Ιούλιος 2011.Λίγες μόλις ώρες μετά την έκρηξη στο Μαρί, έγραφα (κατά λέξη) στο tvxs.gr:
«Τώρα, είναι πολύ νωρίς για “Απόδοση Ευθυνών”. Αύριο θα είναι πολύ αργά για να προληφθεί η Συγκάλυψη. Στο ενδιάμεσο, η Ευθιξία κείται νεκρή ανάμεσα στους νεκρούς της Ανευθυνότητας».
Το ίδιο κείμενο, τελείωνε με την παρακάτω φράση:
«Έτσι λοιπόν, αν η πολιτική ηγεσία αναλωθεί σε κούφιες αλληλοκατηγορίες, απλά θα έχουμε άλλη μία επιτάχυνση στα φαινόμενα απαξίας προς τους πολιτικούς, πού ήδη, έτσι και αλλιώς τους θεωρούν στην πλειοψηφία τους τελείως αποκομμένους από την καθημερινή πραγματικότητα.»
Αν κρίνει κάποιος από τα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογικές διαδικασίες που μεσολάβησαν από τότε, με ασφάλεια βγάζει το συμπέρασμα πως στο Μαρί, τινάχθηκε μαζί με όλα τα άλλα κι ένα μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας του συστήματος.
Λίγες μέρες αργότερα, έγραφα σε άλλο άρθρο μου για τον Πολίτη:
«Το 2008, αμέσως μετά την κατάρρευση της στέγης του Δημοτικού Θεάτρου, σύσσωμος ο τύπος διατύπωνε το καθολικό αίτημα για παραδειγματική τιμωρία των «εγκληματικά αμελών και ανεπαρκών» ενώ τα κόμματα απέδιδαν τα παραδοσιακά χασμουρητά:
«Θλίψη» «Οργή» «Δέσμευση για έρευνα σε βάθος» «το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο τούτη τη φορά» και ούτω καθ’ εξής. Συστάθηκαν βεβαίως επιτροπές διερεύνησης, αλλά όσο είδατε εσείς αποτέλεσμα, άλλο τόσο το είδα κι εγώ.
Προφανώς, τότε, δεν ταρακουνηθήκαμε γιατί τυχαία δεν θρηνήσαμε νεκρούς.
Την περασμένη εβδομάδα έγραφα κατά λέξη για τους πολιτικούς, περιθωριακούς και μη, που τώρα είναι δήθεν εξοργισμένοι :
«Με την ευθέως ανάλογη κενολογία τους, επιχειρούν ως όρνεα να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη από την τραγωδία. Φορώντας την μάσκα του πένθους και υποκρινόμενοι την οργή αποπνέουν σχεδόν μία ηδονή για τη συμφορά που έλαχε σε αντιπάλους και όχι στους ίδιους.»
Και συμπλήρωνα λίγο πιο κάτω:
«Μόνο που, θλιβερό, μοιραίο, κατάπτυστο κι’ ανάξιο είναι το κλειστό σύστημα που κυβερνά τον τόπο, μια δράκα νυχτωμένων και οδυνηρά ξεπερασμένων από την εποχή ανθρώπων, ένα σύστημα του οποίου μέρος αναπόσπαστο είναι και οι ίδιοι. Γιατί το έγκλημα που βιώσαμε πριν από σχεδόν δύο εβδομάδες, δεν έχει απολύτως καμία ιδεολογική χροιά. Έχει να κάνει με τα συστατικά της διοίκησης του τόπου, συστατικά προ πολλού ληγμένα των οποίων οι επιπτώσεις διαχρονικά δηλητηριάζουν τη ζωή των πολιτών της Κύπρου.»
Αυτά, έγραφα μεταξύ άλλων, τότε.
Τώρα, 3 χρόνια μετά, αν θα έπρεπε να αποδώσω ευθύνες στο σύνολο της διακυβέρνησης εκείνης της πενταετίας, θα εστίαζα ίσως και αποκλειστικά, στην έλλειψη αποφασιστικότητας για μία καθολική και μετωπική σύγκρουση με το διοικητικό κατεστημένο της χώρας που αδιατάρακτο, ανάλγητο και σε αιώνια νιρβάνα κανοναρχεί τα πάντα, ανεξαρτήτως των Προέδρων που έρχονται και παρέρχονται μαζί με τις αρχικές συχνά αγαθές προθέσεις τους.
Από την άλλη, πώς να κυβερνήσεις ερχόμενος σε ευθεία σύγκρουση με έναν μηχανισμό που βρίσκεται παντού και είναι κολλημένος σαν τη βδέλλα στο σώμα της Κύπρου από τη δεκαετία του 60;
Τολμώ να πω, απλά, απευθυνόμενος ευθέως στην κοινωνία, τους πολίτες, τον λαό, εξαγγέλλοντας τον πόλεμο κατά της μακάριας αναξιοκρατίας και καλώντας τους πάντες ανεξαρτήτως ιδεολογίας σε συστράτευση και διαρκή εγρήγορση.
Άνθρωπος που είναι βαθειά μέσα στα πράγματα, που γνωρίζει καλά τα τεκταινόμενα των ρετιρέ της εξουσίας, μου έλεγε πρόσφατα την εξής χαρακτηριστική ιστορία:
«Με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Μακάριος, είχε πρόθεση να διορίσει μία σειρά από ανθρώπους εξαιρετικά μορφωμένους και εκπαιδευμένους, και να βάλει σε θέσεις κλειδιά μια πραγματική ελίτ που θα ήταν σε θέση να δρομολογήσει την Κύπρο σε πορεία εκσυγχρονισμού. Τότε λοιπόν, αντέδρασαν και μάλιστα με οργή οι «Καπεταναίοι». Οι οπλαρχηγοί της ΕΟΚΑ, οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ, του το ξέκοψαν: Αν προχωρήσεις με αυτούς (τους… προδότες) τότε θα μας βρεις απέναντι, θα γίνει επανάσταση».
Και, ο Μακάριος, ο οποίος παράλληλα στο σχέδιο του είχε να αποστείλει τους νεαρούς αγωνιστές στο εξωτερικό για σπουδές, υποχώρησε άτακτα καταδικάζοντας τη χώρα στο αέναο καθεστώς της αναξιοκρατίας.
Δεν έχω κανέναν λόγο να αμφισβητώ την ιστορία που μου διηγήθηκε ο καλός φίλος. Άλλωστε, τα αποτελέσματα, είναι φανερά, είναι μπροστά μας και είναι χαρακτηριστικά.
Δεν διαφέρουν εν ολίγοις σε τίποτα, από την πλήρη παράδοση της Ελλάδας στους κοτζαμπάσηδες μετά τη σύσταση του ανεξάρτητου κράτους το 1830 που συστηματικά κατασπάραξαν τον πλούτο της χώρας και την έφεραν στην κατάσταση του failedstate που βρίσκεται τώρα.
3 χρόνια μετά το τραγικό Μαρί, σε έναν ακόμα εξαϋλωμένο από τη ζέστη Ιούλιο, με τα 40 χρόνια από την εισβολή του 74 να χασκογελούν σαρκαστικά δείχνοντας την σάπια οδοντοστοιχία τους, το μόνο που σκέφτομαι είναι πως «δεν πάει άλλο».
ΥΓ: Την φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο την τράβηξα την πρώτη ή τη δεύτερη μέρα των συγκεντρώσεων έξω από το Προεδρικό. Την επεξεργάστηκα αρκετά αργότερα, έχει τον τίτλο «Σπασμένο Πλήθος» (brokencrowd) και είναι μέρος μιας σειράς που τιτλοφορώ «Θυμός» (Anger). Το σπίτι μου, είναι κυριολεκτικά δίπλα στο Προεδρικό Μέγαρο και έτσι ήταν εύκολο για μένα να βρίσκομαι εκεί και να μετέχω (στην αρχή) να παρατηρώ (στη συνέχεια) και μετά από την τρίτη μέρα να αλλάζω δρόμο προκειμένου να αποφύγω συναπαντήματα. Η πρώτη και εν μέρει η δεύτερη μέρα, ήταν αποκαλυπτικές. Όσα και να θέλουνε να λένε μερικοί-ελάχιστοι –η πρώτη συνάθροιση έφερε κοντά απλούς ανώνυμους πολίτες, ψηφοφόρους κάθε κόμματος μηδενός εξαιρουμένου. Ήταν, νέτα σκέτα, πολίτες θυμωμένοι, θλιμμένοι, εμβρόντητοι και άναυδοι, με ένα γενικό αίτημα για δικαιοσύνη. Σε περίπου 48 ώρες, οι περισσότεροι από αυτούς έφυγαν καθώς ήρθε να δηλώσει παρουσία με στρατιωτικού τύπου εκδηλώσεις το ΕΛΑΜ καθοδηγούμενο από στελέχη εξ Αθηνών της Χρυσής Αυγής και, καθώς επίσης βρήκαν αφορμή τα όρνεα (που αναφέρω στο άρθρο) να κράξουν και να παρασύρουν τον κόσμο σε εμφυλιοπολεμικά και χυδαία συνθήματα. Για άλλη μία φορά, η άκρα δεξιά των εθνικιστών, απέδειξε περίτρανα πως είναι το καλύτερο συστημικό εργαλείο, εφόσον το μόνο που γνωρίζει να κάνει, είναι το πώς να εξοντώνει σε μηδενικό χρόνο οποιαδήποτε ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας των πολιτών. Όπως έγραφα τότε, και επαναλαμβάνω και σήμερα, η τραγωδία, δεν είχε κανέναν απολύτως ιδεολογικό χαρακτήρα. Ήταν, «απλά» μία τραγωδία, της οποίας οι ρίζες πρέπει-κατά τη γνώμη μου-να αναζητηθούν κυρίως μέσα στις χρόνιες παθογένειες και αγκυλώσεις.
Θα το πάω στα άκρα τώρα: Οι δύο πρώτες μέρες των συγκεντρώσεων έξω από το Προεδρικό και πριν μπουν στη μέση τα καλόπαιδα και οι καλοθελητές-εκμεταλλευτές της οδύνης, ήταν άλλη μία τεράστια χαμένη ευκαιρία για πλήρη συμπόρευση Ηγεσίας –Κοινωνίας για σύγκρουση με τα κατεστημένα που σκοτώνουν τον τόπο 60 χρόνια.
Γράφει: Γιώργος Πήττας