Τα κοινωνικά δίκτυα έχουν πάρει φωτιά εδώ και λίγες εβδομάδες.
Από την επομένη κιόλας της εκλογής του κου Ακκιντζί, επειδή ο βίος και η πολιτεία του είναι γνωστά σε ολόκληρη τη χώρα, τα αντανακλαστικά μιας μερίδας συμπολιτών διεγέρθηκαν λες και χτυπήθηκαν με ηλεκτρικό ρεύμα. Γιατί άραγε;
Είναι γενικά παραδεκτό, πως ο κος Ακκιντζί, είναι πάνω απ’ όλα Κύπριος, μετριοπαθής, και συνεπής υποστηρικτής των οραμάτων της ειρήνης, της ισότητας, της συνύπαρξης.
Είναι επίσης γνωστό πως στα χρόνια της δημαρχίας του στην κατεχόμενη Λευκωσία η συνεργασία του με τον Δήμαρχο της ελεύθερης Λευκωσίας τον Λέλο Δημητριάδη απέδωσε εξαιρετικούς καρπούς καθώς οι δύο άνδρες δούλεψαν κάτω από την ομπρέλα της αγάπης τους για την πόλη και την Κύπρο.
Κατά τα φαινόμενα λοιπόν, αυτή του η ταυτότητα, μαζί με εκείνη του «βέρου Λεμεσιανού» σε ορισμένους προκαλεί υστερία.
Στην πραγματικότητα, αν εξαιρέσει κάποιος τους πρωθιερείς υπερασπιστές του στάτους κβο, που παρουσιάζονται ως αγωνιστές μιας «καθαρής λύσης» που θα γυρίσει το ρολόι πίσω 50 χρόνια οι υπόλοιποι, τρέμουν στην ιδέα της οποιασδήποτε αλλαγής. Βυθίζονται στον εύκολο συντηρητισμό και τη βολή της ακινησίας και γίνονται εύκολα ψάρια στ’ αγκίστρια των πρωθιερέων που άλλο εφαλτήριο από τα προσωπικά τους συμφέροντα, δεν έχουν.
Η συμπεριφορά αυτών των τελευταίων, σε κάνει μερικές να σκέφτεσαι τι είναι χειρότερο:
Οι κατοχικές δυνάμεις ή εκείνοι που θεωρούν την Κύπρο οικόπεδο τους με το Κυπριακό να είναι η μόνη αιτία της «πολιτικής» τους παρουσίας;
Ας μην ξεχνάμε, πως αν ο κατοχικός στρατός φύγει, αυτοί θα εξαφανιστούν μαζί με τα ψεύδη τους.
Είναι 2015.
Παρά την οικονομική κρίση, ο αντίλαλος των προηγούμενων χρόνων της δανεικής και με αισθητική νεοπλουτισμού ευδαιμονίας, είναι ακόμα ζωντανός.
«Δεν θα έρθουν τώρα δα αυτοί να μας πάρουν τα όσα κερδίσαμε με κόπο!» λένε.
Αυτό, την περίοδο του 2004 ήταν σε πρώτη διάταξη σαν επικοινωνιακή προτροπή, όχι βέβαια στις επίσημες καμπάνιες, αλλά στην υπόγεια και ιδιαίτερα αποτελεσματική διασπορά μηνυμάτων στην κοινωνία.
Το «υπέρ βωμών και εστιών» μεταλλαγμένο σε επαύλεις, ακριβά αυτοκίνητα και στρας και σε μια ψευδαίσθηση που έλεγε πως ο κάθε ένας μπορεί να βρει μια ευκαιρία να τρυπώσει στο πάρτι. Η προάσπιση του Ελληνισμού, στους ρυθμούς των σκυλάδικων και του τσιφτετελορόκ. Γιατί, αυτή είναι η «κουλτούρα» τους.
Λίγο μετά το δημοψήφισμα του 2004, αν και είχα τότε στηρίξει το «Όχι», γρήγορα κατάλαβα πως όλα όσα συνέβησαν, έγιναν κυριολεκτικά, «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Αγία Νάπα».
Τώρα, που η Τουρκοκυπριακή κοινότητα έδειξε για άλλη μια φορά πως ξέρει να κινηθεί ριζοσπαστικά εμείς, κάνουμε επίδειξη του πόσο απέχουμε από την ταυτότητα που υποτίθεται θέλουμε να υπερασπιστούμε.
Με δύο λόγια, αδυνατούμε να συζητήσουμε. Αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε ο ένας στον άλλον αγωνία και έγνοια για τον τόπο και το μέλλον του.
Παραθέτω ένα μόνο δείγμα γραφής- δεν το χαρακτηρίζω, δεν υπάρχει ανάγκη, φωνάζει από μόνο του:
«Θα τρέξουν οι υποτελείς κοιλιόδουλοι το Σαββατοκύριακο να περάσουν τα οδοφράγματα για να λουστούν, να λιαστούν και να εναποθέσουν τα αργύρια τους στον κατακτητή, δολοφόνο, βιαστή και ψυχρό εκτελεστή. Θα συναντηθούν και με τους δολοφόνους του Τάσου Ισαάκ και του Σολάκη Σολωμού. Θα συναγελαστούν μαζί τους και θα πιούν από το αίμα του Τάσου Ισαάκ στην υγεία της επαναπροσέγγισης και της λύσης»
Κάποιος ίσως να σχολιάσει πως δεν παραθέτω κάποιο ανάλογο δείγμα γραφής από την «άλλη πλευρά» από την πλευρά εκείνων που επιθυμούν διακαώς να υπάρξει γρήγορα λύση στο πλαίσιο της Δ.Δ.Ο.
Ε, ειλικρινά, δεν βρήκα! Με εξαίρεση κάτι ανοησίες με χαρακτηρισμούς του τύπου «φασίστες» και «ρατσιστές» δεν κατάφερα να ξετρυπώσω.
Το χειρότερο για μένα, είναι πως και στα δύο μέτωπα, υπάρχουν βαθιές αγωνίες, προσδοκίες, φοβίες και όνειρα.
Και είναι τραγική η χρήση της λέξης «μέτωπα» ενώ, με γνώμονα τον εκατέρωθεν σεβασμό στις αγωνίες και τις ελπίδες του Άλλου, θα έπρεπε να είμαστε σε θέση να πραγματώνουμε μια από τις πιο παλιές ελληνικές αξίες: Τον διάλογο.
Προδότες και νενέκοι, λυσοφοβικοί και απορριπτικοί, τουρκόσποροι και τουρκολάγνοι, πουλημένοι ενδοτικοί.
Έτσι, δεν πάμε πουθενά ακόμα και αν μπορούσαμε ως δια μαγείας να εξαφανίσουμε από τη ζωή το 1974. Δεν θα κερδίζαμε τίποτα. Θα βρισκόμασταν στο 1972, στο 1973, στο 1968, θα κάναμε τα ίδια εγκλήματα και θα φτάναμε ξανά, στο 74 όπως το ξέρουμε.
Είναι λοιπόν 2015. Ας πάμε στο 1975 επιτέλους, ο 21ος αιώνας μας περιμένει απηυδισμένος.
Γράφει: Γιώργος Πήττας