Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές ετοιμάζομαι να πάω σε μια ακόμα αντικατοχική εκδήλωση, έχασα το μέτρημα σε πόσες έχω πάει. Το κρύο νερό δροσίζει το σώμα μου μα η ψυχή μου φλέγεται. Περνάνε όσα έζησα αυτή την μέρα σαν ταινία μπροστά στα μάτια μου.
Ανήκω στην γενιά που γεννήθηκε λίγο μετά το 74. Η οικογένεια μου όπως πολλές άλλες πλήρωσε ακριβό το τίμημα της εισβολής, είτε με προσφυγιά είτε τραυματισμούς που ταλαιπωρούν ακόμα και τώρα…το φτωχικό μου πατρικό να είχε γίνει καταφύγιο για πρόσφυγες, και το δημοτικό που πήγαινα να έχει ακόμα τις τέλλες στα παράθυρα σε σχήμα Χ για να συγκρατήσουν τα γυαλιά σε περίπτωση επίθεσης μην τραυματίσουν μαθητές.
Μεγαλώσαμε με το ‘’δεν ξεχνώ’’ στα τετράδια μας, πολλοί το πήγαιναν ένα βήμα παραπάνω, ”δεν ξεχνώ θα εκδικηθώ”…όλος αυτός ο πόνος, όλο αυτό το δηλητήριο του μίσους και της απόγνωσης οδήγησε στην αποξένωση. Ο εθνικισμός της μιας κοινότητας τροφοδοτούσε τον άλλον, μας μάθαιναν το μίσος, για να κτίσουν καριέρες είτε οι ”απορριπτικοί” είτε οι ”ενδοτικοί” το δηλητήριο που μας πότιζαν το δικό τους νέκταρ.
Βγαίνω από το μπάνιο, ο καθρέφτης όμως δεν μου κάνει χάρες, κάποιες ρυτίδες, κάποιες γκρίζες τρίχες κάνουν εμφανές πως μεγάλωσα. Τα χρόνια πέρασαν . Πού πήγαν τόσες πορείες; Οι απεργίες πείνας έξω από το Τουρκικό προξενείο στην Θεσσαλονίκη, τα βράδια που ξενύχτησα στα οδοφράγματα ; Θλίψη… τίποτα δεν άλλαξε. Ντύνομαι αργά, δεν έχω διάθεση, πρέπει να πάω, αλλά το βρίσκω μάταιο. Θα συναντήσω τα ίδια, τον θρήνο και τον πόνο, μα το χειρότερο, υποκρισία, αυτήν, αυτήν ειδικά δεν την αντέχω.
Κάπου εκεί τα μικρά μου μπήκαν στο δωμάτιο, και με ρωτούν, μα που θα πας πάλι; Πάγωσα. Πώς να τους εξηγήσω; Με ποιο δικαίωμα να τους μεταφέρω το δηλητήριο που τρέχει στις φλέβες μου; Αρκετά δεν υπέφερα και εγώ και οι παππούδες τους; Αυτά τώρα ξεκίνησαν την ζωή τους, πως μπορώ να τους μιλήσω για πολέμους και σκοτωμούς; Πώς να τους εξηγήσω πως για μια γλώσσα και μια θρησκεία ήρθε η τραγωδία;
Έγινα απότομος μαζί τους και δεν το συνηθίζω. Να πάτε κάτω στην μαμά σας είπα αυστηρά και να μην σας νοιάζει που θα πάω, δεν είναι από την δουλειά σας. Έφτιαξα γρήγορα τα μαλλιά μου, και βιαστικά μπήκα στο αυτοκίνητο. Έβαλα ένα τυχαίο τραγούδι ταραγμένος,
Δεν μπορώ να τους πω ψέματα, μα πως να τα προστατεύσω από την αλήθεια; Ανέπτυξα ταχύτητα χαμένος στις σκέψεις μου, κάτι πρέπει να κάνω για αυτό μονολογούσα. Να μην ακουστούν ξανά οι σειρήνες, να μην υπάρχουν οδοφράγματα και διαχωριστικές γραμμές, στρατοί κατοχής. Επιτέλους ένα κανονικό κράτος που θα σέβεται όλους του τους πολίτες ανεξαρτήτως καταγωγής. Δεν έχω δικαίωμα να επιτρέψω να ζήσουν τις ίδιες καταστάσεις, απλά δεν γίνεται, το πατρικό μου ένστικτο επιτακτικά μου ζητά να κάνω κάτι για αυτό.
Τον συλλογισμό μου τον διέκοψε ο ήχος του κινητού, ήταν ο Βασίλης
Συνεχίζεται στις 27/7
Γράφει: Γιάννης Μαρθάρης