Είχα βρεθεί στο πανεπιστήμιο Κύπρου για μια εκδήλωση με θέμα το Κυπριακό. Μανιώδης καπνιστής βγήκα έξω να πάρω την δόση νικοτίνης που μου έλειπε.
Δεν ήμουν μόνος όμως, και στο πηγαδάκι που γρήγορα σχηματίστηκε μπήκε μια νεαρή φοιτήτρια. Αφορμή η ομάδα Κύπρος. Σας παρακολουθώ λέει και εκτιμώ πολύ αυτό που κάνετε αλλά θέλω διχοτόμηση. Είχε πια τραβήξει την προσοχή μου, και με ένα βλέμμα γεμάτο απορία και λίγο θυμό της απαντώ, μα πως είναι δυνατόν να εκτιμάς τις προσπάθειες που κάνουμε για επανένωση, αλλά την ίδια στιγμή να μου λες πως θες διχοτόμηση; Πολύ οξύμωρο δεν είναι;
Χαμήλωσε το βλέμμα και απολογητικά μου απαντά, μα δεν έχω πρόβλημα με την συμβίωση, οι Τουρκοκύπριοι είναι όσο Κύπριοι είμαστε εμείς. Τότε που κολλάς; ρωτώ με ακόμα πιο επιτακτικό τόνο, έχοντας στο μυαλό μου τις ένα σωρό προφάσεις που ακούω καθημερινά προκειμένου να κρύψουν τις πραγματικές προθέσεις αυτών που όντως θέλουν διχοτόμηση. Μην με παρεξηγείς, η απόκριση της. Απλά φοβάμαι. Φοβάμαι μήπως οι ακραίοι και από τις δύο πλευρές θα φέρουν ξανά την καταστροφή. Μια σπίθα αρκεί να ανάψει το φυτίλι και δεν θα μπορέσω να κάνω οικογένεια όπως ονειρεύομαι.
Ήταν μια στιγμή αμηχανίας, την είχα παρεξηγήσει, η μικρή παύση στην κουβέντα ήταν αρκετή για να σκεφτώ τις δικές μου στιγμές φόβου, λίγες μέρες πέρασαν που η κόρη μου πήγε για πρώτη φορά δημοτικό, λίγο πιο παλιά η πρώτη φορά που πέρασα τα οδοφράγματα, πολλά χρόνια πίσω όταν θα έφευγα για σπουδές. Φοβάμαι το άγνωστο, μου λέει σπάζοντας την σιωπή. Την κοίταξα πια με κατανόηση. Μια νέα γυναίκα αγωνιούσε για το μέλλον. Οι εποχές άλλαξαν ανταποκρίνομαι. Τα οδοφράγματα άνοιξαν από το 2003, είδες κανένα σοβαρό επεισόδιο; Όχι δεν είδα, δεν το σκέφτηκα έτσι, κόμπιασε. Όταν της είπα πως πήγα να δω τον Ιππόλυτο στην Σαλαμίνα ήταν η σειρά της να θυμώσει. Καλά δεν φοβάσαι; Έδειξες την ταυτότητα σου στον κατακτητή;
Δεν είναι πως δεν με ενοχλεί, απάντησα. Δεν είναι καν πως μου αρέσει το θέατρο, η ανάγκη μου όμως να δω μια αρχαία τραγωδία να παίζεται εκεί που ανήκει, το εξώφυλλο των τετραδίων που μας έδιναν μικρούς είχα μεγάλη ανάγκη να του δώσω χρώμα. Αυτά νίκησαν τους φόβους μου. Είχαν να ακουστούν Ελληνικά από το 72, όπως κάποια μέσα στο πλήθος με πληροφόρησε. Άξιζε τον κόπο; Μήπως έφυγε κανένας στρατός κατοχής; Όχι, απάντησα κοφτά, δεν μπορεί να το κάνει. Περπατώντας όμως στα δρομάκια της κατεχόμενης Αμμοχώστου άκουγα παντού Ελληνικά με ένα μείγμα Αγγλικών και Τουρκικών. Το μέλλον που ονειρευόμουν ήταν μπροστά στα μάτια μου. Μια πολυπολιτισμική κοινωνία, ειρηνική συμβίωση. Κάπου σε μια γωνιά ένας μουσικός του δρόμου έπαιζε ένα γνώριμο σκοπό, πλησίασα. Ήταν η ψιντρή βασιλιτζιά μου, γύρω του μαζεμένοι καμιά εικοσαριά, τριάντα άνθρωποι θα σε γελάσω, άλλοι τραγουδούσαν στα Ελληνικά, άλλοι στα Τούρκικα, κάποιοι άλλοι σιωπηλοί. Ήταν ένα κουβάρι, δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιος είναι ποιος, αλλά δεν είχε σημασία, ήταν όλοι Κύπριοι.
Επέμενε, έδιωξε ο Ιππόλυτος κανένα στρατό κατοχής; Αφαίρεσε κανένα οδόφραγμα; Άξιζε τον κόπο; Σίγουρος πια, της απάντησα ΝΑΙ άξιζε. Σμπαράλιασε τα συρματοπλέγματα που έχω μέσα μου, όπως το έκανε και για άλλους 3500 ανθρώπους που βρέθηκαν εκεί. Αν, αν αυτά τα κάναμε πιο νωρίς και περισσότερο θα κτίζαμε εμπιστοσύνη με την άλλη κοινότητα και πολλά προβλήματα που σήμερα βρίσκουμε μπροστά μας δεν θα υπήρχαν…
Γύρισα και την κοίταξα, το πρόσωπο της μου φάνηκε πιο γαλήνιο. Δεν απάντησες για τους ακραίους, τι θα γίνει με αυτούς; Ο φόβος σου η δύναμη τους απάντησα. Εκεί επενδύουν, στον φόβο μας. Χαμογέλασε, θα τα σκεφτώ ξανά, καλό σου βράδυ, χάρηκα.
Γράφει: Γιάννης Μαρθάρης
ιδρυτικό μέλος της Ομάδας Κύπρος ΟΚ.
Twitter: @MartharisY