Home Γιάννης Παναγιώτου Η διακριτική γοητεία της διχόνοιας. Του Γιάννη Παναγιώτου

Η διακριτική γοητεία της διχόνοιας. Του Γιάννη Παναγιώτου

yianisbourzou


Η κινηματογραφική ταινία με τον εύγλωττο τίτλο «Η διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας» («Le charme discret de la bourgeoisie»), του Ισπανού σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, γυρίστηκε το 1972, βραβεύτηκε με το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1973 και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα δείγματα του υπερρεαλιστικού κινηματογράφου.

Η ταινία πραγματεύεται τα χαρακτηριστικά της μεσοαστικής τάξης που λειτουργούν ταυτοχρόνως ελκυστικά και καταστροφικά, αντανακλώντας τις σκοτεινότερες πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι πλούσιοι, πολιτικοί, στρατιωτικοί και επιχειρηματίες που παγιδεύονται σε ένα κυκεώνα από απροσδόκητα συμβάντα, με αφορμή ένα δείπνο το οποίο δεν ξεκινά και δεν ολοκληρώνεται ποτέ, συμβολίζοντας τη ματαίωση και την αποτυχία. Τηρουμένων των αναλογιών, αντίστοιχη γοητεία ασκείται ιστορικά στο λαό μας από την διχόνοια, την αντιπαράθεση και τη σύγκρουση, που οδηγούν σε εθνικούς διχασμούς, σε εμφύλιους σπαραγμούς και σε εθνικές αποτυχίες. Και ενόψει των κρίσιμων εξελίξεων που αφορούν το εθνικό μας ζήτημα, η διακριτική γοητεία της διχόνοιας δεν πρέπει να αφεθεί να παρασύρει ξανά το λαό μας σε περιπέτειες, σε δύσβατα μονοπάτια και σε επικίνδυνες ατραπούς.    

Δυστυχώς, η διχόνοια είναι γοητευτική για συγκεκριμένους λόγους που την καθιστούν ευρύτατα ελκυστική, αναιρώντας την απαραίτητη κριτική και διαλεκτική προσέγγιση που οφείλουν να έχουν τόσο οι πολίτες όσο και οι πολιτικοί: Προσφέρει τη δυνατότητα της υπεραπλούστευσης των πολιτικών πραγμάτων και των πολιτικών διλημμάτων. Επιτρέπει τις εύκολες συνθηματολογικές τοποθετήσεις, χωρίς ενδελεχή μελέτη και χωρίς ολοκληρωμένη ανάλυση. Αναιρεί τον ορθολογισμό και προσφέρει συναισθηματικές διεξόδους που απευθύνονται στο θυμικό αντί στο λογικό των πολιτών. Προσφέρει απλοϊκές απαντήσεις στην ανάγκη του αυτοπροσδιορισμού, μέσα από τη ρηχή αντίθεση αντί μέσα από τη βαθιά σύνθεση. Μετατρέπει τους πολίτες σε ζηλωτές που υποστηρίζουν άκριτα συγκεκριμένες θέσεις με οπαδικό φανατισμό. Ακυρώνει την απαίτηση για ολοκληρωμένη και αντικειμενική ενημέρωση, αντικαθιστώντας την με καταγγελίες και φιρμάνια. Διευκολύνει τις κομματικές συσπειρώσεις προτάσσοντας τον κίνδυνο του «εσωτερικού εχθρού» που χαρακτηρίζεται δήθεν από «αυξημένο βαθμό επικινδυνότητας». Οδηγεί σε έξαλλους πανηγυρισμούς και σε βαθιές στεναχώριες που παρερμηνεύουν τις πολιτικές εξελίξεις σαν μονοδιάστατα θετικές ή αρνητικές. Καλλιεργεί το μίσος, την εχθρότητα και τη μοχθηρία, αντί την ομόνοια, την αλληλεγγύη και την ενότητα. Εν ολίγοις, η διχόνοια προσφέρει εύκολες διεξόδους σε όσους προτιμούν να φωνασκούν αντί να συζητούν, να αισθάνονται αντί να σκέφτονται, να ακολουθούν αντί να καθοδηγούν και να καταστρέφουν αντί να δημιουργούν. 

Ο λαός μας έχει πληρώσει πολλές φορές ακριβά το κόστος της ροπής των ηγετών του προς τη διακριτική γοητεία της διχόνοιας. Έτσι, ενόψει των εξελίξεων με αντικείμενο το Κυπριακό Πρόβλημα, ανεξαρτήτως τελικής κατάληξης και ανεξαρτήτως προσωπικών προτιμήσεων, οφείλουμε πρωτίστως να επιδείξουμε σθεναρή αντίσταση στη διχόνοια, ώστε να επιτραπεί η ανάπτυξη νηφάλιου δημόσιου διαλόγου, όπου δεν θα υπάρχει χώρος για άλλους πατριώτες και για άλλους προδότες. Τόσο ο απόλυτος μηδενισμός όσο και η εξιδανικευμένη ωραιοποίηση των επικείμενων εξελίξεων θα αποτελέσουν εκφάνσεις της ίδιας παθογένειας, οδηγώντας ολοταχώς προς τη διχόνοια. Και κατ’ αντιστοιχία με το δείπνο στην ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ, το μέλλον της χώρας μας θα σημαδεύεται πάντα από σουρεαλιστικά συμβάντα τα οποία θα οδηγούν εξακολουθητικά στη ματαίωση και στην αποτυχία. Που για να αποφευχθούν χρειάζεται ψυχραιμία, μετριοπάθεια, σωφροσύνη και σύνεση.