Πριν από 4-5 χρόνια, καθώς οδηγούσα το αυτοκίνητό μου ένα απόγευμα, άκουγα στο 3ο του ΡΙΚ, ως συνήθως την εκπομπή του Ρόμπερτ Καμάσα…
Ένας έντονα ιδιαίτερος ήχος, μου τράβηξε την προσοχή.
Ήχος που ισορροπούσε δεξιοτεχνικά στο βρετανικό folk από τη μία και στην μεσόγειο από την άλλη. Ξέχειλη η μουσικότητα, το συναίσθημα αλλά και, η αρτιότητα της παραγωγής.
Ο καλός παραγωγός Ρόμπερτ Καμάσα, είπε το όνομα του δημιουργού και υπογράμμισε την Κυπριακή του καταγωγή.
Η αλήθεια, είναι πως έμεινα εμβρόντητος καθώς αυτό που μόλις είχα ακούσει απέπνεε ποιότητα πρωτόγνωρη σε όλα τα επίπεδα. Αν μου έλεγαν για παράδειγμα πως η ηχογράφηση είχε γίνει στην Abbey Road, με γνώμονα την ποιότητα θα το θεωρούσα εύλογο.
Δυστυχώς ,καθώς ήμουν στο αυτοκίνητο, ήταν αδύνατο να σημειώσω το όνομα και επειδή με τα ονόματα η μνήμη μου υπήρξε ανέκαθεν απαράδεκτη, όταν πήγα για την ραδιοφωνική μου εκπομπή μετά από λίγες μέρες-τότε στα φιλόξενα studio του Άστρα, έκανα μία αρκετά έντονη αναφορά, επιμένοντας στην ώρα και το πρόγραμμα του Ρόμπερτ και αναζητώντας κάποιον ακροατή δικό μου που ίσως είχε ακούσει και εκείνος, για να με πληροφορήσει.
Ο ακροατής βρέθηκε, και ήταν ο ίδιος ο δημιουργός που έψαχνα: Ο Λευτέρης Μουμτζής που μόλις τότε είχε κυκλοφορήσει το «Girls Ghosts and Gods» που δίκαια πολλοί χαρακτήρισαν «δίσκο της χρονιάς».
Μιλήσαμε στο τηλέφωνο και την αμέσως επόμενη εβδομάδα τον είχα στο studio- κάτι που σπάνια κάνω, καθώς το «ύφος» της εκπομπής μου, δεν θέλει καλεσμένους. Είμαστε πάντα ένας άξονας των τριών: μουσική, όσοι με τιμούν με την ακρόασή τους κι εγώ. Κατέφτασε λοιπόν ο Λευτέρης Μουμτζής με μία ακουστική κιθάρα, ακούσαμε τραγούδια από τον δίσκο του, ακούσαμε Beatles και σχολιάζαμε. Κατάλαβα γρήγορα πως δεν είχα να κάνω με έναν «ροκά».
Ούτε με κάποιον που κάνει επιφανειακά πειράματα με στην περιοχή της world music απλά. Αισθάνθηκα έντονα πως πάνω από όλα, είχα να κάνω με έναν εμπνευσμένο μουσικό που σέβεται σε μεγάλο βάθος τόσο την ίδια τη δουλειά του όσο και το δυνητικό κοινό του.
Μιλήσαμε αρκετά για την Βρετανική μουσική σκηνή, και απέκτησα την βεβαιότητα πως αν αυτός ο άνθρωπος είχε μείνει και επιμείνει εκεί, σίγουρα θα έβρισκε δρόμο καταξίωσης. Τον ρώτησα λοιπόν κάποια στιγμή, τι τον έκανε να επιστρέψει στη μικρά και περιφερειακή Κύπρο όπου οι πραγματικοί δημιουργοί και ειδικά εκείνοι που δεν κάθονται σε διάφορες πολιτικές κερκίδες, συναντούν θεόρατες δυσκολίες. Δεν θυμάμαι τα λόγια με τα οποία μου απάντησε. Θυμάμαι όμως καθαρά το πείσμα του να πολεμήσει με την Τέχνη του για να προσθέσει θετικά στην πατρίδα του, όπως και την βεβαιότητα του πως στην Κύπρο, όσο και αν μοιάζουν αόρατοι, υπάρχουν άνθρωποι με ανάλογα οράματα όπως και κοινό που διψά για το ψήλωμα του πήχη.
Πιστεύω πως δικαιώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Με την ίδρυση της Louvana Records και την σφραγίδα της σοβαρότητας που διακρίνει τον ίδιο όσο και τον Αντρέα Τραχωνίτη η Louvana ήδη αφήνει ζωηρά ίχνη στο Κυριακό πολιτιστικό γίγνεσθαι, θα ήταν κουραστικό να κάνω τώρα εδώ μία λεπτομερή αναφορά τόσο στις εκδηλώσεις που διοργανώνουν όσο και στους δημιουργούν που αγκαλιάζουν και τους δίνουν βήμα.
Θα σταθώ μόνο στο 2ο Loop Festival που παρακολούθησα φέτος για δεύτερη φορά και με άφησε –όπως και πέρσι- ενθουσιασμένο και συγκινημένο. Όχι μόνο για την ποιότητα των μουσικών που συμμετείχαν, αλλά, και για την ποιότητα του κοινού που γέμισε το Μελίνα Μερκούρη.
Απουσίαζαν, αυτοί που έχω προσέξει να απουσιάζουν σταθερά, επιδεικτικά θα πω, τόσο από τις συναυλίες που δίνει ο Μουμτζής όσο και από τις άλλες σημαντικές διοργανώσεις της Louvana Records. Οι «ομότεχνοι». Οι άλλοι μουσικοί αλλά και οι «παράγοντες» που υποτίθεται πως ενδιαφέρονται τα μουσικά πράγματα του τόπου και ειδικά για την Avant Garde σκηνή.
Μόλις πριν από λίγες μέρες, η Louvana κάλεσε τους «πολιτιστικούς συντάκτες» σε μία δημοσιογραφική διάσκεψη με αφορμή την παρουσίαση της νέας δουλειάς του Λευτέρη Μουμτζή «The Age of Now». Κλήθηκαν κάπου 15 άνθρωποι. Ήρθαν…5!
Ίσως κάποιοι δεν μπορούσαν για λόγους αντικειμενικούς, ίσως κάποιοι άλλοι, εννοούν τον πολιτισμό μόνο ως εισαγόμενο main stream και καλύπτουν τις στήλες τους με ειδήσεις που έχουν να κάνουν με την αμφίεση της κας Βανδή ή την συνοδό του κου Ρέμου. Είναι γνωστή τις πάσι η εμμονή της Κύπρου να εισάγει σκουπίδια-αρκεί να είναι από την Ελλάδα- και να περιθωριοποιεί συστηματικά οτιδήποτε καλό παράγει ο τόπος.
Σε σχετική μου ερώτηση για τον ρόλο των ραδιοφώνων στη διάδοση της καλής μουσικής που παράγουν Κύπριοι στην Κύπρο η απάντηση ήταν δυστυχώς η αναμενόμενη. Με εξαίρεση τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού ραδιοπαραγωγούς, άκρα του τάφου σιωπή. Έτσι και αλλιώς, το ραδιόφωνο στην Κύπρο, κόντρα στις τάσεις που επικρατούν και ζωηρεύουν στο εξωτερικό, επιμένει στην αθλιότητα του διαρκούς play list και της απροκάλυπτης εξυπηρέτησης των σκουπιδιών και των εταιριών τους.
Είμαι, απόλυτα ενάντιος στον κρατικό παρεμβατισμό στην Τέχνη και τον Πολιτισμό.
Σε μία χώρα βέβαια στην οποία, ας πούμε στη λογοτεχνία, οι συγγραφείς…. αυτοπροτείνονται για τα Κρατικά Βραβεία, τα πολιτικά κόμματα «εκπαιδεύουν» το κοινό είτε με ηρωικά φαντάσματα (Βασίλης Παπακωνσταντίνου κλπ) είτε όπως ο Συναγερμός που στις γιορτές της νεολαίας του μετατρέπεται σε μπουζουκομάγαζο της αθηναϊκής νύχτας, τι να περιμένει κανείς…
Από τη μία, άνθρωποι σαν τον Μουμτζή, προσπάθειες σαν την Louvana και το Loop Festival και, από την άλλη, οι κλασικοί Λουφαδόροι του Πολιτισμού, που είτε από βαρεμάρα, είτε από μνησικακία συνδυασμένη με ασχετοσύνη πασχίζουν να κρατήσουν τον πήχη στο δικό τους «ύψος».
Νάνοι. Που, με την επιμονή και τη δημιουργικότητα των Άλλων καθώς και με το αγκάλιασμα των νέων ανθρώπων, ίσως κάποια στιγμή εξαφανιστούν και πάψουν να μολύνουν τον αέρα μας .
Γράφει: Γιώργος Πήττας