Η πολιτεία πρέπει να σταματήσει να εθελοτυφλεί έναντι των νεοφασιστικών και εξτρεμιστικών οργανώσεων που δρουν στην Κύπρο, και να αναλάβει άμεσα τις ευθύνες της μέσα από την αστυνομική διερεύνηση αυτών των οργανώσεων, μέσα από την εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας και μέσα από την τροποποίηση της νομοθεσίας για αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή τους.
Οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να συνεργαστούν προς αυτή την κατεύθυνση χωρίς να επιδιώκουν παραταξιακό όφελος, αλλά εστιαζόμενες στον πραγματικό κίνδυνο που ελλοχεύει για πολιτική αποσταθεροποίηση και δημοκρατική εκτροπή. Εάν γίνουν τα απαραίτητα βήματα τώρα, η Κύπρος μπορεί να προλάβει τα χειρότερα, και να μην βρεθεί στη θέση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα. Αλλά εάν η Κύπρος παραμείνει απαθής και αδρανής, υποτιμώντας το φασιστικό κίνδυνο, θα βρεθεί αντιμέτωπη με πολύ πιο δύσκολες και ανεξέλεγκτες καταστάσεις στο σύντομο μέλλον.
Η κυπριακή πολιτεία οφείλει να διερευνήσει άμεσα τη σχέση της Χρυσής Αυγής με το ΕΛΑΜ και να δράσει με θεσμική πυγμή και αποφασιστικότητα. Εφόσον η μητρική οργάνωση στην Ελλάδα λειτουργεί ως εγκληματική οργάνωση που αναπτύσσει εγκληματική δράση, είναι απαραίτητο να διερευνηθεί εάν το παράρτημά της στην Κύπρο έχει ανάλογη δομή, ανάλογες θέσεις και ανάλογες δράσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΕΛΑΜ συνηγορεί υπέρ της Χρυσής Αυγής διοργανώνοντας πορείες υποστήριξης, ενώ τα ηγετικά στελέχη του ΕΛΑΜ υπήρξαν στελέχη της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα και δηλώνουν δημόσια με καμάρι ότι μαζί με τους συλληφθέντες Χρυσαυγίτες «ματώσαμε μαζί για το σκοπό μας στα πεζοδρόμια».
Ταυτόχρονα, η εκτελεστική εξουσία οφείλει να ενεργοποιήσει τις υφιστάμενες νομοθεσίες οι οποίες προνοούν συγκεκριμένες ποινές για την προώθηση του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της βίας και της μισαλλοδοξίας. Ειδικότερα, είναι απαραίτητη η ενεργοποίηση των προνοιών του Νόμου «Περί της Καταπολέμησης Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου» του 2011 που υιοθετήθηκε από τη Βουλή για σκοπούς εναρμόνισης με την ανάλογη απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με αυτό το νόμο, τιμωρείται μέχρι και με πέντε χρόνια φυλάκιση, όποιος «δημόσια διαδίδει και δημόσια υποκινεί με οποιοδήποτε τρόπο βία ή μίσος που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη ή που έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα». Επιπρόσθετα, πρέπει να ενεργοποιηθεί το Άρθρο 51 του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο τιμωρείται μέχρι και με ένα χρόνο φυλάκιση «όποιος δημόσια με οποιοδήποτε τρόπο και σε οποιαδήποτε μορφή προκαλεί τους κατοίκους σε βιαιοπραγίες αναμεταξύ τους ή σε αμοιβαία διχόνοια ή καλλιεργεί τη διαμόρφωση του πνεύματος της μισαλλοδοξίας».
Τέλος, η νομοθετική εξουσία πρέπει να τροποποιήσει τη νομοθεσία, έτσι ώστε οι ακραίες οργανώσεις να μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά από τη δικαιοσύνη. Συγκεκριμένα πρέπει να τροποποιηθεί ο Ποινικός Κώδικας έτσι ώστε στις οργανώσεις που ορίζονται ως «παράνομοι σύνδεσμοι» (Άρθρο 63) να περιληφθούν οι οργανώσεις που οργανωμένα κάνουν χρήση βίας ή προωθούν τη χρήση βίας (όπως π.χ. περιγράφεται στο Άρθρο 51 του Ποινικού Κώδικα για «Πρόκληση ή διέγερση βιαιοπραγίας») και οι οργανώσεις που προωθούν το μίσος και το ρατσισμό (όπως π.χ. περιγράφεται στο Άρθρο 3 του Νόμου «Περί της Καταπολέμησης Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου»).
Η απάθεια, η αδράνεια και η υποτίμηση του κινδύνου έχουν δοκιμαστεί και έχουν αποτύχει, αφού αποτελούν συνταγή για περαιτέρω ανάπτυξη του νεοφασισμού και του εξτρεμισμού. Η Κύπρος μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτά τα φαινόμενα μέσα από συγκεκριμένες ενέργειες οι οποίες πρέπει να γίνουν άμεσα. Η δημοκρατία διαθέτει τους κατάλληλους μηχανισμούς για την αυτοπροστασία της και πρέπει να τους ενεργοποιήσει με αποφασιστικότητα.
Γράφει: Γιάννης Παναγιώτου