Η διάκριση του εφικτού από το ευκταίο αποτελεί διαχρονικό πρόβλημα στον καθορισμό των εθνικών στόχων και επιδιώξεων, με αποτέλεσμα να καταγράφεται μια σημαντική διαφορά φάσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το 1960 και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ορισμένοι κύκλοι συνέχισαν να υποστηρίζουν τον στόχο της ένωσης με την Ελλάδα, ενώ μετά το 1974 και την υπογραφή των συμφωνιών για την ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού, ορισμένοι κύκλοι συνεχίζουν να υποστηρίζουν τον στόχο του ενιαίου κράτους. Όμως αυτή η πρωθύστερη στόχευση παρεμποδίζει την εξέλιξη του κυπριακού κράτους και την πρόοδο του κυπριακού λαού, επειδή θρέφει τον αλυτρωτισμό και στρεβλώνει τον πολιτικό σχεδιασμό.
Σε αυτό το πλαίσιο, ενδεχόμενη υπαναχώρηση από την υποστήριξη της ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού, θα ήταν λανθασμένη και επικίνδυνη, τόσο για λόγους τακτικής, όσο και για λόγους ουσίας. Μια τέτοια ενέργεια θα έστελνε διεθνώς λανθασμένα μηνύματα σχετικά με την επιθυμία της πλευράς μας για λύση, θα αποστερούσε από την πλευρά μας σοβαρότητα και συνέπεια, και θα αποτελούσε πισωγύρισμα στη διαπραγματευτική προσπάθεια. Επιπρόσθετα, θα αποτελούσε κίνηση εσωτερικής κατανάλωσης χωρίς θετική επίδραση στις εξελίξεις, θα μετέφερε τη βάση της συζήτησης σε θεωρητικό αντί σε πρακτικό επίπεδο και θα έθετε εκ των προτέρων υπό αμφισβήτηση την μορφή που θα λάβει η Κυπριακή Δημοκρατία μετά από ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού.
Σήμερα, η υπαναχώρηση από την υποστήριξη της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, ως της επιδιωκόμενης μορφής λύσης του Κυπριακού Προβλήματος θα αποτελούσε ουσιαστικά καταγγελία όλων των προηγούμενων σχετικών συμφωνιών που έχουν υπογράψει οι Προέδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας και όλων των προηγούμενων σχετικών αποφάσεων που έχει λάβει το Εθνικό Συμβούλιο, με αποτέλεσμα να τεθεί υπό αμφισβήτηση ο ρόλος της πλευράς μας, ως κράτους όπου λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις από δημοκρατικά εκλεγμένες Κυβερνήσεις, που χαρακτηρίζονται από θεσμική συνέχεια και συνέπεια. Ειδικότερα, στα πλαίσια της παρούσας συγκυρίας, μια τέτοια υπαναχώρηση θα λειτουργούσε ως πρόσκομμα στη διαπραγματευτική διαδικασία και θα οδηγούσε σε πισωγύρισμα, αφού θα επέτρεπε στην άλλη πλευρά να καταθέσει μαξιμαλιστικότερες θέσεις διευρύνοντας την απόσταση και θα απομάκρυνε ακόμα περισσότερο την προοπτική εξεύρεσης συμφωνημένης λύσης. Ιδιαίτερα το τελευταίο, λόγω του υψηλού βαθμού στον οποίο είναι προφανές, θα ερμηνευόταν ως κίνηση απεμπολισμού της πιθανότητας προσέγγισης συμφωνίας, έτσι η πλευρά μας θα έχανε το τεκμήριο της καλής θέλησης και θα αντιμετωπιζόταν από τη διεθνή κοινότητα με τον αντίστοιχο τρόπο. Στην πράξη, η υπαναχώρηση από την υποστήριξη της ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού μπορεί να προκαλέσει μόνο κόστος και όχι όφελος, απευθυνόμενη κυρίως στο εσωτερικό μέτωπο παρά στις πραγματικές πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες δεν μπορούν να επηρεαστούν από την έκφραση ευχολογίων. Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη θα τροφοδοτούσε την εσωτερική συζήτηση για το Κυπριακό, αλλά θα την έθετε σε μια θεωρητική αντί σε μια πρακτική βάση, με αποτέλεσμα να περιορίζεται σε ένα φαντασιακό επίπεδο όπου θα διαπραγματευόμαστε μεταξύ μας για το “τι θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε” αντί για το “τι μπορούμε να πετύχουμε”. Παρόλο που καμία συζήτηση δεν είναι εξ ορισμού αρνητική, εάν η κριτική προς την ομοσπονδία καθίσταται μηδενιστική και εκφοβιστική, ουσιαστικά τίθεται εκ προοιμίου υπό αμφισβήτηση η μορφή που θα έχει η Κυπριακή Δημοκρατία μετά από τη λύση του Κυπριακού Προβλήματος, οδηγώντας προς επανάληψη των φαινομένων του παρελθόντος, όπου το νεοϊδρυθέν τότε κράτος του ‘60 δεν αγαπήθηκε αρχικά από κανέναν και προσεγγίστηκε ως μεταβατική παρένθεση για κάτι άλλο, μέχρι που κινδυνεύσαμε να το χάσουμε οριστικά.
Η επανένωση μιας διχοτομημένης χώρας και ενός διχασμένου λαού δεν είναι εύκολη υπόθεση. Προϋποθέτει σοβαρότητα, υπευθυνότητα, νηφαλιότητα και ορθολογισμό, ώστε μέσα από μια δύσκολη διαπραγμάτευση να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Εάν επιθυμούμε την επίλυση του Κυπριακού στο ορατό μέλλον, τότε θα διαπραγματευτούμε με συνέπεια στις θέσεις μας, με ρεαλισμό και διεκδικητικότητα, για την εξεύρεση λύσης στη βάση του μοντέλου της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, με το σωστό περιεχόμενο. Εάν δεν θέλουμε την επίλυση του Κυπριακού στο ορατό μέλλον και προτιμούμε τη διαιώνιση της σημερινής κατάστασης στο διηνεκές, τότε μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από όρους όπως “επανατοποθέτηση του Κυπριακού”, “διαμόρφωση νέας στρατηγικής για το Κυπριακό” και “όχι στην Ομοσπονδία”.
Γράφει: Γιάννης Παναγιώτου