Ένα από τα πλέον ιδιάζοντα αρχαία εκθέματα στο μουσείο του Λούβρου, είναι οι «Σάτυροι της Ατλαντίδας», οι οποίοι κατασκευάστηκαν το 2ο αιώνα μ.Χ. στη Ρώμη, περιλαμβάνονταν από το 1763 στην περίφημη συλλογή του Alessandro Albani, πέρασαν το 1797 στην κατοχή της Γαλλίας με τη Συνθήκη του Τολεντίνο, και τοποθετήθηκαν οριστικά στο Λούβρο το 1815.
Ο άγνωστος δημιουργός τους, θέλοντας προφανώς να σατιρίσει την καταστροφική τάση της υποκειμενικής επικέντρωσης σε αποσπασματικές πτυχές της πραγματικότητας, δημιούργησε τέσσερα μαρμάρινα αγάλματα Σατύρων με αυτιά τράγου, οι οποίοι κοιτάζουν επίμονα σκυφτοί τον ομφαλό τους, τοποθετημένοι στη μυθική χαμένη Ατλαντίδα. Αυτή η τάση εξακολουθεί να είναι επίκαιρη σήμερα σε σχέση με τη δημόσια συζήτηση γύρω από τις συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού, η οποία αναπτύσσεται ομφαλοσκοπικά και συγκρουσιακά, αγνοώντας ευρύτερες παραμέτρους που πρέπει να προσεγγίζονται σφαιρικά και ορθολογικά.
Τα δύο βασικότερα ζητήματα που χρήζουν σοβαρής ανάλυσης και συζήτησης σε σχέση με τη λύση του Κυπριακού είναι η ολοκληρωμένη αξιολόγηση των διεθνών δεδομένων και ο σαφής προσδιορισμός του επιδιωκόμενου περιεχομένου μιας συμβιβαστικής συμφωνίας. Αφενός, ο ρόλος των διεθνών συνθηκών είναι κεφαλαιώδης για τη λύση του Κυπριακού, αφού αυτή δεν εξαρτάται κατά βάση από τη διάθεση της ελληνοκυπριακής κοινότητας, αλλά από τις δοσμένες γεωπολιτικές συνθήκες, από τη στάση της διεθνούς κοινότητας και από τη βούληση της Τουρκίας. Όλα αυτά πρέπει να συναξιολογηθούν με νηφαλιότητα και επιστημονικότητα για να εξαχθούν τεκμηριωμένα συμπεράσματα σχετικά με τις αντικειμενικές προοπτικές της τρέχουσας διαδικασίας των συνομιλιών, ώστε στη βάση αυτών να σχεδιάζονται τα βήματα της πλευράς μας. Αφετέρου, το περιεχόμενο της λύσης του Κυπριακού αποτελεί την ουσία της διαπραγμάτευσης αφού το πλαίσιο είναι καθορισμένο στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, ενώ το γεγονός των συνομιλιών υποδηλώνει ότι η όποια κατάληξη θα αποτελεί προϊόν συμβιβασμού. Για να μπορεί η λύση να γίνει αποδεκτή από την πλειοψηφία των πολιτών χρειάζεται να παρέχει ένα ασφαλές περιβάλλον πολιτικής σταθερότητας, να διαθέτει συγκεκριμένα λειτουργικά χαρακτηριστικά και να αποκαθιστά τους πληγέντες της εισβολής και της κατοχής. Όλα αυτά, πρέπει να προσδιοριστούν με σαφήνεια, υπό το φως της εμπειρίας του 2004, ώστε να αποτελέσουν σταθερές και ρεαλιστικές επιδιώξεις, η υλοποίηση ή η ματαίωση των οποίων θα είναι το βασικό κριτήριο για την επιτυχημένη ή την αποτυχημένη έκβαση των συνομιλιών.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την εποικοδομητική συζήτηση αυτών των ζητημάτων είναι η ενότητα του εσωτερικού μετώπου, η αποφυγή της δίκης των εκατέρωθεν προθέσεων και η διαλεκτική προσέγγιση των πραγμάτων. Όμως, ενόσω η δημόσια συζήτηση για το Κυπριακό επικεντρώνεται στον ομφαλό των συντελεστών της, υπό τη μορφή της προβολής επιθυμιών, απωθημένων, συμβολισμών και ρεβανσισμών, δεν πρόκειται να καταστεί χρήσιμη επί της ουσίας. Αντίθετα, θα συνεχίσει να μολύνει μια ήδη δύσκολη διαδικασία, με κίνδυνο την επανάληψη μια αρνητικής κατάληξης, αφού η δημιουργία κλίματος πόλωσης και αντιπαράθεσης δεν βοηθά τη λύση του Κυπριακού αλλά συντηρεί και επαναφέρει διελκυστίνδες του παρελθόντος, ανάμεσα σε «προδότες» και «πατριώτες». Η πολιτική ηγεσία έχει την ευθύνη της αναχαίτισης αυτών των κινδύνων και της άρσης του ομφαλοσκοπισμού, διαφορετικά στο μέλλον κάποιος άλλος άγνωστος καλλιτέχνης, θα φτιάξει ένα άλλο έργο αντίστοιχο με τους «Σάτυρους της Ατλαντίδας», τοποθετημένους νοερά στη χαμένη Κύπρο.
Γράφει: Γιάννης Παναγιώτου