Home Γιώργος Θωμαϊδης Τουρκία: Όταν όλοι βλέπουμε εκείνο που μας αρέσει. Του Γιώργου Θωμαΐδη

Τουρκία: Όταν όλοι βλέπουμε εκείνο που μας αρέσει. Του Γιώργου Θωμαΐδη

775555544433332246476478kj0

Το πιο εντυπωσιακό γεγονός σχετικά με τα γεγονότα στην Τουρκία αυτή την εποχή, είναι ότι, στη Δύση, όλες οι πολιτικές παρατάξεις βλέπουν στις τουρκικές εξελίξεις κάτι το οποίο τους αρέσει. 


Από τους αυταρχικούς νεοφιλελεύθερους και απόλυτα διδακτικούς και αντιισλαμιστές της Wall Street μέχρι τους οπαδούς του Hugo Chavez στην Ευρώπη, όλοι μιλούν για την “Τουρκική Άνοιξη”. Οι δεξιοί βλέπουν -¨επιτέλους!¨- την αμφισβήτηση μιας κυβέρνησης που αμφισβήτησε την παγκόσμια οικονομική  στρατηγική τους  (εξοφλώντας το ΔΝΤ) και την παγκόσμια πολιτική τους (ερχόμενη σε συμφωνία με ¨απόβλητα¨ κράτη αλλά και ελισσόμενη σε σχέση με το Ισραήλ). 

Οι αριστεροί , ανακαλύπτουν στις τουρκικές κινητοποιήσεις μια προέκταση των κινητοποιήσεων στη Νότια Ευρώπη και λιγότερο στη Β. Αφρική, κατά των αυταρχικών καθεστώτων και των οικονομικών  μέτρων. Κάποιοι, εντοπίζουν την ανάγκη της τουρκικής κοινωνίας να αντιδράσει απέναντι στον ¨επανισλαμισμό¨ της: Οι δεξιοί ανάμεσά τους, φυσικά, δεν κάνουν καμία τέτοια νύξη για τη Σαουδική Αραβία και οι αριστεροί δεν μιλούν για τις πολύ ισχυρότερες ισλαμικές ροπές της Χαμάς ή των αδελφών Μουσουλμάνων που ανέβηκαν στην εξουσία μετά την “Αιγυπτιακή Άνοιξη”.

Ας αναρωτηθούμε λοιπόν: 

Μήπως τελικά προβάλουμε επάνω στην Τουρκία την εικόνα που μας ικανοποιεί;

Καταρχήν, ας ξεκινήσουμε από τα ίδια τα επεισόδια: ούτε η ένταση των κινητοποιήσεων, ούτε η βία της καταστολής, ούτε -κυρίως- η έκταση της κατοπινής ενημέρωσης και κινητοποίησης δικαιολογούνται απλώς από την αντίδραση στην ανάπλαση μιας πλατείας.

Οπωσδήποτε, είναι έκδηλος ο συμβολικός χαρακτήρας της πλατείας Ταξίμ για το κίνημα των κοινωνικών και εργατικών δικαιωμάτων στην Τουρκία (στην πλατεία Ταξίμ έγινε μια από τις μεγαλύτερες δημόσιες σφαγές ακτιβιστών το 1977), αλλά και για το σύγχρονο πρόσωπο της Τουρκίας.

Ωστόσο, σε όλη την περίοδο της διακυβέρνησης Ερντογάν  έχουν υπάρξει ξανά, στον ίδιο χώρο μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις, για τα εργατικά και για τα κοινωνικά δικαιώματα, χωρίς να δοθεί αυτή η κρίσιμη έκταση από τα δυτικά ΜΜΕ, τα οποία υποστηρίζουν τώρα με κάθε τρόπο τους διαδηλωτές.

Και εδώ, φτάνουμε σε ένα κομβικό σημείο, που σχετίζεται άμεσα με αυτή το παράδοξο:

Είναι αναμφισβήτητο ότι η κυβέρνηση Ερντογάν είναι μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, με σημαντική ροπή προς την άνευ όρων επιβολή των προθέσεών της  όπου μπορεί, και η οποία έχει μεγάλο βαθμό συνάφειας -και συγγένειας πλέον- με τμήμα της τουρκικής άρχουσας τάξης και με τα κυρίαρχα ΜΜΕ στην Τουρκία.

Είναι επίσης μια κυβέρνηση πολύ συντηρητική στα ήθη της.

Θα λέγαμε καλύτερα, πως πρόκειται για μια κυβέρνηση  “σχεδόν, θρησκευτικά αφοσιωμένη ιδεολογικά”, στην (όχι κοσμικά εθνικιστική) Οθωμανική περίοδο, πριν προκύψει το βαθιά εθνικιστικό κοσμικό κράτος του Ατατούρκ.

Είναι όμως επίσης, η κυβέρνηση η οποία τόλμησε να φέρει σε δίκη όσους στρατιωτικούς συνωμοτούσαν για την ανατροπή της δημοκρατικά εκλεγμένης εξουσίας της, η κυβέρνηση που έθεσε σε πραγματιστική βάση το κουρδικό, και αυτή η οποία απελευθέρωσε οριστικά την τουρκική οικονομία, άρα και την Τουρκία, πριν από μόλις 20 μέρες, από τα δεσμά του ΔΝΤ.

Αντίθετα, η τουρκική αντιπολίτευση, αν και κάπως πιο τολμηρή στα ήθη της και όχι τόσο φανερά προσηλωμένη στην οθωμανική δόξα, απαρτίζεται κυρίως ακριβώς από τα κόμματα που οδήγησαν την Τουρκία στη μέγγενη του ΔΝΤ, τα οποία παρέδωσαν το 30% της οικονομίας της σε ένα εν πολλοίς βραδυκίνητο και αντιπαραγωγικό στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα και που επιμένοντας να εκτουρκίσουν τον τεράστιο και ακμαιότατο κουρδικό πληθυσμό, οδήγησαν τη χώρα τους σε ένα πόλεμο 30 χρόνων, με χιλιάδες νεκρούς και ατέλειωτα και άλυτα κοινωνικά προβλήματα σε ολόκληρη την Τουρκία.

Επίσης, μείζονα ρόλο στον ¨ακτιβισμό¨ της αντιπολίτευσης με κάθε ευκαιρία, παίζει το υπερεθνικιστικό κόμμα των Γκρίζων Λύκων,  παρακλάδι του παλιού τουρκικού παράλληλου κράτους, το οποίο διατηρεί ακόμη ισχυρή και πολύ καλά εκπαιδευμένη πτέρυγα για κάθε είδους κινητοποιήσεις και δραστηριότητες.

Σε συμβολικό επίπεδο επίσης, ο Ερντογάν κατόρθωσε, πέρα από το να απογαλακτίσει τη χώρα του από το ΔΝΤ και να αποστρατιωτικοποιήσει το κράτος (αν και ενισχύοντας πολύ την αστυνομία, η οποία όμως δεν είναι τόσο αυτόνομη όσο ο στρατός σε καμία περίπτωση), μια μεγάλη ρήξη με το παρελθόν:

Για δεκάδες εκατομμύρια απόκληρους Τούρκους, είναι το παιδί που κατόρθωσε, από το μηδέν, χωρίς να απαρνηθεί τα σημαντικότερα ιδανικά του, να βρεθεί στην κορυφή της εξουσίας.

Για μια χώρα όπου το προνόμιο αυτό για αιώνες ανήκε μόνο στους ισχυρούς ή στα παιδιά των ευπορότερων στρωμάτων, η άνοδος του Ερντογάν στην εξουσία, με απολύτως δημοκρατικό τρόπο, θα μπορούσε να είναι η πιο σημαντική και συμβολική εκδήλωση ότι η Τουρκία αρχίζει να ωριμάζει ως κοινωνία ισονομίας και δημοκρατίας.

Και, ίσως, για το λόγο αυτό, στη διάρκεια της κυβέρνησης του ¨ισλαμιστή¨ (συντηρητικού) Ερντογάν, παρατηρήθηκε σχετική βελτίωση της πρόσβασης των γυναικών στα δημόσια αξιώματα. Όπως -με κάποια μακρινή αναλογία- και ο επίσης αντιπαθής στην άρχουσα κάστα της Δύσης Hugo Chavez, ο Ερντογάν έχει υπάρξει ενίοτε αυταρχικός.

Συχνά,  επέδειξε ανοχή στη διαφθορά αρκετών υφισταμένων του, παράλληλα με τη μέριμνα υπέρ των φτωχών και την αξιοποίηση, όσο το έκανε, συνολικότερα υπέρ της οικονομίας της χώρας του και όχι μόνο ελάχιστων πλουσίων, της διεθνούς συγκυρίας.

Επομένως, το παράδειγμα του Ερντογάν, αυτό της ρήξης υπέρ των φτωχών μέσα σε μια ακινητοποιημένη κοινωνία, είναι πιο σημαντικό και μένει στη μνήμη πιο βαθιά, από ότι οι τεχνικές του λεπτομέρειες.

Επιστρέφοντας στις διαδηλώσεις και στους διαδηλωτές, αναμφισβήτητα ένα τμήμα τους έχει δικαιολογημένα αιτήματα:

Ναι, η δημόσια ένδυση με κοντά ρούχα -ή ελάχιστα, η σεξουαλικότητα, η κάθε διαφορετικότητα, είναι επιβεβλημένο να υπάρχουν ανεξάρτητα από έναν κρατικά επιβλεπόμενο θρησκευτικό έλεγχο της συνείδησης.

Ναι, είναι κάτι ασυνήθιστο η μαντήλα στις επίσημες προεδρικές εμφανίσεις, αν και μαντήλα φορέθηκε στην Ελλάδα ως τη δεκαετία του 60.

Και φυσικά, είναι ένα μείζον θέμα για κάθε κοινωνία, το ότι η αποδοχή της μαντίλας και ενός ορισμένου τύπου ηθικής, είναι ένας τρόπος να σταδιοδρομήσεις στην Τουρκία του Ερντογάν.

Όμως, τα ελάχιστα ρούχα, το αλκοόλ στην παραλία και η συζήτηση για το δικαίωμα στην άμβλωση, δεν είναι ο πυρήνας του δυτικού πολιτισμού, αλλά τα τελικά του κεκτημένα (και έχουν υπάρξει κεκτημένα  και σε ημι-ολοκληρωτικές κοινωνίες, όπως οι πρώην κομμουνιστικές αλλά και σε κάποιες αρχαιότερες κοινωνίες).

Στον πυρήνα του δυτικού πολιτισμού, και αυτό είναι κάτι που έχει σημασία και για την Ελλάδα, είναι η δυνατότητα για οποιονδήποτε πολίτη, ανεξαρτήτως καταγωγής ή οικονομικής κατάστασης, να έχει φωνή μέσα στην κοινωνία. Και για αυτό το ζήτημα, στην Τουρκία αυτών των μηνών και ημερών, αξίζει να θέσουμε μερικά τελευταία ερωτήματα:

Από την πλευρά μεγάλου μέρους της (πιο) κοσμικής ελίτ -αλλά και του (πιο) κοσμικού μπλοκ και των διαδικτυακών ακτιβιστών- της Τουρκίας, δεν υπήρξαν καθόλου μαζικές κινητοποιήσεις για να καταδικάσουν τη συνωμοσία των αξιωματικών η οποία αποκαλύφθηκε από την κυβέρνηση Ερντογάν.

Τα πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης, μάλιστα, τάχθηκαν ουσιαστικά εναντίον της “απαράδεκτης” εμπλοκής της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης  για την αποκάλυψη μιας συνωμοσίας μέσα στο στράτευμα.

Σε καμία περίπτωση όμως, οι περιορισμοί στην κατανάλωση αλκοόλ ή η παρέμβαση της κυβέρνησης υπέρ μιας ¨οθωμανικής” αισθητικής, δεν είναι πιο σημαντικά ζητήματα από την διάλυση μιας στρατιωτικής συνωμοσίας μέσα σε μια χώρα.

Επίσης, εάν πρέπει να τοποθετηθούμε στα ζητήματα αισθητικής της ανάπλασης της πλατείας Ταξίμ, η Τουρκία πάσχει μάλλον από την κακή αισθητική δεκαετιών διακυβέρνησης από το παλιό κομματικό-στρατιωτικό κατεστημένο (με αποκορύφωμα την τραγωδία του σεισμού του 2001 ο οποίος οφειλόταν στην κάκιστη δόμηση των κτιρίων), παρά από τις όποιες απόπειρες μιας “οθωμανικού τύπου” ανάπλασης της πλατείας Ταξίμ, οι οποίες αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα των ταραχών αυτής της εβδομάδας στη γειτονική χώρα.

Για την Ελλάδα ειδικά, το γεγονός ότι η στρατιωτική συνωμοσία την οποία αποκάλυψε και διέλυσε ο Ερντογάν, είχε ως στόχο την πρόκληση πολέμου (διότι εκεί μπορεί να κλιμακωθεί κάθε θερμό επεισόδιο που ετοιμαζόταν) από την οικονομικά και  αριθμητικά υπέρτερη Τουρκία προς τη χώρα μας, θα έπρεπε να μας κάνει πολύ επιφυλακτικούς απέναντι στο μεγάλο μέρος (όχι στο σύνολο), της κινηματικής διαδικασίας που εξελίσσεται στη γειτονική χώρα.

Είναι πάρα πολύ αμφίβολο εάν η πλειονότητα των (πιο) κοσμικών αντιπάλων της κυβέρνησης Ερντογάν οι οποίοι πλέον έχουν επίσης βγει στους δρόμους κατά του ισλαμικού αυταρχισμού¨, θα καταδίκαζε έναν τέτοιο πόλεμο δημόσια, πόσο μάλλον να συλλάβει τους υποκινητές του.

Επίσης, επειδή υπάρχει η διάχυτη κατηγορία κατά του Ερντογάν για υπερβολική αφοσίωση στη θρησκεία: Σε ποιά ακριβώς δυτική χώρα η προτομή του στρατιωτικού ιδρυτή του κοσμικού καθεστώτος ( Κεμάλ Ατατούρκ), βρίσκεται σε κάθε σημείο, από όλες τις σχολικές τάξεις του δημοτικού μέχρι τα χαρτονομίσματα και η μετακίνησή της θεωρείται -από την κοσμική και δημοκρατική αντιπολίτευση- περισσότερο αδιανόητη από ότι η μετακίνηση των θρησκευτικών εικόνων στα σχολεία;

Μήπως αυτό που συγκρούεται κυρίως στην Τουρκία δεν είναι το “θρησκευτικό” με το κοσμικό, αλλά δυο διαφορετικές εκδοχές της θρησκευτικότητας του τουρκικού λαού;

Στην Τουρκία του Ερντογάν, πάρα πολλές φορές ως τώρα υπήρξαν διαδηλώσεις, εργατικές ή για τα δικαιώματα των Κούρδων, οι οποίες κατεστάλησαν  με πολύ μεγαλύτερη βία από αυτή της πλατείας Ταξίμ.

Σε πολλές, υπήρξαν και περισσότεροι νεκροί, και μεγαλύτερη βία και μεγαλύτερα πολιτικά διακυβεύματα.

Ίσως αυτό το τελευταίο, να είναι το πιο σημαντικό:

Ο στόχος της τουρκικής αντιπολίτευσης, όπως και της Δύσης, είναι να μην τεθεί κανένα μείζον πολιτικό διακύβευμα στην Τουρκία, διότι, κατά γενική ομολογία, ο Ερντογάν τα έχει καταφέρει παντού καλύτερα από τους υπάρχοντες κυρίαρχους αντιπάλους του.

Ο στόχος της Δύσης είναι να φθαρεί -ή και να πέσει- ο Ερντογάν, και να ανασταλεί η διαδικασία αυτονόμησης της τουρκικής κοινωνίας από την ξένη εξάρτηση.

Για την ώρα, επομένως, ο τουρκικός λαός έχει να επιλέξει ανάμεσα στο δίπολο ενός νεοφιλελεύθερου και σχετικά ικανού συντηρητικού κόμματος και στην κοσμική, αλλά όπως αποδείχθηκε πάρα πολύ ελλειμματική, παλιά τουρκική ελίτ, σε συνδυασμό με το κόμμα των Γκρίζων Λύκων και τις ομάδες του παράλληλου τουρκικού κράτους το οποίο κατέλυσε ο Ερντογάν. 

Φυσικά, μπορεί στο μέλλον, μέσα από την τουρκική κοινωνία, να αναδειχθεί μια πιο σύγχρονη πολιτική δύναμη, που να μπορεί να συνδυάσει μια ανεξάρτητη οικονομική και εθνική τουρκική πολιτική, με λιγότερη καταστολή, και πολύ περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη.

Αν σκεφτούμε γραμμικά, αυτό είναι ήδη πολύ δύσκολο στην Ευρώπη, πόσο μάλλον στην Τουρκία. Από την άλλη πλευρά, στη Λατινική Αμερική, ακόμη και στην Άπω Ασία, υπάρχουν πολύ ελπιδοφόρες ζυμώσεις μέσα σε αχανείς και αχαρτογράφητες ακόμη κοινωνίες. Το βέβαιο όμως είναι, ότι δεν πρέπει να βιαστούμε να συμπεράνουμε το μέλλον, διότι τότε, συνήθως, τείνουμε να δούμε αυτό που φοβόμαστε ή αυτό που μας αρέσει.

Τέλος, και πάλι σχετικά με την Ελλάδα, υπάρχει η τάση να θεωρείται ως συναισθηματική και αυθόρμητη η πρώτη εντύπωση από τα γεγονότα.

Η τουρκική ¨κρίση¨, όπως και η πρόσφατη κυπριακή κρίση, αναδεικνύουν την έλλειψη επιστημονικών ομάδων, οι οποίες να μπορούν να κάνουν αποτελεσματική ανάλυση των γεγονότων:  Μακριά από συναισθηματικές κορώνες και στόχους της τοπικής πολιτικής, δεξιάς και αριστερής,  και της ελληνικής κυρίαρχης κάστας η οποία ελέγχει τα ΜΜΕ (όπως είναι γνωστό από σωρεία διεθνών ερευνών και διπλωματικών εγγράφων), ακόμη πιο απόλυτα από ότι ελέγχονται στην Τουρκία και ίσως και σε κάποιες δικτατορίες, βουλιάζοντας την Ελλάδα της περιόδου του Μνημονίου αλλά και όσων ετών μας οδήγησαν εδώ, πιο χαμηλά από  κάθε ευρωπαϊκή χώρα, στους δείκτες δημοσιογραφικής ελευθερίας.

 

Γράφει: Γιώργος Θωμαϊδης