Home Γιώργος Πήττας Το έγκλημα της αμνησίας . Του Γιώργου Πήττα

Το έγκλημα της αμνησίας . Του Γιώργου Πήττα

nostalgia presente2

Σε ένα πρόσφατο τεμπέλικο αυγουστιάτικο Κυριακάτικο πρωινό καταμεσής του θέρους με τον ήλιο να εξαϋλώνει τα πάντα στη Λευκωσία, ο ένας φίλος συνάντησε τον άλλο φίλο και τραβήξανε να πιούνε έναν καφέ στην Ερμού. Νεαροί και οι δύο, κάπου στα 25.


Εκεί. Σε αυτόν τον ένα, από τους αμέτρητους δρόμους της Κύπρου που τους περπατάς και όπως πας, ξαφνικά δεν έχει «πιο πέρα».

Μπροστά σου το συρματόπλεγμα, οι σκοπιές, οι σημαίες της κατοχής από τη μια , οι σημαίες της ελευθερίας (; ) από την άλλη. Με ερωτηματικό βέβαια η ελευθερία, γιατί όταν αυτή κόβεται σαν από μαχαίρι και κάτι σου λέει «ως εδώ και μη παρέκει» κάτι είναι λειψό κι ανάπηρο, κάτι είναι βαθιά ανώμαλο.

Φτάσανε το λοιπόν στο καφενεδάκι της Ερμού. Ο καφετζής, που τους είχε δει πολλές ακόμα φορές, τους καλοδέχτηκε, hello boys everything ok? – yeah everything is fine απάντησαν και δώσανε την παραγγελία για δύο κυπριακά καφεδάκια.

Στο διπλανό τραπέζι, απλωμένη μια παρέα επίσης νεαρών ανθρώπων, γύρισαν για ένα δευτερόλεπτο το βλέμμα να δουν ποιοι ήρθαν, και αμέσως μετά  επέστρεψαν στη συζήτηση τους.

Ο φίλος, ένα άξιο παλληκάρι που τα τελευταία χρόνια σπουδάζει Φιλοσοφία στη Βρετανία έχει ένα ωραίο πάθος. Κοινωνικοποιείται διαρκώς, του αρέσει να γνωρίζει και να μιλά με ανθρώπους όχι μόνο της ηλικίας του αλλά με όποιους θα νιώσει πως έχει να δώσει και να πάρει. Να ανοίξει ορίζοντες. Έτσι, με κάποια αφορμή, πιάνει τη κουβέντα με την παρέα των διπλανών. Οικονομική κρίση, Ευρώπη, στέκια, μουσική. Καθώς όλοι βρέθηκαν να έχουν την ίδια βίδα με τη μουσική, η κουβέντα πήρε φωτιά και σε λίγο, η μεγάλη παρέα των διπλανών μεταφέρθηκε στο τραπέζι των φίλων.

«Φίλε, φέρε κι άλλους καφέδες» είπαν στον καφετζή αφού είχαν ρωτήσει στ’ αγγλικά τους δύο νέους φίλους τους. Συνεχίστηκε αρκετή ώρα το κουβεντολόι.

Κάποια στιγμή, ένας, από τη μεγάλη παρέα, κάνει την «κρίσιμη» ερώτηση:

«Where are you from guys? »

«Cyprus!» απαντούν οι δύο, εν χορώ και γελώντας.

Η παρέα γελάει κι εκείνη, και αρχίζουν τα ελληνικά: «ε μα ρε κουμπάροι γιατί μιλάμε αγγλικά τόση ώρα;;;»

Ο ένας φίλος, που κάτι καταλαβαίνει, το απαντά στα αγγλικά, και του εξηγεί… «δυστυχώς δεν προλάβαμε ακόμα να μάθουμε, αλλά θα μάθουμε σίγουρα, ειδικά αν επιτέλους έχουμε λύση»

Και εκεί, αγαπητοί αναγνώστες, πέφτει ο μέγας πάγος και η βαριά σιωπή.

Για να αρχίσουν μετά από λίγο οι αμήχανες ερωτήσεις: «μα από πού είστε…δηλαδή είστε Τούρκοι…μα πότε ήρθατε στην Κύπρο…οι γονείς σας ήρθαν δηλαδή μετά τον πόλεμο…από πού ήρθαν…;;;»

Με υπομονή, οι δύο εξηγούσαν πως είναι Κύπριοι, Τουρκοκύπριοι.

Πως δηλαδή, οι γονείς τους , οι παππούδες τους, οι προ παππούδες τους και οι προ , προ, προ (και βάλε) παππούδες και γιαγιάδες τους, σε αυτή τη γη γεννήθηκαν, ποτέ δεν έφυγαν ποτέ δεν ήρθαν από κάπου….

Και, η παρέα μας να συνεχίζει να κοιτάζει απλανώς και να μην καταλαβαίνει.

Και, από την κουβέντα να γίνεται σαφές, πως η παρέα δεν μπορούσε να εννοήσει πως… υπήρχαν Τουρκοκύπριοι, πριν από το 1974.

Και όταν ο φίλος εξήγησε όσο μπορούσε πιο αναλυτικά, τότε η παρέα βρήκε την απάντηση: Μα είστε Έλληνες αλλά δεν το ξέρετε! Σας τούρκεψαν πριν από αιώνες!

Στη συνέχεια, η παρέα προσπάθησε εναγωνίως να μάθει, «πόσοι ακόμα είναι σαν και σας; Υπάρχουν και άλλοι;»

Αναρωτιέμαι: Αντιλαμβανόμαστε το ιστορικό τέρας που έχουμε κατασκευάσει; Συνειδητοποιούμε πως «ανεπαισθήτως κλείσαμε από τον κόσμο έξω» κάποιες γενιές ανθρώπων που όσο πιο νέες είναι τόσο πιο μακριά από την ιστορία του τόπου τους είναι; (συγχωράτε τε με για το πείραγμα του Καβαφικού αριστουργήματος)

Ο καλός Τουρκοκύπριος φίλος μου, όταν του είπα πως σκοπεύω να κάνω την εμπειρία του αυτή άρθρο για να δείξω τη στρεβλότητα στην οποία βαφτίζουμε τα παιδιά μας είχε αρχικά αντιρρήσεις.

Αγχώθηκε μη νομίσουν κάποιοι, πως αυτή είναι η εμπειρία του από τους Ελληνοκύπριους.

Έσπευσε να με διαβεβαιώσει  πως κατά κανόνα όλα κυλούν μια χαρά.

Δια ταύτα: Χωρίς ακόμα να ξέρω το Σχέδιο Λύσης που θα έρθει, εφόσον με το καλό έρθει, συλλογιέμαι πως αν η Κύπρος μείνει ακόμα δέκα χρόνια μοιρασμένη το τέλος της θα είναι αναπότρεπτο. Η λοβοτομή που θα έχει υποστεί η συλλογική μνήμη θα είναι οριστική και αμετάκλητη και πια, η διάσταση των δύο ιστορικών κοινοτήτων του νησιού θα μεταβληθεί σε αμετάκλητο διαζύγιο.

Κανείς δεν επιθυμεί μια λύση ό,τι νάναι.

Γιατί αυτή, θα είναι καταστροφική. Ακόμα πιο καταστροφική ωστόσο, η απόλυτη ιστορική ακινησία στην οποία ζούμε εδώ και δεκαετίες. Κι’ ας μη ξεχνάμε, πως δυστυχώς, υπάρχουν κι εκείνοι που «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ» το μόνο που διακαώς επιθυμούν είναι να κτίσουν γύρω μας τα μεγάλα κ’ υψηλά τείχη ακρωτηριάζοντας βάναυσα το μέλλον.

Γράφει: Γιώργος Πήττας