιες, οι οποίες θα διασφάλιζαν πέρα από κάθε αμφισβήτηση την εφαρμογή της συμφωνίας, ιδίως για τις πρόνοιες που απαιτείται η συνεργασία της Τουρκίας».
Τόσο η άκριτη αποδοχή οποιασδήποτε λύσης, όσο και η άκριτη απόρριψη οποιασδήποτε λύσης, αποτελούν εξίσου λανθασμένες επιλογές. Το Σχέδιο Ανάν δεν απορρίφθηκε λόγω κεκτημένου απορριπτισμού, αλλά επειδή είχε ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία κρίθηκαν από την ελληνοκυπριακή κοινότητα ως προβληματικά. Για τη δημιουργία θετικών προοπτικών έγκρισης μιας νέας συμφωνίας για λύση του Κυπριακού, αυτά τα προβληματικά χαρακτηριστικά είναι απαραίτητο να απουσιάζουν. Για την απελευθέρωση και την επανένωση της πατρίδας μας χρειάζεται σαφής προσδιορισμός των στόχων μας και σαφής ιεράρχηση των προτεραιοτήτων μας. Η Κύπρος δεν έχει την πολυτέλεια για μια νέα αποτυχημένη προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού , αφού κάτι τέτοιο θα οδηγήσει στην περαιτέρω εδραίωση της διχοτόμησης. Και για την αποφυγή μιας νέας αποτυχίας, τα διδάγματα του 2004 πρέπει να ληφθούν πολύ σοβαρά υπόψη, έτσι ώστε να επιτευχθεί μια καλύτερη λύση, με το σωστό περιεχόμενο, που να δημιουργεί συνθήκες πολιτικής σταθερότητας και κοινωνικής ευημερίας για τη χώρα μας και το λαό μας.
Γράφει: Γιάννης Παναγιώτου