Μπορεί να μοιάζει παράξενο αλλά οι παιδικές μου αναμνήσεις, είναι έγχρωμες, μόνο όταν φέρνω στο νου τη μικρή περίοδο που έζησα στην Κύπρο και τη μεταγενέστερη, επίσης μικρή στο Λονδίνο.
Το καφέ από τις κότες, το κοκκινόχωμα της Μόρφου, το πράσινο στο Τρόοδος, το κίτρινο της πέτρας, μπλέχτηκαν στο μυαλό μου με τα χρώματα του Λονδίνου, τις κόκκινες , πράσινες, μπλε, μωβ πόρτες των σπιτιών στις γειτονιές, τα δίπατα λεωφορεία που μου έμοιαζαν τεράστια παιχνίδια, τα κουτιά με τις πολύχρωμες καραμέλες και οι άνθρωποι που φορούσαν συχνά έντονα χρώματα.
Στο βάθος, ο ήχος από τους Beatles που τότε μόλις αναδύονταν και ταξίδευαν για την κορυφή του ουρανού, σκίζοντας με τη δροσιά τους, τους συννεφιασμένους ουρανούς της Βρετανίας. Good day sunshineτραγουδούσαν, και την έφερναν την λιακάδα με τις αρμονίες τους βάφοντας έτσι μία ολόκληρη χώρα και έναν ολόκληρο πλανήτη στο τέλος με την ασυγκράτητη δημιουργία τους.
Προς τα μέσα της δεκαετίας του 60 ήρθαμε στην Ελλάδα. Το φιλμ της ζωής μου, στη χώρα του Ντερτιλή έγινε εν μια νυκτί ασπρόμαυρο. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η βία των σχολείων, η στενοκεφαλιά των δασκάλων, το μίσος προς οτιδήποτε ήταν με οποιονδήποτε τρόπο «αλλιώς» ήταν στοιχεία ξέχειλα. Ακόμα θυμάμαι, τόσα χρόνια μετά έναν καθηγητή του Γυμνασίου στο Παλαιό Φάληρο που έκανε κυριολεκτικά τόπι στο ξύλο με χαστούκια κλωτσιές και γροθιές έναν συμμαθητή μου γιατί ήταν… κοκκινομάλλης.
Ο «εκπαιδευτικός» είχε αποφασίσει πως ο μαθητής έβαφε τα μαλλιά του, άρα ήταν… γυναικωτός, άρα έπρεπε να τιμωρηθεί. Ή έναν άλλο καθηγητή, που με τάραξε στα χαστούκια γιατί ψιθύρισα στον διπλανό μου. Το… αστείο στην υπόθεση, είναι πως πράγματι, είχα κάτι πει στον διπλανό μου Ήταν η πρώτη μέρα που ο καθηγητής αυτός έμπαινε στη τάξη μας και γύρισα στον φίλο που κάθονταν δίπλα μου και του είπα: «ρε συ, καλός τύπος μοιάζει αυτός…» Τα αυτιά μου, ακόμα βουίζουν.
Μαυρόασπρη ταινία λοιπόν η Ελλάδα εκείνων τον χρόνων για μένα.
Αυτή, ήταν η Ελλάδα του Ντερτιλή. Μια Ελλάδα βγαλμένη από τον Εμφύλιο, μια Ελλάδα βουτηγμένη στη δικτατορία, μια χώρα πάμπτωχη και πρωτόγονη με μίση και πάθη φωλιασμένα στις πιο απλές καθημερινές εκδηλώσεις.
Η Ελλάδα του Ντερτιλή.
Αλλά, τι ήταν ο Ντερτιλής;
Ένα φάντασμα, στην κυριολεξία.
Ένα φάντασμα μιας άλλης εποχής, κάποιος που όπως τον χαρακτήρισε ένας φίλος, γεννήθηκε στρατιώτης, έζησε σαν στρατιώτης ασκητικά και έκλεισε τον βίο του όπως τον έζησε. Προσηλωμένος , κολλημένος σαν την χαλκομανία στις όποιες αρχές του, με το ρολόι της αντίληψής του σταματημένο εδώ και πολλές δεκαετίες.
Το «είδος» του, δεν διαφέρει σε τίποτα, από το είδος κάποιων ιδεολόγων-ζηλωτών, δεν έχει σημασία ποιας ιδεολογίας, που μένουν απαρέγκλιτα και τυφλά πιστοί για μια ζωή, στα όσα καλώς ή κακώς πίστεψαν στη νιότη τους.
Αδυνατώ να «ξεμπερδέψω» μαζί του με έναν χαρακτηρισμό. Το να πω «ήταν ένα φασιστόμουτρο» ή ένα «κάθαρμα, δολοφόνος» κλπ, όχι μόνο δεν μου λέει τίποτα, αλλά πιστεύω πως μια τέτοια προσέγγιση είναι φτηνή και υπηρετεί μόνο την «επανάσταση του πληκτρολογίου».
Στην Κύπρο, όχι τυχαία, για τον Ντερτιλή, δύσκολα θα βρεις κάποιον να σου μιλήσει άσχημα. Αναφέρομαι σε ανθρώπους που έζησαν τα γεγονότα της δεκαετίας του 60. Όταν ο Ντερτιλής, υπηρετώντας όπως εκείνος νόμιζε τον Ελληνισμό, πέταγε στην κυριολεξία τους Τούρκους στη θάλασσα. Συνάντησα πολλούς αριστερούς εδώ, ανθρώπους 65 χρόνων και πάνω, που σου λένε «μπορεί να ήταν ότι ήταν, αλλά….»
Κακά τα ψέματα.
Όταν οι χρηματιζόμενοι καθ’ έξιν και κατ’ επανάληψη κυκλοφορούν ανενόχλητοι, όταν οι μιζαδόροι της Siemens που έπαιρναν τα δωράκια για να τα δώσουν στο κόμμα προφυλάσσονται από το σύστημα ως κόρη οφθαλμού, είναι εύλογο, ο Ντερτιλής, που έκανε την καρδιά του κόμπο για να μην υπογράψει ώστε να πάει στην κηδεία του γιού του, να φαντάζει αίφνης σε μία μερίδα κόσμου, ως άσπιλος και άμωμος.
Ο Ντερτιλής, έζησε φτωχός, δεν χρηματίστηκε ποτέ από κανέναν, έζησε με τις όποιες αρχές είχε και πέθανε απόλυτα πιστός σε αυτές. Και, ναι, τα σημειώνει αυτά κάποιος, που δεν είναι χριστιανός, που είναι απολύτως απέναντι από τον εθνικισμό, που είναι μάλλον αδιάφορος στην έννοια της Κρατικής Κυριαρχίας, που-κυριολεκτικά- χαίρεται σαν μικρό παιδί όταν βρίσκεται σε διαπολιτισμικό, πολύχρωμο περιβάλλον, που θεωρεί τον ρατσισμό σαν τον κατώτερο δυνατό επίπεδο της ανθρώπινης αντίληψης.
Και τα γράφω όλα αυτά, γιατί μάλλον θυμηδία συνδυασμένη με θλίψη ένιωσα, με τις αντιφασιστικές ρητορείες των κομμάτων συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης , ρητορείες που εκτοξεύθηκαν με αφορμή την κηδεία του.
Η Χρυσή Αυγή βέβαια, έτρεξε στην τελετή, για να αποκομίσει τα όποια πολιτικά οφέλη.
Και αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολεί, είναι, το «γιατί άραγε από μια τέτοια ενέργεια κάποιοι μπορούν να έχουν πολιτικό όφελος εν έτει 2013;» Αυτό, θα ήταν το απολύτως αδιανόητο πριν από λίγα χρόνια. Τότε, η παρουσία στην κηδεία ενός Ντερτιλή, θα ήταν αυτομάτως ένδειξη περιθωρίου.
Και ποιοι μιλούν;
Ο Ντερτιλής και η παρέα του, έκαναν εγκλήματα. Και όταν ο Καραμανλής άλλαξε το «εις θάνατον» σε ισόβια, εγώ, νεαρός πολύ ακόμα, είχα θυμώσει.
Και κάτι παραπάνω.
Καλώς ο Ντερτιλής πέθανε στη φυλακή. Κατά τη γνώμη μου, όλο το επιτελείο της χούντας, στη φυλακή έπρεπε να πεθάνει. Ένας προς έναν.
Πως είναι δυνατόν ο απόλυτος βασανιστής Θεοφιλαγιαννάκος να είναι ελεύθερος χωρίς να τον στοιχειώνουν οι κραυγές της οδύνης όσων διέλυσε;
Αλλά, ξαναρωτάω. Ποιοι μιλούν;
Δυστυχώς, κάποιοι από αυτούς που μιλούν, έχουν υπερασπιστεί με φανατισμό κάποιους άλλους Ντερτιλήδες, άλλου χρώματος. Υπερασπίστηκαν με πάθος, την ισοπεδωτική μηχανή που δημιούργησε την KGB. Ή τον πλημμυρισμένο στο αίμα και αδιανόητα διεφθαρμένο Τσαουσέσκου.
Αναρωτιέμαι λοιπόν. Γιατί μιλούν και με αυτόν τον τρόπο, κάνουν γεγονός την κηδεία του Ντερτιλή παράγοντας επικοινωνιακή υπεραξία σε μια δράκα φασιστόμουτρα που έτρεξαν στην εκκλησία;
Τελικά τους βολεύει όλους η Χ.Α.; Δεν καταλαβαίνουν τον αποπροσανατολισμό που δημιουργούν αφενός και την αύρα που χαρίζουν στον κάθε Κασιδιάρη;
Ο Ντερτιλής, ένας Dirty Harry μιας άλλης εποχής, συνοδεύτηκε στην τελευταία του κατοικία, από τους εκπροσώπους του απόλυτου αναχρονισμού, από ότι πιο εμετικό έχει γεννήσει το πολιτικό σύστημα εδώ και πολλές δεκαετίες. Και αυτός ο εφιαλτικός αναχρονισμός, δεν περνάει ούτε με συνθήματα, ούτε με κραυγές, ούτε με στερεότυπες «αντιφασιστικές» πομφόλυγες. Μια λέξη είναι η απάντηση: Παιδεία. Και είναι ίσως, η πιο σοβαρή συζήτηση, που ακόμα δεν έχει καν ξεκινήσει.
Γράφει: Γιώργος Πήττας