Είναι κοινό μυστικό ότι συχνά οι πολιτικοί μιας χώρας συμφωνούν πλήρως για την αναγκαιότητα αλλαγών.
Τις περισσότερες φορές μάλιστα, αντίθετες παρατάξεις έχουν ακριβώς την ίδια άποψη ως προς τις συγκεκριμένες αλλαγές και ρυθμίσεις που χρειάζεται να πραγματοποιηθούν για τη βελτίωση του συστήματος. Η ταύτιση απόψεων μπορεί να φτάνει σε τέτοιο βαθμό που ακόμα να δυσχεραίνει την ανάπτυξη ρητορικής στις δημόσιες θέσεις τους κατά τρόπο κατανοητό στους οπαδούς τους. Γι’ αυτό συχνά αναγκάζονται να οχυρωθούν πίσω από τη θέση ότι “δεν εμπιστεύονται τους αντιπάλους” και διεκδικούν αυτοί την εξουσία γιατί, όπως ισχυρίζονται, “θα εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις καλύτερα”. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο πολίτης να χάνει την εμπιστοσύνη του προς τους πολιτικούς και σταδιακά να αποστασιοποιείται. Η κατάσταση μπορεί ακόμα να είναι πιο τραγική. Πίσω από τις κάμερες της δημοσιότητας είναι πιθανόν οι πολιτικοί να διασκεδάζουν μαζί με τους λεγόμενους αντιπάλους τους και να αλληλο-χλευάζονται για τα επιχειρήματα τους. Η ερώτηση που μας ενδιαφέρει είναι κατά πόσο είναι εφικτό να απεγκλωβιστεί από ένα τέτοιο αδιέξοδο μια συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία;
Η απάντηση δεν είναι μόνο ένα “ναι”. Όσο αλλόκοτο κι αν ακούγεται, το αδιέξοδο αυτό μπορεί να ξεπεραστεί σχετικά εύκολα με κάποιες αλλαγές στο τρόπο διαχείρισης του αδιεξόδου.
Κατ’ αρχήν, ας παραθέσουμε τα θετικά δεδομένα. Έχουμε υποθέσει πιο πάνω ότι αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις ουσιαστικά συμφωνούν σε κάποια πολιτική/νομική/οικονομική μεταρρύθμιση καθώς επίσης και σε συγκεκριμένες διευθετήσεις που χρειάζεται να γίνουν για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ζητήματος. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε δει αυτό το φαινόμενο να συμβαίνει σε όλες σχεδόν τις δημοκρατίες του δυτικού κόσμου. Το πολιτικό κόστος, τόσο για το κυβερνών κόμμα, όσο και για την αντιπολίτευση είναι τέτοιο που για τον άλφα ή βήτα λόγο δεν τους επιτρέπει να συμφωνήσουν και να συγκατατεθούν δημοσίως. Ο λόγος είναι ότι οι πιθανές αρνητικές συνέπειες που θα έχει μια τέτοια απόφαση για την κομματική τους ομάδα μπορεί να είναι άμεσες και πολύ αρνητικές. Αυτό το πολιτικό κόστος θα μπορούσε όμως να μειωθεί, ή ακόμα και να ελαχιστοποιηθεί εφόσον αποσυνδεθεί η επίτευξη συμφωνίας από το χρόνο εφαρμογής της. Στην περίπτωση που όλες οι πλευρές τοποθετηθούν δημόσια ότι διαπραγματεύονται μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα εφαρμοστούν σε συμφωνημένο χρονικό ορίζοντα (π.χ. σε 10 χρόνια) αυτόματα το περιβάλλον αποφορτίζεται από το άγχος του άμεσου πολιτικού κόστους. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι δυνατό να διεξαχθεί πιο δημιουργική και εποικοδομητική συζήτηση και να επιτευχθεί γραπτή συμφωνία ευρύτερης αποδοχής από πολλές πολιτικές παρατάξεις.
Εφόσον επιτευχθεί και υπογραφεί η συμφωνία ουσίας, δηλαδή καθοριστούν συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις που απαιτεί το συμφέρον του συνόλου, τότε ξεκινά η διαδικασία για την επίτευξη του δεύτερου μέρους της συμφωνίας, δηλαδή η κατάρτιση ενός οδικού χάρτη εφαρμογής τους. Αφού δηλαδή οι πολιτικές δυνάμεις συμφωνήσουν γραπτώς για το σύνολο των μεταρρυθμίσεων και για το ορόσημο τελικής υιοθέτησης και εφαρμογής των, τότε μπορούν ακόμα και να ορίσουν την εκπόνηση του οδικού χάρτη σε τεχνικές επιτροπές.
Η προσέγγιση που προτείνεται εδώ ανατρέπει τη συνήθη πρακτική, η οποία επικεντρώνεται σε μικρο-αλλαγές που ξεκινούν άμεσα, ενώ οι ουσιαστικές και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις μετατίθενται χρονικά για όταν ίσως δημιουργηθεί μεγαλύτερη συναίνεση είτε για όταν τα γεγονότα θα τις επιβάλλουν. Δυστυχώς, η σημερινή προσέγγιση βασίζεται σε συναίνεση που επιτυγχάνει μόνο για βραχυπρόθεσμους και ανώδυνους στόχους.
Η προτεινόμενη διαδικασία διευκολύνει την επίτευξη συνολικής και ουσιαστικής συμφωνίας πάνω στην ουσία του προβλήματος και ακολούθως επικεντρώνεται στην εκπόνηση οδικού χάρτη εφαρμογής ο οποίος θα κινεί τη διαδικασία βήμα με βήμα προς ένα συμφωνημένο μέλλον με ένα συμφωνημένο χρονικό ορόσημο. Η επεξεργασία του οδικού χάρτη ξεκινά από το τελικό χρονικό ορόσημο στο μέλλον και συμφωνείται προς τα “πίσω“ δηλαδή προς το παρόν.
Γράφει:Γιάννης Λαούρης