Η ανάγκη εκσυγχρονισμού του κράτους, της πολιτικής ζωής και της κοινωνίας είναι απαραίτητη για την έξοδο από την κρίση, για την ανάκαμψη της οικονομίας και για την πρόοδο της χώρας.
Η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση έχει πολύ σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει σε αυτή τη προσπάθεια αλλά για να μπορεί να είναι χρήσιμη για την πολιτεία, πρέπει να επαναπροσδιορίσει το ρόλο της, να εκσυγχρονίσει τις δομές της και να αναβαθμίσει τις λειτουργίες της. Για να συμβεί αυτό αποφεύγοντας τις παγίδες του λαϊκισμού, του μηδενισμού και του αυταρχισμού, πρέπει να προηγηθεί δημόσιος διάλογος και διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, στη βάση των εξής ερωτημάτων: Ποιος είναι ο ρόλος της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, ποιός πρέπει να την ελέγχει, τι πρέπει να δείχνει και ποιός πρέπει να την πληρώνει. Αποφεύγοντας παρωχημένες ιδεολογικές εμμονές, αυτή η συζήτηση εδράζεται στο ρόλο που οφείλει να έχει το κράτος σε μια μικτή οικονομία, όχι ανταγωνιζόμενο τον ιδιωτικό τομέα σαν επιχειρηματίας με αυτοσκοπό το κέρδος, αλλά διαχειριζόμενο υπεύθυνα τον εθνικό πλούτο και παρέχοντας ποιοτικές υπηρεσίες που ο ιδιωτικός τομέας δεν θέλει ή δεν μπορεί να προσφέρει.
Η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι απλώς ένα ακόμη τηλεοπτικό κανάλι ή ένας ακόμη ραδιοφωνικός σταθμός, αντιγράφοντας τις εμπορικές παραγωγές των ιδιωτικών καναλιών. Η ύπαρξη της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης είναι κεφαλαιώδης για την καλή λειτουργία της δημοκρατίας, αφού οφείλει να διασφαλίζει τον πλουραλισμό και την παρουσίαση όλων των απόψεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσδιορίζει με συγκεκριμένο τρόπο το ρόλο της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης, μέσα από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, που περιλαμβάνει το Πρωτόκολλο για το Σύστημα Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης στα Κράτη Μέλη, το οποίο αναφέρει ότι «το σύστημα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες κάθε κοινωνίας, καθώς και με την ανάγκη να διασφαλίζεται η πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης». Η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση πρέπει να εξειδικευθεί σε αυτόν ακριβώς το σημαντικό ρόλο και να μην παρασύρεται σε αγοραίες λογικές υψηλής τηλεθέασης.
Η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση πρέπει εξ’ ορισμού να υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο, ο οποίος να μην έχει χαρακτηριστικά κυβερνητικής κηδεμονίας. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση δεν είναι μηχανισμός προπαγάνδας της εκάστοτε κυβέρνησης, δεν αποτελεί προέκταση του Γραφείου Τύπου της εκάστοτε προεδρίας και δεν είναι τσιφλίκι του εκάστοτε κυβερνόντος κόμματος. Ο καθορισμός του περιεχομένου του προγράμματος της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης πρέπει να προκύπτει μέσα από ανοικτή διαβούλευση ανάμεσα στην κοινωνία και στην πολιτεία, η οποία να βασίζεται σε συγκεκριμένα εργαλεία και να καταλήγει σε συγκεκριμένα αποτελέσματα, υπό την ευθύνη Διοικητικού Συμβουλίου με σωστή στελέχωση, που να λογοδοτεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση πρέπει να προσφέρει ευρεία και αντικειμενική ειδησεογραφική ενημέρωση που να καλύπτει ένα ευρύτατο θεματικό φάσμα, δίνοντας βήμα στις πολιτικές δυνάμεις, στα οργανωμένα σύνολα και στα πρόσωπα που έχουν να συνεισφέρουν στη δημόσια συζήτηση. Ειδικά πριν από εκλογικές διαδικασίες, πρέπει να παραχωρεί χρόνο έκφρασης στο σύνολο των υποψηφίων και να συνδράμει ουσιαστικά στο δημόσιο διάλογο. Ταυτόχρονα, πρέπει να καλύπτει και να προβάλει αναλυτικά τις θεσμικές λειτουργίες του κράτους σε σχέση με τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, τις εργασίες της Βουλής των Αντιπροσώπων και τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ώστε οι πολίτες να είναι σφαιρικά ενημερωμένοι για τις πραγματικές πολιτικές εξελίξεις και όχι μόνο για τις δηλώσεις των πολιτικών προσώπων. Το ψυχαγωγικό μέρος του προγράμματος της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης πρέπει να προωθεί τον πολιτισμό, τις τέχνες και τα γράμματα, δίνοντας βήμα σε Κύπριους δημιουργούς και υποστηρίζοντας τις δημιουργικές προσπάθειες νέων ανθρώπων. Τέλος, σε σχέση με τις αθλητικές διοργανώσεις, πρέπει να καλύπτει τις μεγάλες εθνικές διοργανώσεις, προσφέροντας στους πολίτες την ελεύθερη δυνατότητα παρακολούθησης χωρίς επιπρόσθετο κόστος.
Σχετικά με τη χρηματοδότηση της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης, το Πρωτόκολλο για το Σύστημα Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης της Συνθήκης του Άμστερνταμ αναφέρει ότι τα κράτη μέλη έχουν την αρμοδιότητα «να μεριμνούν για τη χρηματοδότηση της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, εφόσον η χρηματοδότηση αυτή παρέχεται σε ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς για την εκπλήρωση του στόχου της δημόσιας υπηρεσίας, έτσι όπως την έχει θεσμοθετήσει, οριοθετήσει και οργανώσει κάθε κράτος μέλος, και εφόσον η χρηματοδότηση αυτή δεν επηρεάζει τις Συνθήκες του εμπορίου και τον ανταγωνισμό εντός της Κοινότητας σε βαθμό αντιβαίνοντα στο κοινό συμφέρον, ενώ λαμβάνεται υπόψη η πραγματοποίηση του στόχου που εξυπηρετεί αυτή η δημόσια υπηρεσία». Έτσι, το κράτος οφείλει να καλύπτει το λειτουργικό κόστος της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης διαφυλάσσοντας την από την ανάπτυξη άλλων εξαρτήσεων οποιουδήποτε τύπου, όμως ταυτόχρονα η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση μπορεί να έχει έσοδα από διαφημίσεις, που θα είναι εκ των πραγμάτων προσαρμοσμένα στο ρόλο που θα διαδραματίζει, ο οποίος δεν θα έχει προσανατολισμό υψηλής τηλεθέασης αλλά υψηλής ποιότητας.
Η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση είναι πολύ χρήσιμη για την αναβάθμιση της ποιότητας του δημόσιου διαλόγου, για τη διαμόρφωση της αντικειμενικής ενημέρωσης των πολιτών και για την πνευματική καλλιέργεια στην κοινωνία. Για να μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στο ρόλο της πρέπει να εκσυγχρονιστεί, να αναδιαρθρωθεί και να αναβαθμιστεί. Αυτή η διαδικασία πρέπει να είναι ανοικτή, διαφανής και συμμετοχική. Η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση ανήκει στους πολίτες και ο,τιδήποτε την αφορά πρέπει να γίνεται στο φως της ημέρας, κατόπιν δημοσίου διαλόγου και διαβούλευσης. Η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση είναι απαραίτητη για όλους, όμως πρέπει να γίνει καλύτερη, να λειτουργήσει με περισσότερη διαφάνεια και να διαδραματίσει το ρόλο της διακριτά και ουσιαστικά, χωρίς να μιμείται πρότυπα που δεν την αφορούν και δεν την επηρεάζουν.
Γράφει: Γιάννης Παναγιώτου